Στις 15 Δεκεμβρίου 1937 ξεκίνησαν οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις των Ελλήνων της ΕΣΣΔ στο πλαίσιο της «Ελληνικής Επιχείρησης» του Ν.Κ.Β.Ντ. Η πολιτική των σταλινικών διώξεων συνεχίστηκε τη δεκαετία του 1940 με τις εξορίες στη Σιβηρία και την Κεντρική Ασία.
Η 92χρονη Άννα Μυστακίδη (Κουρτσίδη) θυμάται τη φυλάκιση του πατέρα της και την εξορία της οικογένειάς της στην Ασία.
Η Άννα Κουρτσίδη γεννήθηκε στην πόλη Κερτς της Κριμαίας στις 7 Ιανουαρίου του 1929. Στη θέση της πόλης, από τον 7ο αιώνα π. Χ., βρισκόταν η αρχαία πόλη Παντικάπαιον, που ιδρύθηκε από τους Ίωνες της Μιλήτου. Το Παντικάπαιον βρισκόταν στο σημείο της ένωσης των δύο θαλασσών, της Μαύρης και της Αζοφικής (του Εύξεινου Πόντου και της Μαιώτιδας). Οι αρχαίοι Έλληνες όριζαν τον Πορθμό του Κερτς, τον αρχαίο Κιμμέριο Βόσπορο, ως όριο μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας.
Μέχρι σήμερα σώζονται σε αρκετά σημεία της πόλης αρχαιολογικά ευρήματα, που θυμίζουν την ελληνική περίοδο στην ιστορία της. Το κύριο ύψωμα του Κερτς και στις μέρες μας φέρει την ονομασία «Ο Λόφος του Μιθριδάτη» προς τιμήν του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη Στ΄ Ευπάτωρα. Σε αυτόν τον θρυλικό βασιλιά είναι αφιερωμένο ένα μνημείο της σύγχρονης πόλης Κερτς ευρισκόμενο στους πρόποδες του λόφου. Όλη η περιοχή γύρω από το λόφο του Μιθριδάτη είναι γεμάτη από θραύσματα των αρχαίων κιόνων και κεραμικών αγγείων.
Οι Έλληνες του Πόντου και άλλων περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αύξησαν κατά πολύ τον ελληνικό πληθυσμό της Κριμαίας (Αρχαία ελληνική Ταυρίδα) μετά την προσάρτηση της χερσονήσου στη Ρωσική Αυτοκρατορία στο τέλος του 18ου αιώνα. Όμως από αυτή την περιοχή το 1778 απομακρύνθηκαν με το διάταγμα της Μεγάλης Αικατερίνης οι αυτόχθονες κάτοικοι της –οι Έλληνες, απόγονοι των αρχαίων αποίκων. Οι απόγονοι των Ελλήνων της Αρχαίας και της Βυζαντινής Ταυρίδας μετακινήθηκαν στα παράλια της Αζοφικής θάλασσας με το κέντρο στην πόλη Μαριούπολη. Ωστόσο η παρουσία των Ελλήνων στην Ταυρίδα δεν διακόπηκε.
Η μοίρα του νέου ελληνικού πληθυσμού της δεν άργησε να αλλάξει ξανά μετά από σχεδόν έναν αιώνα. Η επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917 και η ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1922 έφεραν ριζικές αλλαγές στις ιστορικές εξελίξεις και στις περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό. Στην αρχή στις εθνικές μειονότητες δόθηκαν μεγαλύτερες δυνατότητες για την πολιτιστική ανάπτυξη. Όμως μετά το 1937 ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για πολλές μειονότητες της χώρας.
Οι σταλινικές διώξεις εναντίον των Ελλήνων
Στις 15 Δεκεμβρίου του 1937 ξεκίνησε η λεγόμενη «Ελληνική επιχείρηση» του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ (Ν.Κ.Β.Ντ.).
Οι αθώοι άνθρωποι φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν για ένα και μόνο λόγο, την «λάθος» εθνική καταγωγή.
Ο αυτοκαταστροφικός μηχανισμός στην ΕΣΣΔ λειτούργησε και τα αποτελέσματα της απολυταρχικής πολιτικής ήταν τραγικά. Ολόκληροι λαοί απελάθηκαν από τις παραδοσιακές τους εστίες. Την ίδια τύχη είχαν και οι Έλληνες της πόλης Κερτς.
