Αυστηρή αργία στα σπίτια των Ποντίων την ημέρα της Υπαπαντής, τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας, όπως λέγεται στην ποντιακή διάλεκτο. Έτσι στις 2 Φεβρουαρίου, ημέρα που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες άρχιζε το ζευγάρωμα των πουλιών, αλίμονο σε εκείνον που δούλευε, καθώς ούτε η λέπρα τον αφήνει ούτε η ανέχεια, σύμφωνα με την παροιμία (αϊλί εκείνον π’ έκαμεν τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας. Μήτε η τζέπρα αφήν’ ατόν μήτε ανεχετία).
Μία από τις μονές στον Πόντο που πανηγύριζαν, και η οποία συγκέντρωνε μεγάλο αριθμό προσκυνητών, ήταν αυτή της (Μ)Πάλτ(ζ)σανας, βορειοανατολικά της Νικόπολης (Γαράσαρη).
Αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, γιόρταζε και του Ευαγγελισμού και τον Δεκαπενταύγουστο, συνολικά τρεις φορές το χρόνο.
Το μοναστήρι ήταν χτισμένο σε στρατηγικό σημείο, σε οχυρωματική θέση στο ομώνυμο ελληνόφωνο χωριό (Altınçevre σήμερα στα τουρκικά). Η πρόσβαση γινόταν από μία μόνο γέφυρα πάνω από τον ποταμό Σέερ Σου.
Ανάμεσα στα κειμήλια του και το Τετραευάγγελον του Καραχισάρ, που το ανακάλυψε ο Ρώσος διπλωμάτης Τίτοφ και το έκανε δώρο το 1854 στη βιβλιοθήκη της Πετρούπολης. Λέγεται ότι το ευαγγέλιο αυτό γράφτηκε είτε στην Κωνσταντινούπολη είτε στη Νίκαια και στάλθηκε ως δώρο σε άρχοντα Τραπεζούντιο· μεταφέρθηκε από την Τραπεζούντα στη Νικόπολη για ασφάλεια, σε κάποια περίοδο ταραχών.
Τελευταίος ηγούμενος της Μονής της Πάλτσανας ήταν ο Κύριλλος Μαυρομάτης ή Λοστορίδης, ο οποίος την περίοδο 1900-1904 ανέγειρε εκ θεμελίων το ετοιμόρροπο καθολικό.
Κατά την περίοδο της Γενοκτονίας το μοναστήρι έγινε τζαμί και τα υπόλοιπα κειμήλια εξαφανίστηκαν.