13 Αυγούστου 1941. Οι Γερμανοί εισβάλουν στα Ανώγεια Ρεθύμνου και τα καίνε. Ένα 5χρονο αγόρι βιώνει τον τρόμο, αλλά και τον ξεριζωμό, αφού μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης.
Φτώχεια και λύρα
Η οικογένεια του Ξυλούρη ήταν φτωχή και γενικά τα χρόνια εκείνα του 1930 ήταν δύσκολα για τους Ανωγειανούς. Στέλνουν τον μικρό Νίκο στο Ηράκλειο για να μάθει γράμματα, που όμως δεν είναι η κλίση του. Ήδη έχει μπει η ζωή του η μουσική.
Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του πιάνει δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο».
Κάθε αρχή και δύσκολη όμως, αφού εκείνη την περίοδο κυριαρχούν τα «ευρωπαϊκά», που πάνε να εξοστρακίσουν παραδοσιακούς ήχους. Συν το γεγονός ότι ο μικρός έχει ταλέντο και οι μεγαλύτεροι τον κοιτάνε με μισό μάτι. Ο Νίκος Ξυλούρης περνάει δύσκολα, αλλά έχει δημιουργήσει γύρω του ένα κύκλο φίλων που τον στηρίζουν. Έτσι αρχίζει να γίνεται σιγά-σιγά γνωστός στο στενό κύκλο του Ηρακλείου, ενώ και ο ίδιος δείχνει το ανθρώπινό του πρόσωπο. Σε ανθρώπους που δεν είχαν να τον πληρώσουν καθόταν με το παραπάνω λέγοντας: «Αυτοί έχουν περισσότερη ανάγκη για να γλεντήσουν».
Ένας μεγάλος έρωτας
Θα μπορούσε να είχε και τίτλο «Όταν ο Νίκος γνώρισε την Ουρανία», αλλά είμαστε στην Κρήτη στα τέλη του ’50, όχι στο Χόλιγουντ. Οι δυο τους γνωρίστηκαν σε ένα αποκριάτικο γλέντι στο χωριό Βενεράτο, το χωριό της Ουρανίας Μελαμπιανάκη. Εκείνο βράδυ οι ματιές έκαναν παιχνίδι. Ένας νεανικός έρωτας αρχίζει. Όμως εκείνος είναι λυράρης και φτωχός, εκείνη από ευκατάστατη οικογένεια. Το χάσμα φαινόταν πραγματικά μεγάλο και αγεφύρωτο, αλλά ο Ξυλούρης δεν το έβαλε κάτω. Επί δύο χρόνια πολιορκούσε την Ουρανία. Έρωτας υπήρχε, αλλά… μέχρι εκεί. Τότε εκείνος αποφασίζει να την κλέψει.
Η Ουρανία άφησε ένα γράμμα στους δικούς της για να μην ανησυχούν και στις 21 Μαΐου του 1958 έφυγε με τον αγαπημένο της. Την επόμενη μέρα το «παράνομο» ζευγάρι παντρεύτηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του Ξυλούρη, στα Ανώγεια.
Ο γάμος έγινε με δυσκολία, καθώς ακόμα και ο παπάς σεβόμενος τα αυστηρά ήθη της εποχής, δεν ήθελε στην αρχή να ευλογήσει τον «παράνομο» μυστήριο. Οι δύο νέοι με την πράξη τους δεν είχαν προσβάλει μόνο την οικογένεια της Ουρανίας, αλλά και ολόκληρη την τοπική κοινωνία του Βενεράτου. Ο έρωτας όμως του ζευγαριού ήταν τόσο δυνατός, ώστε μετά από λίγο καιρό πείστηκαν ακόμα και οι πιο δύσπιστοι.
Ο πατέρας της Ουρανίας υπέγραψε τα χαρτιά του γάμου, δίνοντας επίσημα τη συγκατάθεσή του. Παρότι υπέγραψε, συνέχισε να μη μιλάει στην κόρη του και χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να αποκατασταθεί η σχέση τους.
Ραντεβού με την επιτυχία
Λίγους μήνες μετά, τον Νοέμβριο του 1958 βγάζει τον πρώτο του δίσκο με την εταιρεία «Οντεόν» που έχει τίτλο Μια μαυροφόρα που περνά, παίρνοντας σαν αμοιβή 150 δραχμές! Ο δίσκος είχε επιτυχία και έτσι η εταιρεία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους δίσκους, βγάζοντας τον από τις δύσκολες μέρες.
Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Τη χρονιά της γέννησης της κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σε φολκλορικό διαγωνισμό στο Σαν Ρέμο, όπου ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα ο Έλληνας λυράρης παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα.
Το 1969 μετακομίζει στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στον Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο Χρονικό και τα Ριζίτικα. Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρείας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι. Ο τελευταίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια κι έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Τάκης Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για τον Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του Χρονικού. Προηγουμένως, ο Μαρκόπουλος είχε δοκιμάσει τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Μαρίας Φαραντούρη, που όπως φαίνεται δεν τον ικανοποίησαν, μέχρι που γνώρισε τον Ξυλούρη και του εμπιστεύτηκε μερικά από τα τραγούδια του Χρονικού.
Έξι μήνες μετά, κυκλοφορεί ο δίσκος αναφορά στα Ριζίτικα της Κρήτης. Τον Μάιο του 1971, ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ «Λήδρα», στην Πλάκα, μέσα στην καρδιά της δικτατορίας. Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη γίνεται σημαία αντίστασης. «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια και αγριμάκια μου» γίνονται σύμβολο μιας γενιάς.
Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η Ιθαγένεια και ο Στρατής ο Θαλασσινός. Έρχεται στη συνέχεια η συνεργασία του με τον Σταύρο Ξαρχάκο (Διόνυσε καλοκαίρι μας, Συλλογή), τον Χριστόδουλο Χάλαρη (Τροπικός της Παρθένου, Ακολουθία), και τον Χρήστο Λεοντή (Καπνισμένο Τσουκάλι).
Το μεγάλο μας τσίρκο, η μεγάλη φωνή
Και αν στα προηγούμενα τραγούδια υπήρχαν υποψίες ή υπονοούμενα κατά της χούντας, στο Μεγάλο μας τσίρκο, την παράσταση-σύμβολο που ανέβασαν αρχικά το καλοκαίρι του 1973, στο θέατρο «Αθήναιον» η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973, ημέρα Παρασκευή.
Οι στίχοι των τραγουδιών γράφτηκαν από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και ντύθηκαν από τη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Το ρόλο του βασικού τραγουδιστή είχε ο Νίκος Ξυλούρης. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Στην μεταπολίτευση ερμηνεύει τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Λίνου Κόκοτου και του Ηλία Ανδριόπουλου, αλλά και παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης και κάποια λαϊκά του Στέλιου Βαμβακάρη.
Τα τραγούδια του τα μάθαινε στο πόδι. Δεν είχε χρόνο για πρόβες. Τα μάθαινε, ακούγοντας την κασέτα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο. Τραγουδούσε μαζί και το μάθαινε. Μάλιστα, ο Ξαρχάκος, τον ήθελε πάντα στα τραγούδια του αυθεντικό, γι’ αυτό και τον καλούσε στο στούντιο για ηχογράφηση, συνήθως, χωρίς πρόβα. Έτσι έγινε και με το τραγούδι «Ήταν μια φορά». Το ηχογράφησε ο Νίκος χωρίς να το ξέρει. Χωρίς καμία πρόβα.
Από την άλλη, η χώρα βιώνει τη δημοκρατία και την ελευθερία ύστερα από 7 χρόνια σιωπής. Ένας αέρας ελπίδας είναι διάχυτος, την ίδια στιγμή που ονόματα του παρελθόντος αποκαθηλώνονται, μερικά και με βαρβαρότητα. Ο Ξυλούρης δεν χάνεται με τις μόδες και παραμένει κορυφαίος μεν, χαμηλών τόνων δε. Και πολύ αληθινός. Μιλώντας για τους ανθρώπους της δισκογραφίας, δεν θα διστάσει να πει: «Εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα».
Ήταν Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 1980
…Τα δυσάρεστα νέα μαθαίνονται σε όλη τη χώρα. Ο Νίκος Ξυλούρης χάνει στα 44 του την μάχη με τον καρκίνο. Χειρουργεία, μάχες, αγώνες δεν μπόρεσαν να τον κρατήσουν στην ζωή. Στην πατρίδα του τον ξεπροβοδίζουν με μαντινάδες. Όλη η Κρήτη θρηνεί, για τον κορυφαίο καλλιτέχνη, που δόξασε το νησί του, πέρα από τα σύνορα της χώρας. Αποχαιρετά τη σπουδαία φωνή, τη λεβεντιά του, το μοναδικό χαρακτήρα του. Αλλά και μια εποχή.
Σπύρος Δευτεραίος