Ο πεζός κανόνας των Χριστουγέννων του Αγίου Κοσμά του ποιητή. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος.
Ωδὴ ς’
Όπως τον είχε καταπιεί ολάκερο με μιας του, το τέρας το θαλάσσιο τον Ιωνά, κατόπιν
τον ξέρασ’ απ’ τα σπλάγχνα του και ζωντανό τον βγάζει σα να ‘ταν κάνα έμβρυο – κι ας βγήκ’ από το στόμα…
Κι απ’ την Παρθένο Παναγιά όπου φώλιασε ο Λόγος και σάρκ’ ανθρώπου έλαβε,
πέρασε και γεννήθηκε διακριτικά, ανεπαίσθητα, κι άβλαφτη Την αφήνει.
Ακέρια Την διαφύλαξε, καθώς ενώ Τον γέννησε, έμεινε όπως πρώτα.
Και ο Θεός μας ο Χριστός που ήταν γεννημένος απ’ Τον Θεό Πατέρα μας προτού υπάρξ’ ο κόσμος, ήρθε στη γη, ενσαρκώθηκε.
Κι αν πεις στο Θείο στράτευμα, πως όλοι οι άχραντ’ Άγγελοι κι οι Ουράνιες δυνάμεις,
είναι μαθές το ιππικό, τάχατες ποιος νομίζεις πως είν’ ο Ένας, ο Ισχυρός που τους κρατά τα γκέμια;
Κι όμως, Αυτόν για δες Τον! Νιογέννητ’ αναπαύεται στη φάτνη των αλόγων.
Και ποιον Τον δένουν με πανιά; Και ποιον τον σπαργανώνουν; Αυτόν π’ ήρθε να λύσει, τους κόμπους των αμαρτιών που ‘χουμε όλοι κουβάρια.
Και τώρα νιούτσικο παιδί, έρχεται και γεννιέται, Υιός είν’ που σαρκώνεται, τ’ Αδάμ τη φύση παίρνει, και χάρισμά τους δίνεται σε όσους Τον πιστέψουν.
Μην ξεγελιέτ’ όμως κανείς, Αυτός είν’ ο Πατέρας, Αυτός είναι ο Άρχοντας της μέλλουσας ζωής. Αυτός είν’ που τον λένε, Άγγελο της μεγάλης, της Θεϊκής Βουλής.
Αυτός είναι ο Ισχυρός στ’ Αγιο-Θεός που λέμε, κι όλη την Κτίση την κρατά, τα πάντα εξουσιάζει.
Ωδὴ ζ´
Τρία παιδιά που ‘χαν μαζί ανατραφεί παρέα και είχανε ευσέβεια, δεν στέρξαν στο αντίθεο το πρόσταγμα που βγήκε, και το περιφρονήσανε.
Έβαλαν να τους κάψουνε, μ ‘αυτοί δεν φοβηθήκαν· μέσα στις φλόγες στέκουνταν όρθιοι και γενναίοι και ψέλνανε με μια φωνή:
Θεέ Συ των πατέρων μας, σε Σένα όλ’ η δόξα.
Και οι βοσκοί όπως κάθονταν έξω στην άγρια φύση, είδαν μια λάμψη ανείπωτη.
Τους έλουσε παντού με φως η δόξα του Κυρίου
κι Άγγελος εμφανίστηκε κι αυτό τους παραγγέλνει:
με ύμνους δοξάστε τον Θεό, γεννήθηκ΄ο Χριστός μας.
Θεέ Συ των πατέρων μας, σε Σένα όλ’ η δόξα.
Μ’ αυτό που είπ’ ο Άγγελος, ξάφνου αρχίζουν όλα τ’ Ουράνια στρατεύματα
να υμνολογούνε δυνατά και Του Θεού να ψέλνουν:
Δόξα στα επουράνια, σ’ όλη τη γη ειρήνη,
κι η Χάρη του Τριαδικού Θεού να σκέπει τους ανθρώπους,
γιατί ανέτειλ’ ο Χριστός, σ’ όλον τον κόσμο λάμπει.
Θεέ Συ των πατέρων μας, σε Σένα όλ’ η δόξα.
Ο λόγος που ακούσαμε, άραγε τι σημαίνει; Αναρωτιόνταν οι βοσκοί και τέτοια λόγια λέγαν:
ας πάμε τώρα από εκεί να δούμε τι έχει γίνει, να δούμε αν είναι ο Χριστός,
Θεός ο σαρκωμένος.
Και φτάνοντας στη Βηθλεέμ, τον βλέπουν με τα μάτια τους, πέσαν και προσκυνήσαν κι Εκείνον και τη Μάνα Του και έτσ’ υμνολογούσαν:
Θεέ Συ των πατέρων μας, σε Σένα όλ’ η δόξα.
Ωδὴ η’
Το θαύμα το απίστευτο συμβόλισε η κάμινος που ‘καιγε και εξέπεμπε δροσούλα αντί για λάβρα.
Όπως κι αυτή δεν δέχτηκε να κάψει τους τρεις νέους, έτσι και της Θεότητας το πυρ φοβερό καλοσυνάτο στάθηκε στα μέσα της Παρθένου.
Γι’ αυτό, ας αναπέμψουμε ύμνο προς τον Θεό μας:
Η κτίση τώρ’ ολάκερη τον Κύριο ας δοξάζει, μ’ εγκώμια ας τον ανυμνεί πάντοτε και για πάντα.
