Στην πατρίδα, τη Μικρασία, δεν συνηθιζόταν τα Χριστούγεννα να ψήνουν γαλοπούλα. Τότε την έλεγαν διάνο, ινδιάνο. Σ’ άλλα μέρη λένε τη γαλοπούλα γάλο, τούρκο ή κούρκο. Να έρθει ξαφνικά μουσαφίρης, θε να σφάξουνε μιαν όρνιθα, μια κότα.
Χριστούγεννα πασχάζανε με βοδινό ή μοσχαρίσιο κρέας που το μαγείρευαν βραστό. Με το ζουμί κάνανε σούπα από ρύζι και αυγολέμονο, «να μαλακώσουν κομμάτι τα μέσα τους», ύστερα από την τρομερή νηστεία.
Οι μανάδες τα μωρά τους και τα μικρά παιδιά, που δεν πολυκαταλάβαιναν, τα κοινωνούσαν την παραμονή των Χριστουγέννων, για να μη τα ταλαιπωρήσουν με το νυχτιάτικο ξύπνημα, ανήμερα. Μα και για να μπιτίσουν από μια έγνοια. Σ’ αυτή τη λειτουργιά, να δείτε παιδιομάνι!
Στα σπίτια των θλιμμένων δεν γινόταν καμιά ετοιμασία. Συγγενείς, γειτόνοι και κουμπάροι φρόντιζαν γι’ αυτούς να μη λείψει τίποτα. Εκτός της λύπης τους, να μην είναι παραπονούμενοι, ιδίως τα ορφανά. Οι οικογένειες που είχανε πρόσφατο πένθος δεν μαγείρευαν, δεν έστεναν τσουκάλι. Προπάντων δεν ψήνανε κρέας. Φρόντιζαν να έχουνε πάρει ψάρι. Με ψάρι θα την περάσουν τη γιορτινή μέρα.
Στα Βουρλά δεν υπήρχε ψαράδικο. Γύριζε ο ψαράς με τα πανέρια, άλλες μέρες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κάποιος από το σπίτι των θλιμμένων πήγαινε στη Σκάλα κι έπαιρνε ένα ψάρι πολλών οκάδων, το κάνανε βραστό.
«Όλα τα τζάκια που καπνίζουν, δεν μαγειρεύουν». Το τζάκι στο θλιμμένο σπίτι άναβε μόνο για ζέστη. Ο λυπημένος κρυώνει πιο πολύ.
Το Δωδεκάμερο έκανε στην πατρίδα, τη Μικρασία, τόσο κρύο, που αν στην άλλη κάμαρη δεν είχε θέρμανση, πάγωνε το νερό στην κούπα! Τα παλιά σπίτια διώροφα (με κατώγι), είχαν μεγάλες κάμαρες κι όλες είχαν τζάκια. Τα πιο καινούργια είχαν ένα μεγάλο τζάκι στο καθιστικό, στον μεγάλον οντά, που συγκεντρωνόταν όλη η οικογένεια. Εκεί και τρώγανε. Στις άλλες κάμαρες παίρνανε με τη σιράνα τ’ αναμμένα κάρβουνα από το τζάκι στα μαγκάλια. Και μαλάκωνε κάπως η ψύχρα της κάμαρης.
Παραμονή Χριστουγέννων πλέον, όλες οι δουλειές μπιτισμένες. Κι ως το λιοβασίλεμα όλα διαρμισμένα, στη θέση τους.
Λουσμένα τα παιδιά, με κομμένα σύρριζα τα νύχια τους, ξεδιαλυσμένα τα μαλλιά των κοριτσιών, πλεγμένα σε μπουρμάδες, και των αγοριών τα μαλλιά κομμένα κοντά-κοντά στον μπαρμπέρη. Αλλαγμένα, με πεντακάθαρα ρούχα και παπούτσια, έτοιμα για να μεταλάβουν κατά τη νυχτερινή λειτουργία, θα φιλήσουν με μετάνοια το χέρι των γονιών, των παππούδων, και θα πάνε στης νονάς ή στου νονού, όσο μακριά κι αν μένει.
Η μητέρα του βαφτισιμιού θα στείλει της νονάς πιάτο με τα πιο εκλεκτά γλυκά που έχει φτιάξει, θα φιλήσουν το χέρι τους και θα ψιθυρίσουν: «να με συχωρέσετε», κι αυτοί θα απλοχερίσουν, θα βάλουν χρήματα στην τσέπη των παιδιών (ποτέ στο χέρι), «για ν’ άψουν ένα κερί» τάχα, για να τα γλυκάνουν.
Εκείνοι που θα κοινωνήσουν, μικροί-μεγάλοι, θα νήστευαν τρεις μέρες το λάδι. Το τελευταίο βράδυ δεν θα φάνε ελιές, καρύδια, σουσάμι, ό,τι έχει λάδι. Αν πεινάνε, θα φάνε νερόσουπα με ψωμί.
Το κάθε σπιτικό πεντακάθαρο, έλαμπε! Λέγανε με καμάρι: «βιτσά να του δώσεις, θα πετάξει» κι εννοούσαν το στολισμένο άλογο. Αποβραδίς η νοικοκυρά θα βάλει το κριάσι να σιγοβράσει, σε κλειστό τσουκάλι, στο τζάκι ή στη φουφού του φτωχικού, χωριάτικου σπιτιού της.
Τα κάλαντα τα λέγανε οι παλιοί κάλαντρα. Ακουγόταν πιο ηχηρή η λέξη, όπως σήμαντρο. Έπρεπε να πέσει ο ήλιος για να βγούνε τα παιδιά να ψάλουνε τα κάλαντρα την παραμονή των Χριστουγέννων, αφού και ως την παραμονή πήγαιναν σχολείο. Τα παιδιά κάθονταν «τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα και έξι την Ανάσταση».
Ποτέ αρχοντόπαιδα δεν θα γυρίσουν από πόρτα σε πόρτα ή από μαγαζί σε μαγαζί για κάλαντρα, να πάρουνε μπαξίσι. Όπως ποτέ κορίτσι δεν θα είναι στην παρέα τους. Ήτανε ντροπή. Τα παιδιά –χαρά τους!– με φαναράκια, ένα ’κόνισμα, σήμαντρα (τα τρίγωνα) κι ένα καλαθάκι για ό,τι τα δώσουν, θα ξεχυθούν στα σοκάκια να πουν τα κάλαντρα:
– Να τα πούμε;
– Αμέ, αμέ, πείτε τα!
Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας
Χριστού την θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν υψίστοις»
και τούτο άξιον εστίν, η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα.
Εμπήκαν εις την Ιερουσαλήμ, με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός, να πά’ να Τον ευρώσι.
Δια Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης,
αμέσως εταράχθηκεν κι έγινε θηριώδης.
Κράζει τους μάγους κι ερωτά πού ο Χριστός γεννάται.
Εν Βηθλεέμ ηξέρομεν, ως η γραφή λογάται…
Και του χρόνου!