Ο πεζός κανόνας των Χριστουγέννων του Αγίου Κοσμά του ποιητή. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας.
Ωδὴ α´
Χριστός γεννιέται σήμερα, δώστε Του χίλιες δόξες.
Χριστός από τον Ουρανό· μ’ Αυτόν που ήρθ’ από ψηλά, τρέξτε ν’ ανταμωθείτε.
Χριστός πατεί πάνω στη γη· ώρα ν’ ανορθωθείτε.
Να ψάλει ύμνους όλ’ η γη στον Κύριο είν’ ώρα,
κι όλ’ οι λαοί χαρμόσυνα τώρ’ ας Τον ανυμνήσουν,
ότι στ’ αλήθεια μόν’ Αυτός Πανένδοξος υπάρχει.
Αυτόν που μια ανυπακοή τον γκρέμισ’ εδώ χάμω,
κι ας ήτανε απ’ τον Θεό πλασμένος κατ’ εικόνα·
τον π’ όλη του την ύπαρξη βούτηξε στη φθορά,
καθώς στο πιο σημαντικό βρήκε να ξαστοχήσει –και έχασε ο δύσμοιρος τη Θεία του ζωή–
έρχεται τώρα ο Σοφός Δημιουργός του κόσμου, το πλάσμα Του που έσφαλε να αποκαταστήσει,
ότι στ’ αλήθεια μόν’ Αυτός Πανένδοξος υπάρχει.
Τον άνθρωπο οπού ’φτιαξε με τα δικά Του χέρια,
τον βλέπει ο Κτίστης του παντός να πάει στο χαμό του·
και παίρνει την απόφαση· στον ουρανό πατάει και τον λυγίζει ως την γη τον κάνει σκαλοπάτι και κάνει δύο δρασκελιές και κατεβαίνει κάτω.
Βρίσκει μια θεία και αγνή, μία Παρθένο κόρη κι ανθρώπινη υπόσταση λαμβάνει εξολοκλήρου· στ’ αλήθεια ενανθρωπίζεται, σάρκα κι οστά λαμβάνει,
ότι στ’ αλήθεια μόν’ Αυτός Πανένδοξος υπάρχει.
Σοφία, Λόγος, Δύναμη του Τριαδικού Θεού,
είν’ του Πατέρα και Θεού Υιός μονογενής,
το Φως Του είν’ το αΐδιο.
Αυτός είν’ ο Χριστός, ο αληθινός μας ο Θεός,
που όσες είν’ δυνάμεις, στον ουρανό μα και στη γη χαμπάρι δεν Τον πήραν,
σαν ήρθε, εναθρωπίστηκε, το πλάσμα Του να σώσει,
ότι στ’ αλήθεια μόν’ Αυτός Πανένδοξος υπάρχει.
Ωδὴ γ´
Σ’ Αυτόν που πριν το χρόνο, γεννιέται άφθορα ως Υιός απ’ τον Θεό Πατέρα,
και που στους έσχατους καιρούς σαρκώνεται χωρίς σπορά
κι απ’ την Παρθένο Παναγιά σώμα ανθρώπου παίρνει,
Σ’ Αυτόν που είναι ο Χριστός, που είναι ο Θεός μας, όλ’ ας αναφωνήσουμε:
Εσύ π’ αποκατέστησες το κύρος και τη δύναμη και την αξία τ’ ανθρώπου,
πράγματι είσαι Άγιος, Κύριε και Θεέ μας.
Κειος ο προπάτορας Αδάμ που ’χε φτιαχτεί από χώμα,
κι υπήρξε αμέσως μέτοχος πανάγαθης πνοής,
αλλά γκρεμοτσακίστηκε και στη φθορά ξεπέφτει σαν ξεγελάστηκε κι αυτός απ’ αστοχία γυναίκας,
βλέποντας τώρα τον Χριστό να τον γεννά γυναίκα, με όλη του τη δύναμη φωνάζει και κραυγάζει:
Συ που για χάρη μου έφτασες να γίνεις σαν κι εμένα,
πράγματι είσαι Άγιος, Κύριε και Θεέ μας.
Χριστέ πήρες την πήλινη, την ευτελή μορφή μας,
και στη φτωχή τη σάρκα μας μετέχοντας κι ο ίδιος,
την πλούτησες φυτεύοντας σ’ αυτήν μια Θεία φύτρα.
Βροτός ήρθες και έγινες όντας Θεός συνάμα
κι έτσι, αποκατέστησες το κύρος και τη δύναμη και την αξία τ’ ανθρώπου.
Πράγματι είσαι Άγιος, Κύριε και Θεέ μας.
Ορίστε τώρα Βηθλεέμ, πέταξε απ’ τη χαρά σου,
εσύ που ’σαι βασίλισσα όλων των ηγεμόνων
απ’ τη βασιλική φυλή, εκείνην του Ιούδα.