Τα βάσανά τους δεν τελείωσαν με τις στοχευμένες εκτελέσεις. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1942, ο ελληνικός πληθυσμός του Κερτς: οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά, απελάθηκαν στην Κεντρική Ασία. Την ίδια περίοδο εξορίστηκε και ένα μέρος των Ελλήνων της περιοχής Κουμπάν (περιφέρεια Κρασνοντάρ). Το 1944 μετακινήθηκαν βίαια στο Ουζμπεκιστάν και τα Ουράλια όρη οι υπόλοιποι Έλληνες της Κριμαίας. Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο το 1949 στο νότιο Καζακστάν εξορίστηκαν οι Έλληνες της Αντζαρίας, της Αμπχαζίας και το υπόλοιπο του ελληνικού πληθυσμού του Κουμπάν.
Οι απόγονοι των εκτελεσθέντων και εξορισμένων Ελλήνων θυμούνται μέχρι τις μέρες μας την πατρίδα τους και προσπαθούν να κρατήσουν συνεχή επαφή με τις παλαιές τους εστίες. Θυμούνται την πατρίδα τους και οι Έλληνες της πόλης Κερτς. Χαρακτηριστική περίπτωση της Ελληνίδας αυτής της ιστορικής πόλης είναι η ζωή της Άννας Κουρτσίδη. Η τύχη του πατέρα της, φυλακισμένου το 1937 αγνοείται μέχρι τις μέρες μας.
Οι οικογενειακές αναμνήσεις
Η κυρία Άννα έζησε την εξορία του 1942 και από το 1994 μένει μόνιμα στην Αθήνα. Στην αρχή της συνέντευξης, ρώτησα την κόρη της Ελένη Μυστακίδη που έκανε την κάθε δυνατή προσπάθεια για την αναζήτηση πληροφοριών σχετικών με την τύχη του παππού της και των αδελφών του. Η εγγονή του Ιβάν Κουρτσίδη παρουσίασε τα αποτελέσματα των ενεργειών της και εξέφρασε ευγνωμοσύνη της σε όλους όσοι τη βοήθησαν στην αυτήν την αναζήτηση.
Η Ελένη Μυστακίδη, γιατρός στο επάγγελμα, με τη μητέρα της την Άννα Κουρτσίδη τον Αύγουστο 2013 επισκέφθηκαν την πόλη Κερτς.
Για την Άννα Ιβάνοβνα αυτή η επίσκεψη ήταν πρώτη μετά την εξορία του 1942. Συγκινημένες μαμά και κόρη φιλοξενήθηκαν από τους νέους ιδιοκτήτες του ιδίου τους του σπιτιού, το οποίο βρίσκεται σε δρόμο κάτω από το λόφο του Μιθριδάτη. Η Ελένη μίλησε και για τις εντυπώσεις της μαμάς της κατά την επίσκεψη τους στο Κερτς και για τις προσπάθειες, που έκανε για να βρει τα ίχνη του φυλακισμένου παππού της.
«Εμείς στην οικογένεια ακούμε από την παιδική μας ηλικία για τον παππού μας και τα αδέρφια του. Η μοίρα τους δεν ήταν γνωστή σε εμάς. Ζούσαμε πάντα με την ιδέα να τους βρούμε και να μάθουμε τι συνέβη σε αυτούς στην πραγματικότητα. Έχουμε ακούσει από τους γονείς και τους συγγενείς μας για τον αδελφό του παππού μας. Ο παππούς Ιβάν και ο αδελφός του Μήτια (Δημήτρης) συνελήφθησαν στις 17 Δεκεμβρίου του 1937. Ήταν και οι δυο μπλεγμένοι στην ίδια ψευδή υπόθεση κατασκοπείας υπέρ της Ελλάδας. Ο θείος Μήτια επέστρεψε στο σπίτι του στο τέλος της δεκαετίας του 1950. Η τύχη του Ιβάν Κουρτσίδη αγνοείται μέχρι σήμερα. Η μαμά μου με την αδελφή της και τη γιαγιά της επισκέφτηκαν τη φυλακή για να τους δούνε στην απομόνωση μετά τη φυλάκιση. Και τα δύο αδέλφια παρέμειναν εκεί σε πρώτη φάση σχεδόν για τρία χρόνια. Αργότερα, το 1940, καταδικάστηκαν για πέντε χρόνια με εκτέλεση της ποινής στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Ο άλλος αδελφός τους, ο Συμεών, γεννημένος το 1902, συνελήφθη στις 15 Δεκεμβρίου και καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκισης. Ήταν τότε 35 ετών.
