Υπήρξε από τον 5ο αιώνα κέντρο πολλών πνευματικών και θρησκευτικών ανατάσεων. Εδώ για πρώτη φορά ακούστηκαν οι επινίκιοι ύμνοι της εκκλησίας, εδώ αντήχησε για πρώτη φορά ο Ακάθιστος Ύμνος. Στις Βλαχέρνες έστησαν οι βασιλείς, κατά καιρούς, θυσιαστήρια και αγιάσματα.
Στη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου προσευχόταν ο λαός, για να λάβει ίαση.
Η Παναγία των Βλαχερνών εξακολουθεί ν’ αποτελεί αγαπημένο προσκύνημα όχι μόνο των Ρωμιών της Πόλης, αλλά κι όλων των επισκεπτών που εκστατικά την προσκυνούν και λαμβάνουν την χάρη της μέσω του δροσερού αγιάσματός της.
Βρίσκεται στην περιοχή Fatih, χωροταξικά κατόπιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, περίπου ένα χιλιόμετρο.
Ο τόπος και η ονομασία του αγιάσματος
Πολλές είναι οι εκδοχές για την ερμηνεία του τοπωνυμίου Βλαχέρνες.
Ο περίφημος γεωγράφος της αρχαιότητας Στράβων, εξιστορώντας τα του Κεράτιου γράφει, ότι ο κόλπος αρχίζει ευθύς αμέσως από το τείχος του Βυζαντίου, προχωρεί προς τη δύση και μοιάζει με κέρατο ελαφιού. Σχίζεται σε μικρότερους κόλπους, σαν κλαδί, μέσα στους οποίους εισχωρούν παλαμίδες.
Ο χώρος στα αριστερά του Κεράτιου κόλπου ονομάστηκε, εκ παραφθοράς, από την λέξη παλαμίδες σε «παλαμίδες ή λακέρδαι ή Βλαχέρναι».
Ο Γεώργιος Κωδινός, Έλληνας λόγιος του 15ου αιώνα, παρουσιάζει άλλη εκδοχή. Αναφέρει, ότι οι Βλαχέρνες ήταν μια περιοχή εκτός του χερσαίου τείχους του Θεοδοσίου του Β’, με πόσιμα νερά και πλούσια βλάστηση.
Ενδεχομένως, η ονομασία να προέρχεται από τα βλάχνα, τις φτέρες, ή από το φόνο ενός Βλάχου, μιας και η περιοχή κατοικείτο από Βλάχους, δηλαδή βοσκούς.
Ο Ι. Β. Παπαδόπουλος, στο βιβλίο του Αι Βλαχέρναι, αναφέρει ότι η ετοιμολογία του ονόματος Βλαχέρνες έχει σχέση με την ολόσωμη μαρμάρινη εικόνα της Θεοτόκου, που βρίσκεται στο αρχαίο αγίασμα των Βλαχερνών. Ο λαός όταν βρέθηκε σε δύσκολές περιστάσεις επικαλέστηκε τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας, «βάλε το χέρι σου Παναγιά μου, βάλε χείρα, Βλαχέρνα».
Ο ναός
Το ναό τον έκτισε η αυτοκράτειρα Πουλχερία το 453 μ.Χ., αλλά ολοκληρώθηκε επί Λέοντος Α’ (457-474).
Απέκτησε ιδιαιτερότητα, μοναδικότητα και λάμψη, ιδιαίτερα με τη δημιουργία του αγίου λούσματος και του αγιάσματος.
Τότε χτίστηκε το παρεκκλήσιο της Αγίας Σορού, για να δεχτή το ωμοφόριο και την Τίμια Εσθήτα (φόρεμα) της Θεοτόκου, που μετέφεραν οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος από την Παλαιστίνη το 473. Έκτοτε παραχωρήθηκαν στο ναό σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, κυρίως κτήματα. Ο Ιουστινιανός, επί της βασιλείας του θείου του Ιουστίνου Α’ (518-527), τροποποίησε και τελειοποίησε το αρχικό οικοδόμημα.
Το ιερό των Βλαχερνών το αποτελούσαν τρία κτήρια: η κεντρική εκκλησία, το παρεκκλήσιο των λειψάνων και το λούσμα.
Η εκκλησία είχε το σχήμα της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής, όπως οι αντίστοιχες Παναγία των Χαλκοπρατείων και η μονή του Στουδίου.
Το παρεκκλήσιο των λειψάνων ή παρεκκλήσιο της Αγίας Σορού ήταν κυκλικό κτίσμα με νάρθηκα που βρισκόταν στα νότια του ιερού του ναού και φιλοξενούσε, εκτός από λείψανο πολλών Αγίων, το ωμοφόριο της Θεοτόκου, το πέπλο της και την Τίμια Ζώνη.
Το λούσμα χωριζόταν σε τρία μέρη: την ιματιοθήκη, τη δεξαμενή και τον Άγιο Φωτεινό και επικοινωνούσε με το παρεκκλήσιο. Στεγαζόταν με θόλο και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με εικόνες.
Σε ειδική κόγχη βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας. Η δεξαμενή, στο νερό της οποίας κατέβαινε κάθε Παρασκευή ο αυτοκράτωρ και λουζόταν, βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας.
Ολόκληρο το κτηριακό συγκρότημα κάηκε το 1434, λίγο πριν την Άλωση. Μετά την Άλωση τα πάντα ερειπώθηκαν και έμεινε μόνο ο χώρος του αγιάσματος.
Μέχρι και το 1867 την περιοχή την κατείχαν οι Οθωμανοί, ώσπου αγοράστηκε από τη συντεχνία των Ορθόδοξων Ελλήνων γουναράδων, οι οποίοι έχτισαν πάνω από το αγίασμα ναΐσκο. Επίσης υπάρχει στο πίσω μέρος οίκημα όπου στεγάζεται η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών.
Η εικόνα της Παναγίας
Το 626 η Παναγία η Βλαχέρνα βοήθησε στη σωτηρία της Πόλης, όταν πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα των Αβάρων.
Η εικόνα της Βλαχερνίτισσας λιτανεύτηκε στις επάλξεις, από τον Πατριάρχη Σέργιο και το λαό. Η πολιορκία λύθηκε, η Πόλη σώθηκε και η σωτηρία αποδόθηκε στην Παναγία, που για χάρη της σύσσωμος ο λαός αγρύπνησε, στον ιστορικό ναό, ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο.
Η Βλαχέρνα υπήρξε λατρευτικό κέντρο των Ορθοδόξων παράλληλο με την Αγία Σοφία. Έτσι στα χρόνια της εικονομαχίας, οι εικονογραφίες του ναού αντικαταστάθηκαν από παραστάσεις δέντρων, πτηνών και θηρίων. Τότε ήταν που εξαφανίστηκε η ξύλινη, αργυρόχρυση και ιστορική εικόνα της Παναγίας, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, ξαναβρέθηκε το 1030 κρυμμένη στον τοίχο κατά τις εργασίες ανακαίνισης που έγιναν επί Ρωμανού Γ’ του Αργυρού.
Το 843, με τη λήξη της Εικονομαχίας, από το ναό των Βλαχερνών ξεκίνησε η γιορτή της Ορθοδοξίας, που καθιερώθηκε για τον θρίαμβο των εικόνων.
Μετά το 1204 κατέλαβαν το ναό οι Λατίνοι, μέχρις ότου τον εξαγόρασε ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατατζής από τους Καθολικούς. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και έφεραν στις εκστρατείες μαζί τους μια εικόνα της Βλαχερνίτισσας.
Η ελληνική κοινότητα του αγιάσματος
Το Ιερό αγίασμα Παναγίας Βλαχερνών και το αγίασμα του Αγίου Δημητρίου Ξυλοπόρτη, που διατέλεσε Πατριαρχικός Ναός και βρίσκεται παρακείμενα, αποτελούσαν κοινότητα.
Σήμερα βεβαίως είναι χωρίς κατοίκους Ρωμιούς στα καταστατικά της. Η Παναγία των Βλαχερνών έχει έναν μόνιμο ενορίτη και λειτουργία γίνεται κάθε Παρασκευή.
Όταν ψάλλεται ο ύμνος για την Υπέρμαχω στρατηγό, εντός του αγιάσματος οι δονήσεις που αισθάνεται ο προσκυνητής είναι πρωτόγνωρες. Με έκσταση πνευματική, οι οφθαλμοί της ψυχής ατενίζουν τους νοητούς ουρανούς του χρόνου και ταξιδεύουν στο παρελθόν, κάνοντας την ψυχή μάρτυρα των έξοχων παλαιών λιτανειών και ένδοξων εκδηλώσεων.
Θωμαΐς Κιζιρίδου