Και ο Ποιμένας του Ισραήλ, Αυτός που λεν πως κάθεται στων Χερουβίμ τους ώμους,
Αυτός που πια στα φανερά στα μέρη σου γεννιέται,
ο Χριστός π’ αποκατέστησε το κύρος και τη δύναμη και την αξία τ’ ανθρώπου,
των Πάντων είναι Βασιλιάς.
Ωδὴ δ´
Κλαδί απ’ τη ρίζα του Ιεσσαί, κι ανθός απά σε τούτο
απ’ την Παρθένο βλάστησες κι άνθισες Συ Χριστέ μου.
Απ’ όρος που είν’ κατάφυτο με δάσος πυκνωμένο,
ήρθες Χριστέ πανύμνητε σάρκα θνητού να πάρεις, από μια κόρη πάναγνη
Συ άυλε Θεέ μας.
Στη Δύναμή Σου Κύριε πρέπει η δόξα όλη.
Κείνα τα χρόνια τα παλιά ο Ιακώβ προείπε,
πως Σε Χριστέ μου προσδοκούν τα έθνη όλου του κόσμου.
Ως ήλιος Συ ανέτειλες απ’ τη φυλή του Ιούδα,
κι υπόταξες τη Δαμασκό μ όλη τη δύναμή της,
κι όλον λαφυραγώγησες τον πλούτο της Σαμάρειας.
Την πλάνη ήρθες, δηλαδή, εσύ να μεταστρέψεις σε πίστη που ‘ν’ θεάρεστη.
Στη Δύναμή Σου Κύριε πρέπει η δόξα όλη.
Κάποιους σοφούς της εποχής που ήταν μυημένοι
σε κάτι παλαιούς χρησμούς του μάντη Βαλαάμ,
τους γέμισες όλο χαρά· κι ήταν και αστρονόμοι.
Κι αν είχε λέει ο Ιακώβ αστερισμό δικό του, θα βλέπαν κει τ’ αστέρι σου Δέσποτα ν’ ανατέλλει.
Συμβόλισαν αυτοί οι σοφοί –κάνοντας την αρχή– τα έθνη που σε πίστεψαν.
Γι’ αυτό, κι εσύ τους δέχτηκες στα φανερά να έρθουν και δώρα
που είν’ κατάλληλα κι αποδεκτά να φέρουν.
Όπως σε απαλό μαλλί κάθεται η βροχούλα,
έτσι ήσυχα κατέβηκες μέσα στην κοιλιά της μάνας Σου της Παναγιάς Παρθένου.
Σαν τις σταγόνες που αργά στάζουν στη γη και μπαίνουν δίχως να κάνουν θόρυβο.
Αιθίοπες μα και Θαρσείς, κι Άραβες απ’ τις νήσους,
κι απ’ το βασίλειο του Σαβά κι η χώρα όλη των Μήδων
κι όλοι της γης οι προύχοντες πέφτουν σε προσκυνάνε Σωτήρα μας Πανάγαθε.
Στη Δύναμή Σου Κύριε πρέπει η δόξα όλη.
Ωδὴ ε´
Μιας που ειρήνης είσ’ Θεός, της ευσπλαχνίας Πατέρας,
μεγάλης έστειλες βουλής Άγγελο Συ δικό Σου·
ειρήνη Αυτός σε όλους μας απλόχερα χαρίζει.
Κι έτσι, καθώς μας οδηγεί σε φως θεογνωσίας,
σκωνόμαστε αξημέρωτα και Σε δοξολογούμε,
φιλάνθρωπε Θεέ μας.
Σύμφωνα με του Καίσαρα το νόμο που υπήρχε,
για όλους τους υπόδουλους της αυτοκρατορίας, κι εσύ τότ’ απογράφηκες.
Εμάς που ’μαστε υπόδουλοι, όμως, της αμαρτίας και του αόρατου εχθρού, Χριστέ μας λευτερώνεις.
Καθώς δε συ προσέλαβες αδύναμη την του ανθρώπου φύση, ήτανε σαν να επτώχευσες.
Αλλ’ απ’ αυτή την ένωση, αυτήν την κοινωνία, όλοι εμείς οι χοϊκοί εξολοκλήρου τώρα μπορούμε και πλουτίζουμε με του Θεού τα έργα.
Και όπως από πολύ παλιά ήταν προφητευμένο,
νά που η Παρθένος έπιασε παιδί κι εγκυμονεί.
Ενανθρωπίζεται ο Θεός, ο Κύριος γεννιέται· μ’ Αυτή Παρθένος έμεινε μετά κι από τη γέννα.
Μέσω της Παναγίας μας είν’ που συμφιλιωθήκαμε όλοι μας οι αμαρτωλοί με τον Θεό μας τώρα.
Γι’ αυτό, ας την ανυμνήσουμε με πίστη αταλάντευτη
ως όντως Θεοτόκο.