»Το μόνο που έχουμε από τον παππού σήμερα, είναι οι οικογενειακές φωτογραφίες και ένα πιστοποιητικό αποκατάστασης της αθωότητας του. Αυτή η πράξη έγινε μετά το θάνατο του Στάλιν και φέρει την υπογραφή του προέδρου του Στρατοδικείου της στρατιωτικής περιφέρειας της Οδησσού. Το 1991, πριν από την αναχώρηση για την Ελλάδα, ενδιαφέρθηκα περισσότερο από ποτέ για τις πληροφορίες σχετικές με την τύχη του παππού μου. Οι κρατικές Αρχές μου είχαν εκφράσει τη λύπη τους για τα λάθη που έγιναν τη δεκαετία του 1930. Επίσης, έγινε γνωστό ότι τα ίχνη του παππού μου χάνονται κάπου στη Δημοκρατία των Κόμι (Ρωσική Ομοσπονδία). Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τον θείο Μήτια. Ο ίδιος ισχυριζόταν πως ο παππούς μου κρύωσε λόγω αβάσταχτων συνθηκών και αργότερα πέθανε. Τα επίσημα στοιχεία για το θέμα αυτό είναι ελλιπή.
»Τον Αύγουστο του 2013 έλαβα μια ακόμα πληροφορία μέσω του διαδικτύου για τον παππού μου και τον αδελφό του. Έγιναν γνωστές και οι ποινές τους. Με βοήθησαν πάρα πολύ διάφορες κοινωνικές οργανώσεις, όπως «Οι Έλληνες της Αζοφικής», «Memorial» και η Εθνική Τράπεζα Δεδομένων της Ουκρανίας. Τα ονόματα του παππού μου και του θείου Μήτια είναι καταχωρημένα στο Βιβλίο της Μνήμης της Κριμαίας. Για την τύχη του θείου Συμεών δεν γνωρίζουμε τίποτα. Ευτυχώς έχουμε λάβει απάντηση σε αίτημα από το αρχείο της Συμφερόπολης, ότι τον Μάιο του 1938 ο Συμεών Κουρτσίδης είχε μεταφερθεί στη διάθεση του διοικητή του στρατοπέδου συγκέντρωσης VyatLag. Εγώ, αψηφώντας την ταλαιπωρία, θα συνεχίσω τις προσπάθειές μου», είπε η κόρη της Άννας Κουρτσίδη.
Η Άννα Κουρτσίδη θυμάται…
Η κουβέντα με την Άννα Ιβάνοβνα Κουρτσίδη όπως αναμενόταν ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και γεμάτη από γεγονότα σχετικά με την καθημερινή ζωή των Ελλήνων του Κερτς τις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Η Άννα Ιβάνοβνα (του Ιβάν) είχε διαφυλάξει την ελληνική της ιθαγένεια σε όλη τη διάρκεια της ζωής της στη Σοβιετική Ένωση. Το 1994 μετακόμισε στην Ελλάδα. Μου μίλησε για τη ζωή της με έντονο συναίσθημα της αναβίωσης του παρελθόντος στα μάτια της.
«Γεννήθηκα στις 7 Ιανουαρίου του 1929 στο Κερτς. Από αυτή την πόλη ήταν και ο σύζυγός μου ο Παύλος Μυστακίδης γεννημένος στις 20 Νοεμβρίου του 1927. Απεβίωσε το 2020. Στην ίδια πόλη γεννήθηκαν και οι γονείς μου. Ο πατέρας μου ο Κουρτσίδης Ιβάν του Κυριάκου, το 1897, και η μητέρα μου, Παπάζογλου Παρθένα του Λευτέρη, το 1907. Είχα και μία αδελφή την Ελισάβετ που γεννήθηκε το 1934. Ξέρω ότι η γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου, η Παπάζογλου Ελισάβετ του Χαράλαμπου γεννήθηκε στην Κερασούντα του Πόντου.
