Δεκαπέντε χρονών ήταν η Κατίνα Εμμανουηλίδου (πραγματικό όνομα Μαριάνθη Πισπιλόγλου) όταν με τη μητέρα και την αδερφή της κατέληξε στην Κοκκινιά του Πειραιά, κυνηγημένη από τους τσέτες και ξεριζωμένη από τα Θείρα της Σμύρνης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η γεννημένη το 1907 Μικρασιάτισσα ίσως και να μην είχε γράψει το όνομά της στον Τύπο της εποχής εάν την Πρωτοχρονιά του 1933 δεν είχε αποδράσει από τις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ που βρίσκονταν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας στην Αθήνα.
Όταν ήρθε στην Ελλάδα ξεκίνησε να εργάζεται ως υπηρέτρια. Όμως ο ιδιοκτήτης του σπιτιού προσπάθησε να τη βιάσει και έτσι εκείνη αναζήτησε δουλειά σε καπνεργοστάσιο του Πειραιά.
Το συνδικαλιστικό «βάπτισμα του πυρός» το πήρε στη μεγάλη καπνεργατική απεργία του 1927 – οι καπνεργάτες ήταν τότε ο ισχυρότερος κλάδος στην εργατική τάξη της Ελλάδας.
Η πρώτη σύλληψή της έγινε την 1η Μαΐου 1930 στου Ρέντη. Έναν χρόνο νωρίτερα είχε προσχωρήσει στην Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας – Αρχειομαρξιστών (ΚΟΜΛΕΑ), υπό τον Δημήτρη Γιωτόπουλο και τον Γιώργο Βιτσώρη.
Εκείνη την εργατική Πρωτομαγιά η Κατίνα Εμμανουηλίδου ήταν εκπρόσωπος των γυναικών της ΚΟΜΛΕΑ στη συγκέντρωση. Αν και ξυλοκοπήθηκε και καταδικάστηκε σε έναν μήνα φυλάκιση, συνέχισε τη συνδικαλιστική της δράση, την οποία επέκτεινε και στα υπόλοιπα καπνεργοστάσια του Πειραιά.
Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς αναγκάστηκε να φύγει στη Θεσσαλονίκη υπό το φόβο νέων διώξεων καθώς προσπαθούσε εκ νέου να οργανώσει τις καπνεργάτριες. Εντούτοις, το 1931 συνελήφθη για δεύτερη φορά κατά τη διάρκεια διαδήλωσης και καταδικάστηκε σε τέσσερις μήνες φυλάκιση.
Η τρίτη σύλληψη έγινε και πάλι Πρωτομαγιά, του 1932. Η Κατίνα Εμμανουλίδου είχε οριστεί από την Οργάνωση ως ομιλήτρια στην απεργιακή συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή της Λεωφόρου Στρατού με την Παρασκευοπούλου. Μιας και είχε κηρυχθεί παράνομη, ήταν υπό τον στενό κλοιό ισχυρών δυνάμεων της χωροφυλακής, αλλά και μελών παρακρατικών οργανώσεων.
Πρώτος ξεκίνησε να μιλάει εκπρόσωπος του ΚΚΕ – η πολιτική πρόταση του επικεφαλής της ΚΟΜΛΕΑ Δημήτρη Γιωτόπουλου ήταν η μετωπική σύγκρουση με το ΚΚΕ, ακόμα και με τη βία. Έτσι, η Κατίνα Εμμανουηλίδου περιέγραψε αργότερα για το πώς κατέληξε πάνω σε ένα τραμ να βγάζει λόγο: «Εκεί, βλέποντας τη λιποταξία του ομιλητή, ο οποίος περιορίστηκε να πει δύο λέξεις και μόλις αντίκρισε τις αστυνομικές δυνάμεις από μακριά έφυγε, πήρα το λόγο. Σταματώντας το τραμ που πέρναγε εκείνη τη στιγμή άρχισα να μιλώ στους συγκεντρωμένους για το ιστορικό της Πρωτομαγιάς».
Για ακόμα μία φορά η Σμυρνιά καπνεργάτρια ξυλοκοπήθηκε και μαζί με άλλους κομμουνιστές οδηγήθηκε στο τμήμα. Χρειάστηκε να δώσουν μάχη οι σύντροφοί της που ήταν απ’ έξω προκειμένου να της επιτραπεί να έχει μαζί την μόλις δύο μηνών κόρη της, ώστε να μπορεί να τη θηλάζει. Πατέρας του παιδιού ήταν ο Σωτήρης Τσιγαρίδης (Ποντίκης), κορυφαίο στέλεχος της ΚΟΜΛΕΑ στη βόρεια Ελλάδα.
Τρεις ημέρες αργότερα οδηγήθηκε σε δίκη, που έγινε τελικά κεκλεισμένων των θυρών λόγω των εργατών που είχαν συγκεντρωθεί. «Δεν μπορούμε να ’χουμε τους καταχραστές και τους εργοδότες να τρώνε τον ιδρώτα τον δικό μας, ν’ απολαμβάνουν τα αγαθά του πολιτισμού με τη δουλειά τη δική μας. Αγωνιζόμαστε για την καλύτερη ζωή της εργατικής τάξης, για την κατάπαυση της εκμετάλλευσης», είπε στην απολογία της.
Με βάση το παρελθόν της καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση και σε δύο χρόνια εξορία στη Γαύδο. Η ποινή παρέμεινε αμετάβλητη στο Εφετείο.
