Έχει χαρακτηριστεί ως η πιο αιματηρή και αποτυχημένη αποστολή των αγγλοαμερικανικών συμμαχικών δυνάμεων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι η μαύρη 11η Ιανουαρίου 1944 κατά την οποία περίπου 700 άμαχοι στον Πειραιά σκοτώθηκαν, κτήρια και υποδομές καταστράφηκαν ολοσχερώς ή υπέστησαν μεγάλες ζημιές, και ένα μεγάλο προσφυγικό ρεύμα δημιουργήθηκε προς την Αθήνα.
Στην Κατοχή το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας έγινε στόχος 239 φορές, όμως κατά τη διάρκεια εκείνης της μοιραίας αποστολής σκοτώθηκαν περίπου τα ⅔ όσων συνολικά έχασαν τη ζωή από βομβαρδισμούς.
Παρά το γεγονός ότι στο ταφολόγιο στο νεκροταφείο της Ανάστασης υπάρχουν 492 ονόματα, τα θύματα υπολογίζονται σε 700 – ο Τύπος της εποχής έγραψε για έως 2.000 νεκρούς, αριθμός που δεν επιβεβαιώθηκε. Η διαφορά πάντως αποδίδεται στο ότι πολλοί θάφτηκαν σε μαζικούς τάφους, άλλοι πέθαναν στην Αθήνα όπου μεταφέρθηκαν τραυματισμένοι και άλλοι δεν δηλώθηκαν από τους συγγενείς προκειμένου να κρατήσουν τα δελτία τροφίμων τους.
Οι περισσότεροι νεκροί πάντως ανασύρθηκαν από δημόσια κτήρια (Μέγαρο ΙΚΑ, Εισαγγελία), από το εστιατόριο Βίρβου-Τελιώνη στη σημερινή Ηρώων Πολυτεχνείου και Τσαμαδού, το καταφύγιο στο κτήριο της Ηλεκτρικής Εταιρείας (εκεί καταπλακώθηκαν 65 μαθήτριες και δασκάλες της Δημοτικής Οικοκυρικής Σχολής), το εργοστάσιο του Παπουτσάνη, αλλά και από το σταθμό του Πειραιά που καταστράφηκε ολοσχερώς.
Επίσης βομβαρδίστηκαν επτά ναοί, τα Μέγαρα Ζερβού και Σπυράκη, το ιδιωτικό σχολείο της Κατρανίδου στην Κοκκινιά, το ξενοδοχείο Continental που είχε επιταχθεί, η Εμπορική Σχολή, η Σχολή Καλογραιών και ο Τιτάνιος Κήπος.
Σε διάγγελμά του ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης χαρακτήριζε τις επιθέσεις «ανοσιούργημα εναντίον του άμαχου πληθυσμού» και έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Ο λογοκριμένος Τύπος της εποχής μετέφερε εικόνες ισοπέδωσης, αιματοχυσίας και ολοκληρωτικής διάλυσης.
Τελικά όμως ο καταστροφικός εκείνος βομβαρδισμός ήταν εσκεμμένη συμμαχική ενέργεια ή απόλυτο λάθος; Η βρετανική RAF και η αμερικανική USAAF επιχειρούσαν μαζί ήδη έναν χρόνο με βάση την «Οδηγία της Καζαμπλάνκας» πλήττοντας στρατηγικούς στόχους, κυρίως λιμάνια, αποθήκες και σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις.
Μέρες νωρίτερα το BBC είχε μεταδώσει ότι επίκειται βομβαρδισμός του Πειραιά καθώς εκεί υπήρχαν 31 σκάφη υπό τις διαταγές του γερμανικού ναυτικού. Στις 11:30 το πρωί της 11ης Ιανουαρίου 1944 στην οροφή του Μεγάρου Βάττη στο λιμάνι υψώθηκε μικρή ασπρόμαυρη σημαία που προειδοποιούσε τα πλοία. Στις 12:35, την ώρα που ο κόσμος βρισκόταν στους δρόμους, ακούστηκε η πρώτη σειρήνα, η δεύτερη στις 19:22 και η τρίτη στις 21:57.
Οι αμερικανικές βόμβες ήταν αυτές που έπληξαν το ιστορικό κέντρο του Πειραιά, ωστόσο οι βρετανικές, παρόλο που κατάφεραν να βυθίσουν πλοίο μεταξύ Δραπετσώνας και Ψυττάλειας, ταυτοχρόνως ανέκοψαν κάθε προσπάθεια ανάσυρσης εγκλωβισμένων από τα ερείπια.
Αποχαρακτηρισμένα έγγραφα που παρουσίασε η Εφημερίδα των Συντακτών αναφέρουν ότι τα βομβαρδιστικά είχαν μεγάλες απώλειες, χωρίς καν να αντιμετωπίσουν τα γερμανικά αεροσκάφη. Πετώντας μέσα σε πυκνά σύννεφα και με μηδενική ορατότητα πολλά συγκρούονταν στον αέρα μεταξύ τους – χάθηκαν 6 αμερικανικά βομβαρδιστικά και 8 βρετανικά, μαζί με δύο μαχητικά!
Επίσης, τα συμμαχικά αεροσκάφη αναγκάστηκαν να πετούν ψηλά λόγω του καταιγισμού πυρών από τα πυροβολεία του Αιγάλεω, της Δραπετσώνας, της Ευγένειας και του Προφήτη Ηλία, καθώς και λόγω των προβολέων.
Κάπως έτσι προκύπτει ότι ο Πειραιάς βομβαρδίστηκε σχεδόν στην τύχη. «Καλύτερη κατάρτιση, καλύτερες επικοινωνίες, περισσότερη τύχη ή ίσως μία συνετή στροφή 360 μοιρών μπορούσαν να είχαν αποτρέψει αυτή την τραγωδία», αναφέρει ο άγνωστος συντάκτης της απολογιστικής αναφοράς της αποστολής.
Το έγγραφο, όπως επισημαίνει η Εφημερίδα των Συντακτών, υπάρχει στην ιστοσελίδα των βετεράνων της 301ης Ομάδας Βομβαρδιστικών της Βρετανικής Αεροπορίας.
Ο Στέλιος Μπινιάρης στο χρονικό Ο Πειραιάς του Μεσοπολέμου και της Κατοχής περιέγραψε: «Τα αεροπλάνα, σαν σε ειδοποίηση για τον άμαχο πληθυσμό, διαγράψανε μια-δυο φορές κύκλους πριν αρχίσουν να ρίχνουν τις βόμβες τους για να δώσουν χρόνο στον πληθυσμό να πάει στα καταφύγια. Ύστερα από λίγη ώρα οι βόμβες, που για αλλού πηγαίνανε κι’ αλλού πέσανε, άρχισαν να πέφτουν σωρό και δημιούργησαν τη συμφορά».
Την ίδια εκδοχή του χάους υποστήριξε και ο Γιάννης Χατζημανωλάκης. Στο περιοδικό Πειραϊκά έγραψε: «Ο βομβαρδισμός υπήρξε και άστοχος και άσκοπος, αφού οι βόμβες, ιδιαίτερα των αμερικανικών αεροπλάνων, δεν έπληξαν κανένα στόχο. […] Βομβάρδιζαν την πόλη χωρίς να πλήττουν κανένα πολεμικό στόχο, έτσι στην τύχη, θα έλεγε κανείς».
Ο απολογισμός στο γερμανικό στρατόπεδο ήταν 8 νεκροί στρατιώτες και καμία ζημιά σε στρατιωτικές και σημαντικές εγκαταστάσεις, όπως είναι ο ναύσταθμος ή τα ναυπηγεία Περάματος.
Η εκατόμβη νεκρών και η δικαιολογημένη οργή και θλίψη εναντίον των συμμάχων αποτέλεσαν βούτυρο στο ψωμί της γερμανικής προπαγάνδας – λίγους μήνες αργότερα εκδόθηκε και αναμνηστικό γραμματόσημο. Ο βομβαρδισμός του Πειραιά έγινε την ώρα που από τα πολεμικά μέτωπα έφταναν ενθαρρυντικά νέα για νίκη των συμμάχων, ο Ερυθρός Σταυρός είχε αυξήσει τις αποστολές τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, και η Αντίσταση ήταν στο απόγειό της.