»Η γιαγιά μου εκκλησιαζόταν πάντα στην Ελληνική Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο Κερτς, κτισμένη το 9ο αιώνα. Θυμάμαι ιδιαίτερα τις στιγμές που πηγαίναμε το Πάσχα στην εκκλησία για να διαβάσουμε τα πασχαλινά αυγά. Το σχολείο μας ήταν και αυτό ελληνικό. Όμως όλα αυτά το πολύ μέχρι το 1939. Τότε ότι είχε σχέση με τον Ελληνισμό, όπως η ελληνική γλώσσα, καταργήθηκαν και απαγορεύτηκαν. Η εκκλησία μετατράπηκε αργότερα σε μουσείο. Αυτό το καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στο Κερτς, για ακόμα μια φορά στη ζωή μου είδα την εκκλησία του Ιωάννη τον Προδρόμου να λειτουργεί.
Δεν είναι πια ελληνική, όμως είναι Ορθόδοξη. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Δεν βρήκα στη γνωστή για εμένα τοποθεσία το κτήριο του ελληνικού σχολείου. Σε αυτό έχω σπουδάσει για δύο χρόνια από το 1936 έως το 1938. Στη συνέχεια, μέχρι το 1942 σπούδαζα στο ρωσικό σχολείο. Πριν απελαθούμε το 1942 κατάφερα να τελειώσω τις πέντε τάξεις», είπε η Άννα Κουρτσίδη.
Οι συλλήψεις των Ελλήνων
Η 92χρονη Πόντια συνέχισε να διηγείται την ιστορία της οικογένειάς της.
«Το βράδυ της 17ης Δεκέμβρη του 1937 ήρθαν να συλλάβουν τον πατέρα μας. Αυτός δεν ήταν στο σπίτι και οι φρουροί τον περίμεναν για πολλή ώρα. Μας είπαν ότι θα πάει στο μπάνιο, και ότι έπρεπε να του ετοιμάσουμε τα κατάλληλα ρούχα. Η μητέρα μου, φυσικά, κατανόησε αμέσως την κατάσταση. Την προηγούμενη μέρα συνελήφθη ο αδελφός του πατέρα μου. Ο μπαμπάς επέστρεψε από την εργασία αργά το βράδυ και τον συνέβαλαν αμέσως.
»Εκείνες τις μέρες του Δεκεμβρίου συνελήφθησαν πολλοί Έλληνες. Ένας από τους γείτονες που είχε αμφιβολίες για την αθωότητα των κρατουμένων, είπε στα ποντιακά: “Εγώ σκόρδον κ’ έφαγα, να βρομώ: (δεν είχα φάει σκόρδο και δεν μυρίζω). Εννοούσε ότι δεν είναι και τόσο αθώοι οι συλληφθέντες σε αντίθεση με αυτόν. Και όμως, την επόμενη μέρα συνελήφθη και ο ίδιος. Θυμάμαι πvς με την αδελφή μου πήγαμε στη φυλακή για το επισκεπτήριο. Έφεραν τον μπαμπά μας υπό φρούρηση σε ένα μικρό δωμάτιο. Αυτός αμέσως ρώτησε για τη μητέρα μας. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μας επέβαλαν να μπούμε στο δωμάτιο χώρια από αυτήν.
Αργότερα, ο πατέρας μας μεταφέρθηκε στη Συμφερόπολη. Τον επισκεφτήκαμε και εκεί. Έτσι πέρασαν δύο χρόνια και οκτώ μήνες. Περιμέναμε για πρόωρη αποφυλάκιση, αλλά αντιθέτως ο παππούς και ο αδελφός του μεταφέρθηκαν στη Δημοκρατία των Κόμι. Η μητέρα τού έστελνε δέματα, για τη παραλαβή των οποίων δεν γνωρίζουμε τίποτα. Με τον πόλεμο του 1941-1945 η αλληλογραφία με τον πατέρα μου είχε διακοπεί τελείως. Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ δύσκολα. Η μαμά δεν εργαζόταν. Μας βοηθούσε η γιαγιά Ελισάβετ, που πουλούσε ότι μας περίσσευε στην αγορά», θυμήθηκε η κυρία Άννα.