Τον Αύγουστο του 1932 μαζί με το παιδί της μεταφέρθηκε από τις φυλακές Θεσσαλονίκης στις φυλακές Αβέρωφ. Ως πολιτική κρατούμενη δεν είχε δικαίωμα προαυλισμού και πρόσβαση σε βιβλία. Στις 23 Αυγούστου χτυπήθηκε και βασανίστηκε όταν πρωτοστάτησε σε παράσταση διαμαρτυρίας στον επιθεωρητή του υπουργείου Δικαιοσύνης. Εντούτοις, οι κρατούμενες κατάφεραν να κερδίσουν το δικαίωμα να προαυλίζονται δύο φορές την ημέρα.
Παρά το γεγονός ότι η υγεία της ήταν επιβαρυμένη –είχε καρκίνωμα ανάμεσα σε λάρυγγα και μύτη–, άρχισε να σχεδιάζει το σχέδιο της απόδρασης, το οποίο χρειάστηκε να πάρει την έγκριση από τους συντρόφους της στην ΚΟΜΛΕΑ. Σε κάθε επισκεπτήριο εξέταζαν μαζί τις λεπτομέρειες.
Καθώς μπορούσε πλέον να προαυλίζεται ήταν σε θέση να παρατηρήσει ότι η βορειοανατολική πλευρά των φυλακών ήταν η μοναδική που δεν είχε φρουρό. Δίπλα υπήρχε ο φούρνος όπου διανυκτέρευε πάντα ένας υπάλληλος, με εξαίρεση τις Κυριακές και τις αργίες. Το κελί της ήταν το τελευταίο σε αυτή την πλευρά, με ένα παράθυρο με κάγκελα, περίπου έξι μέτρα από το έδαφος.
Το σχέδιο ήταν να πριονίσει δύο από τα τέσσερα κάγκελα με μία λεπτή λίμα, να πηδήξει από το παράθυρο στο προαύλιο χρησιμοποιώντας σεντόνια και μετά να περάσει το φράχτη. Από την άλλη μεριά θα περίμεναν οι σύντροφοί της, με ένα σκοινί για να πιαστεί.
Το πώς θα άφηνε την μόλις εννέα μηνών κόρη της την απασχολούσε έντονα, δίσταζε να την αποχωριστεί. Παρά τη σύσταση των γιατρών, τη θήλαζε ακόμα. Τελικά τη φυγάδευσε μέσω ενός θυρωρού, με ένα σημείωμα προς τους συντρόφους της – το όνομα που πήρε ήταν Πελαγία, από τον πρώτο αρχειομαρξιστή της Θεσσαλονίκης, Πελάγιο.
Τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς του 1933 η Κατίνα Εμμανουηλίδου κατάφερε να δραπετεύσει. Η διευθύντρια κατάλαβε τι είχε συμβεί την επόμενη ημέρα, όταν είδε τα σεντόνια και το σκοινί. Η καταμέτρηση έδειξε ποια έλειπε – λέγεται ότι τη στιγμή της αποκάλυψης υπήρξαν χειροκροτήματα.
Οι δύο συγκρατούμενές της υποβλήθηκαν σε πολύωρη ανάκριση και βασανιστήρια, όμως δεν έδωσαν καμία πληροφορία – μία από τις δύο, η Μπεφάνη που ήταν μέλος του ΚΚΕ, κατέληξε σε κρίσιμη κατάσταση.
Επίσης, ακολούθησαν αθρόες συλλήψεις, και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Η Γενική Ασφάλεια προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βρει πού κρυβόταν.
Αυτή ήταν η πρώτη απόδραση γυναίκας πολιτικής κρατούμενης στην Ελλάδα. Τον Μάρτιο του 1932 είχε αποδράσει από τις φυλακές Συγγρού ο Μιχάλης Μπεζαντάκος, με τον οποίο τη συνέκρινε ο Τύπος.
Στα δημοσιεύματα τονιζόταν ότι ενδεχομένως η Κατίνα Εμμανουηλίδου να είχε φυγαδευτεί στη Ρωσία, ότι αν οι δύο συγκρατούμενες της δεν ήταν «χοντρές» ίσως να είχαν φύγει και εκείνες, και ότι η απόδραση ήταν μυθιστορηματική και σπουδαία διότι το είχε σκάσει γυναίκα – «όταν οι γυναίκες εξισούνται με τους άνδρες» έγραψε η εφημερίδα Πατρίς.
Τελικά η διοίκηση των φυλακών Αβέρωφ κατέληξε ότι έφταιγε η ελλιπής φρούρηση.
Για μήνες η Κατίνα Εμμανουηλίδου ζούσε στην παρανομία, σε σπίτια συντρόφων και φίλων της. Η βλάβη στην υγεία της όμως ήταν πλέον μη αναστρέψιμη, καθώς στη φυλακή της είχαν αρνηθεί τόσο τα φάρμακα όσο και την εγχείρηση που είχε συστήσει γιατρός που την εξέτασε.
Αν και η ΚΟΜΛΕΑ κατάφερε να τη μεταφέρει με άκρα μυστικότητα στο «Ιπποκράτειο», τελικά άφησε εκεί την τελευταία της πνοή στις 3 Απριλίου 1933, σε ηλικία 26 ετών.
Η κηδεία της έγινε στο Α’ Νεκροταφείο. Πάνω από 500 εργάτες τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία τραγουδώντας, σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης.
Έρευνα: Γεωργία Βορύλλα