Μες στο Θησείο, βρε παιδιά, στου Πίκινου την μπίρα,
γλέντησε όλος ο ντουνιάς, Περαίας και Αθήνα.
Αμάν, άντρες-γυναίκες λέγανε πάμε παιδιά να πιούμε
στου φίλου μας του Πίκινου και να ξημερωθούμε.
Λέγανε πάμ’ ν’ ακούσουμε σαντούρι τον Γιαννάκη
και τραγουδάκια όμορφα από το Σαμιωτάκι.
Αμάν, τώρα καημένε Πίκινε ούτε μια παλιοτέντα
δεν έμεινε στην μπίρα σου για μια παλιοκουβέντα.
Ξύπνα καημένε Πίκινε από το μαύρο χώμα,
κι έλα να δεις τους φίλους σου που σε θυμούνται ακόμα.
Αμάν, οι φίλοι σου ρε Πίκινε για σένανε θρηνούνε
πως άδικα σε σκότωσαν, και μέσα τους πονούνε.
Το 1934 η φωνή του Κώστα Ρούκουνα έδωσε στην… αιωνιότητα μέσω της δισκογραφίας την ιστορία του Κωνσταντίνου Ααρών, δηλαδή του Πίκινου για τους ρεμπέτικους κύκλους.
Το «Σαμιωτάκι», όπως γνώριζαν τον Κώστα Ρούκουνα λόγω της καταγωγής του, ήταν μπροστά στη δολοφονία που έγινε μέσα στην μπιραρία, κυριολεκτικά για μια παλιοκουβέντα. Δεκαετίες αργότερα την ίδια ιστορία τραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας, καθώς «Ο Πίκινος» περιλαμβάνεται στο δίσκο 50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1975.
Γνωστός μάγκας της εποχής, ο Πίκινος διατηρούσε την «Μπίρα του Πίκινου» στο Θησείο – σήμερα στο ίδιο κτήριο είναι το εστιατόριο «Κάππαρη», στο 28 της οδού Ακάμαντος. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι μπιραρίες (ή απλά μπίρες) συναγωνίζονταν τις ταβέρνες, με την έννοια ότι ήταν στέκια για τους κουτσαβάκηδες και τους παλικαράδες, μεταξύ άλλων.
Το μαγαζί του Πίκινου το «τροφοδοτούσαν» και οι πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στις γύρω περιοχές, αλλά και σημαντικοί ρεμπέτες της εποχής. Έμενε ανοιχτό ως το πρωί της άλλης μέρας, και αν υπήρχε «γαζέτα», όπως αποκαλούσαν τα τάλιρα, ο τραγουδιστής έφτανε να λέει ακόμη και 100 αμανέδες σε μία βραδιά!
Για τον ιδιοκτήτη, ο Κώστας Ρούκουνας φέρεται να είχε πει: «Τέτοιο άντρα είναι δύσκολο στα χρόνια μας να βρεις. Κουβαρντάς, μπεσαλής, παλικάρι, κι ας τον έφαγε ένας χαμένος. Το ‘λεγε η ψυχή του. Εκεί να πούμε περνούσανε οι μεγαλύτεροι νταήδες στην εποχή αυτή, μπροστά του σούζα».
Στις 27 Ιουνίου του 1931 η ορχήστρα, ως συνήθως, είχε ξεκινήσει να παίζει από νωρίς. Από νωρίς είχε κάτσει και μια παρέα σοβατζήδων, 5-6 άτομα που έπιναν και έδιναν παραγγελιές. Όταν όμως η «Μπίρα του Πίκινου» άρχισε να γεμίζει και η ορχήστρα να παίζει τραγούδια που ζητούσαν και άλλοι, η παρέα παρεξηγήθηκε και άρχισε να βρίζει το γκαρσόνι.
Στο τραπέζι τους βρέθηκε ο Πίκινος, ο οποίος πήρε με τρόπο τον γερμανικό σουγιά που εμφάνισε ο ένας σοβατζής και εξήγησε ότι το μαγαζί ήταν για όλους. Όμως εκείνοι συνέχισαν να κάνουν φασαρία, φτάνοντας στο σημείο να χτυπήσουν με ποτήρι έναν μουσικό. Εκτός από τον Κώστα Ρούκουνα, τα άλλα μέλη της ορχήστρας ήταν ο Γιώργος Κερατζόπουλος στο βιολί και ο Κώστας Τζόβενος στο σαντούρι.
«Μάγκες, πληρώστε το λογαριασμό και δρόμο», ήταν η νέα παρέμβαση του Πίκινου. Οι σοβατζήδες πράγματι έφυγαν, αλλά ένας αποφάσισε να επιστρέψει, ο 25χρονος Κ. Ευγενικός. Οργισμένος ο ιδιοκτήτης όρμησε κατά πάνω του, και σε κλάσματα του δευτερολέπτου διπλώθηκε στα δύο ψελλίζοντας: «Με μαχαιρώσανε». Ήταν πλέον ξημερώματα Κυριακής 28 Ιουνίου 1931.
Στα 37 του άφησε την τελευταία του πνοή ο Πίκινος, μετά από 12 ημέρες στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Παρά τα σενάρια που γράφτηκαν εκείνη την εποχή, αιτία θανάτου ήταν η περιτονίτιδα. Η κηδεία του μετατράπηκε σε ρεμπέτικη σύναξη, με επικεφαλής τον αδελφό του Δημήτρη (Μήτσο) Ααρών, γνωστό με το ψευδώνυμο «Κανείς».
Τη δεκαετία του 1950 το κτήριο στέγασε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε κουτιά και απεικονίστηκε στην ταινία Το αμαξάκι. Αργότερα, λειτούργησε ως τυπογραφείο, μέχρι τη δεκαετία του 1970.