Ο εκτοπισμός στη Ασία
«Θυμάμαι πολύ καλά τον πόλεμο με τους Ναζί. Τον Οκτώβριο του 1941, οι εισβολείς βομβάρδισαν το Κερτς. Και στις 16 Νοεμβρίου κατέλαβαν την πόλη. Εμείς, τα παιδιά, κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών κατεβαίναμε στο υπόγειο του σχολείου. Στο σπίτι έπρεπε να κρυβόμαστε στο υπόγειο τη θείας Δέσποινας. Οι Γερμανοί στρατιώτες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και ζητούσαν την παράδοση των τροφίμων. Εμάς, τα παιδιά, δεν μας άγγιζαν. Μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου τα γερμανικά στρατεύματα αποχώρησαν και αργότερα ανακατέλαβαν το Κερτς για δεύτερη φορά. Εμείς όμως, δεν ήμασταν πλέον εκεί.
Τον Απρίλιο του 1942, οι Έλληνες του Κερτς εκτοπίστηκαν στην Κεντρική Ασία και τη Σιβηρία.
Την ημέρα της απέλασης η μαμά ήταν 40 χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Μαζί της ήταν και ένας γείτονας ο Ζώρας Κυρχανίδης. Οι ενήλικες επιστρατεύτηκαν από το σοβιετικό στρατό για να σκάβουν χαρακώματα. Ήμασταν στο σπίτι μόνοι μας. Κάποια στιγμή στους Έλληνες διατάχθηκε να συγκεντρωθούν στο παραθαλάσσιο χωριό στα περίχωρα του Κερτς στο Αρσίντσεβο. Μας μετέφεραν με πλοίο στην άλλη πλευρά του πορθμού Κερτς στην περιοχή Κουμπάν. Αργότερα μας ειδοποίησαν για τον προορισμό μας, την πόλη Χασαβιούρτ στο Νταγκεστάν. Εκεί η μητέρα μου συνάντησε μια συμπατριώτισσα της εβραϊκής εθνικότητας. Το όνομά της, αν δε με απατά η μνήμη μου, ήταν Μεσκόβα. Αυτή μας φιλοξένησε για λίγο στο σπίτι της. Όμως η «περιπέτεια» μας δεν είχε τελειώσει. Ο τελικός προορισμός μας ήταν το Κιργιστάν.
»Τον Αύγουστο μήνα του 1942 περάσαμε με πλοίο την Κασπία θάλασσα από την πόλη Μαχατσκαλά του Νταγκεστάν στο Κρασνοβόντσκ του Τουρκμενιστάν. Εμείς περνούσαμε ώρες ολόκληρες στο λιμάνι και υποφέραμε από την αφόρητη ζέστη. Και η πόλη από μόνη της ήταν πολύ μικρή. Θα μπορούσε κανείς να την περάσει από τη μια άκρη στην άλλη μέσα σε ένα λεπτό. Για το νερό έπρεπε να σταθείς στην ουρά. Είκοσι καπίκια ανά ένα κάδο ήταν το κόστος του πόσιμου νερού. Όταν πήγαμε στην καρδιά της Ασίας με το τρένο από το Κρασνοβόντσκ, μας έτυχε μια δυσάρεστη ιστορία. Μας έκλεψε ένας από τους δικούς μας, τους Έλληνες. Ο ίδιος προσφέρθηκε να βοηθήσει επικοινωνώντας μαζί μας στα ποντιακά, και έκλεψε ένα δικό μας σακί με τα προσωπικά μας πράγματα. Η μαμά κατάλαβε αυτήν την εξαφάνιση και έτρεξε στην πλατφόρμα. Ευτυχώς για εμάς, η αστυνομία συνέλαβε τον κλέφτη.
»Δεν μας έφτανε αυτό, έζησα μια δυσάρεστη κατάσταση και εγώ προσωπικά. Μαζί με μια γυναίκα βγήκαμε έξω από το βαγόνι στο σταθμό για το νερό. Το τρένο ξεκίνησε, και εμείς δεν το προλάβαμε. Στον επόμενο σταθμό κατέβασαν τα πράγματά μας. Έπρεπε να περιμένουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα για το επόμενο κατάλληλο τρένο. Όλα τα τρένα ήταν γεμάτα με στρατιώτες. Με την πρώτη ευκαιρία πήραμε τρένο για την Τασκένδη, όπου με περίμενε η μητέρα μου. Ήμουν μόλις 13 χρονών.