Άλλοτε πάλι η τρομερή κόρη της Βαβυλώνας, σκλάβωσε με το δόρυ της το κράτος του Δαυίδ κι όλα τα τέκνα της Σιών αιχμάλωτα τα σέρνει, για να τα πάει μακριά.
Μα τώρα και η ίδια της δώρα αντί για δόρυ στέλνει με τρία τέκνα της, στέλνει με τους τρεις μάγους.
Κι αυτοί πέφτουν και προσκυνούν με σεβασμό μεγάλο την κόρη τούτην του Δαυίδ που ΄γινε Θεοδόχος.
Γι’ αυτό, ας αναπέμψουμε ύμνο προς τον Θεό μας:
Η κτίση τώρ’ ολάκερη τον Κύριο ας δοξάζει, μ’ εγκώμια ας τον ανυμνεί πάντοτε και για πάντα.
Τα μουσικά τους όργανα τα ‘χε βουβάν’ η θλίψη·
πού να τη βρουν την όρεξη τραγούδια για να πούνε, τα έρμα τα παιδάκια σου Σιών εκεί στα ξένα.
Τώρα, όμως, ανέτειλε ο Χριστός στη Βηθλεέμ· τις πλάνες τώρα διέλυσε όλες της Βαβυλώνας κι είν’ η δική της μουσική που τώρα πια σωπαίνει.
Γι’ αυτό, ας αναπέμψουμε ύμνο προς τον Θεό μας:
Η κτίση τώρ’ ολάκερη τον Κύριο ας δοξάζει, μ’ εγκώμια ας τον ανυμνεί πάντοτε και για πάντα.
Της Σιών τη Βασιλεύουσα την σκύλεψαν τελείως, με τα όπλα την κατάκτησαν, της κλέψανε τον πλούτο.
Μα σαν γεννιέται ο Χριστός τους αρπαγμένους θησαυρούς στη Σιών τους φέρνει πίσω·
κι οι βασιλιάδες των εχθρών που μελετούσαν τ’ άστρα, σαν μαγεμένοι ακολουθούν τ’ αστέρι που τους οδηγεί μ’ ακαταμάχητ’ έλξη.
Γι’ αυτό, ας αναπέμψουμε ύμνο προς τον Θεό μας:
Η κτίση τώρ’ ολάκερη τον Κύριο ας δοξάζει, μ’ εγκώμια ας τον ανυμνεί πάντοτε και για πάντα.
Ωδὴ θ´
Μυστήριο αλλόκοτο, παράδοξο τελείως που βλέπουνε τα μάτια μου!
Την ταπεινή αυτή σπηλιά σαν ουρανό τη βλέπω,
και την Παρθένο Παναγιά σαν του Θεού τον Θρόνο, εκείνον που τον κουβαλούν τα Χερουβίμ στους ώμους.
Κι αυτή η φάτνη η ταπεινή βρέθηκε να ‘ν’ ο χώρος, που ξάπλωσε και χώρεσε ο Χριστός μας και Θεός μας, π’ αν δεν το στέρξει δεν χωρά μήτε στον κόσμο ολάκερο – στο σύμπαν που ‘χει φτιάξει.
Αυτός είν’ ο Θεός μας που μ’ ύμνους τον δοξάζουμε.
Βλέποντας οι τρεις Μάγοι, μια διαδρομή υπέροχη που άνοιγε μπροστά τους,
ένα αστέρι νιόκοπο που ήρθε από το πουθενά στα ξαφνικά να λάμψει
με φέγγος μεγαλύτερο από τα όσα είχ’ ο ουρανός αστέρια μέχρι τότε,
στα σίγουρα κατάλαβαν πως έφτασε ο Βασιλιάς ολάκερης της πλάσης.
Στη Βηθλεέμ γεννήθηκε, όλους για να μας σώσει.
Κι έλεγαν και ρωτούσανε οι Μάγοι που ‘χαν φτάσει:
«Πού ‘ναι το νεογέννητο; Πού είναι το παιδάκι που Βασιλιάς θε να γενεί,
καθώς δείχνει τ’ αστέρι Του στον ουρανό π’ εφάνη;
Για να το προσκυνήσουμε κάναμε τόσο δρόμο».
Κι ακούγοντάς τα όλ’ αυτά μάνιαζε ο Ηρώδης και ταραχή τον έπιασε.
Κι έλεγε και διακήρυσσε, κόμπαζ’ ο Θεομάχος, πως θα σκοτώσει τον Χριστό.
Πότε γεννήθηκ’ ο Χριστός, λογάριασ’ ο Ηρώδης, αφού κι αυτός μελέτησε την κίνηση τ’ αστέρα, που στη Βηθλεέμ οδήγησε του Μάγους για να πάνε,
Χριστό να προσκυνήσουνε, τα δώρα τους να δώσουν.
Τ’ αστέρι, όμως, τους οδηγεί τώρα να επιστρέψουν, να πάνε στην πατρίδα τους·
κι εγκαταλείπουν πίσω τους τον φοβερό Ηρώδη.
Τον δολοφόνο των παιδιών που μάταια τους περίμενε αναφορά να δώσουν, έτσι τον ξεγελάσανε.