Στην Τασκένδη, μείναμε μια εβδομάδα περίπου. Γνωριστήκαμε με έναν ντόπιο Έλληνα, ο οποίος είχε μετακομίσει εκεί από την Τουρκία. Μας βοήθησε με ένα μικρό χρηματικό ποσό. Οι γιοι του εργάζονταν στο φούρνο, και μας κάλεσε να έρθουμε για το ψωμί και μπισκότα. Ύστερα μεταφερθήκαμε στο Ντζαμπούλ. Αργά το βράδυ μας φιλοξένησαν δύο ηλικιωμένες γυναίκες ελληνικής καταγωγής. Μας είπαν, ότι την Κυριακή πολλοί Έλληνες από όλη την περιφέρεια συγκεντρώνονται στο παζάρι της πόλης. Έτσι εμείς ήρθαμε σε επαφή με τους συγγενείς μας που εγκαταστάθηκαν στον τόπο αυτό λίγο νωρίτερα. Για είκοσι χρόνια ζήσαμε στο Κολχόζ (αγρόκτημα) Κοκ-Τομπέ στο Κιργιστάν (Κιργιζία). Ο αδελφός της μητέρας μου κατοίκισε εκεί πριν από εμάς».
Από την Ασία στη Ελλάδα
Το 1955 στην Κιργιζία η Άννα παντρεύτηκε με τον συμπατριώτη της Παύλο Μυστακίδη. Το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά. Το 1956 γεννήθηκε η Παρθένα, το 1958 η Ελένη και το 1961 ο Ιβάν. Η αδερφή της Άννας η Ελισάβετ παντρεύτηκε σε ένα διπλανό χωριό στο Ταμπακσοβχόζ. Όμως, αυτή λίγο αργότερα σε ηλικία είκοσι τεσσάρων χρόνων πέθανε από εγκαύματα εξαιτίας πυρκαγιάς. Άφησε ορφανά τα δύο παιδιά της τη Μαρία και τη Μαγδαληνή.
Το 1962 ο Παύλος και η Άννα με τα παιδιά τους, όπως και πολλοί από τους συγγενείς τους, μετακόμισαν στο Καζακστάν στην πόλη Ντζαμπούλ. Μετά από 32 χρόνια, τον Αύγουστο του 1994 η οικογένεια Μυστακίδη μετακόμισε στην Ελλάδα. Όλα τα χρόνια της ζωής τους στην Σοβιετική Ένωση αυτοί διατηρούσαν την ελληνική υπηκοότητα.
«Λόγω του ελληνικού διαβατηρίου με άδεια παραμονής στη ΕΣΣΔ είχαμε πολλούς περιορισμούς, Ειδικά στις μετακινήσεις. Ακόμα και όταν πέθανε, ο αδελφός του πατέρα μου, ο θείος Μήτια, ο οποίος ζούσε στην πόλη Γκελεντζίκ της Ρωσίας, ήταν δύσκολο για μένα να πάω στην κηδεία του», τόνισε η Άννα Κουρτσίδη.
Από το 1994 η οικογένεια Μυστακίδη-Κουρτσίδη μένει μόνιμα στην Ελλάδα. Η ηλικιωμένη Άννα μετά από πολλά χρόνια έχει μια ερώτηση προς την κυβέρνηση της χώρας «Τι θα γίνει με τη σύνταξη του ΟΓΑ για τους παλιννοστούντες, που τους αφαιρέθηκε το 2013;».
Όσο για το ταξίδι στο Κερτς τον Αύγουστο του 2013, η κυρία Άννα μίλησε συγκινημένη: «Ήταν μια πολύ συναρπαστική στιγμή της ζωής μου. Μπήκα στο χώρο της κάποτε οικίας μας, αλλά μόνο στη αυλή. Δεν βρήκα την ψυχική δύναμη να το αντικρίσω το σπίτι από μέσα. Καθόμουν στην αυλή και κοίταζα γύρω. Ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει τίποτα. Μόνο η πύλη της εισόδου είναι διαφορετική. Η νέα ιδιοκτήτρια του σπιτιού ήταν φιλική μαζί μας. Δεν γνώριζε τίποτα για την ταλαιπωρία μας. Όπως και δεν γνώριζε τίποτα για τους Έλληνες του Κερτς. Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Πολλοί από εκείνους που θα μπορούσαν να μιλήσουν για το παρελθόν, δεν είναι πλέον εν ζωή. Εμείς πρέπει να τους θυμόμαστε. Η ιστορία των Ελλήνων της Κριμαίας και της πόλης Κερτς δεν πρέπει να ξεχασθεί».
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός