Η περιοχή των Καλαβρύτων και της Αιγιαλείας είχε αναπτύξει ισχυρή αντιστασιακή δράση, ήδη από τις αρχές του 1943. Στη Μάχη της Κερπινής, στις 17 Οκτωβρίου, η νίκη των ανταρτών ήταν μεγάλη.
O EΛΑΣ είχε αιχμαλωτίσει και εκτελέσει περίπου 80 Γερμανούς στρατιώτες. Αυτό αποτέλεσε και την αφορμή για την φρικαλεότητα που ακολούθησε.
Ο γερμανικός στρατός της Βέρμαχτ άρχισε να ανησυχεί για το επαναστατικό κλίμα, το οποίο ενδυναμωνόταν συνεχώς, και θέλησε να το περιορίσει με μια οργανωμένη εκκαθαριστική επιχείρηση που θα περιλάμβανε βομβαρδισμούς, πυρπολήσεις και εκτελέσεις.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1943, οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα, αφού προηγουμένως είχαν κάψει, λεηλατήσει και καταστρέψει ολοκληρωτικά τα γειτονικά χωριά που συναντούσαν στο δρόμο τους.
Ρογοί, Κερπινή, Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Κάλανο, Βλασία, Μάνεσι Σαραδί, Μάζι και άλλα χωριά, καθώς και η Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και Μονή Ομπλού τυλίχθηκαν στις φλόγες και μέτρησαν πολλούς νεκρούς.
Αρκετοί κάτοικοι των Καλαβρύτων είχαν εγκαταλείψει το χωριό από φόβο για τα αντίποινα. Οι Γερμανοί τούς διαβεβαίωσαν ότι δεν θα πειραχτεί κανείς, με τον Γερμανό διοικητή Έμπερσμπέργκερ να δίνει το λόγο της στρατιωτικής του τιμής για να κατευνάσει τους ανήσυχους και φοβισμένους ντόπιους.
Μάλιστα, για να φανούν πιο πειστικοί, πυρπόλησαν μόνο τα σπίτια των ανταρτών και περιορίστηκαν στην αναζήτηση Γερμανών τραυματιών της μάχης της Κερπινής.
Στις 12 Δεκεμβρίου οι Ναζί «ετοίμαζαν την αναχώρησή τους».
Όμως στις 13 Δεκεμβρίου, νωρίς το πρωί, κατέφθασε στα Καλάβρυτα δύναμη του τακτικού γερμανικού στρατού. Οι καμπάνες της εκκλησίας ήχησαν και οι αξιωματικοί διέταξαν όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στο Δημοτικό Σχολείο της κωμόπολης, έχοντας μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα για μία μέρα.
Εκεί έγινε ο διαχωρισμός. Τα γυναικόπαιδα παρέμειναν στο σχολείο, ενώ όλος ο ανδρικός πληθυσμός ηλικίας άνω των 14 χρονών οδηγήθηκε σε ομάδες στην κοντινή Ράχη του Καπή (στο «χωράφι του Καπή»).
Το χωράφι αυτό ήταν μια επικλινής τοποθεσία σε σχήμα αμφιθεάτρου από το οποίο κανείς δεν μπορούσε να γλιτώσει, ενώ παράλληλα είχε πλήρη θέα της πυρπόλησης και καταστροφής των περιουσιών και των σπιτιών του χωριού.
Αργότερα μέσα στη μέρα, ριπές πολυβόλων έριχναν στο έδαφος τα άψυχα σώματα των άτυχων Καλαβρυτινών. Την ώρα που οι άντρες έπεφταν νεκροί, τα γυναικόπαιδα ήταν παγιδευμένα στο σχολείο, το οποίο είχε τυλιχτεί στις φλόγες.
Ο καπνός που έπνιγε την ατμόσφαιρα τους έδωσε τη δύναμη να σπάσουν την πόρτα για να μπορέσουν να ξεφύγουν, και όχι ένας «καλός Αυστριακός στρατιώτης», όπως λένε διάφορα μυθεύματα που διαψεύδουν μάρτυρες της Σφαγής.
Συνολικά, κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές. Μόλις δεκατρείς άνθρωποι από τους 800 που οδηγήθηκαν στη Ράχη του Καπή σώθηκαν από τις ριπές, προστατευμένοι από τα σώματα των νεκρών συντοπιτών τους.
Κανείς από τους υπευθύνους του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων δεν λογοδότησε στη Δικαιοσύνη.
Ο στρατηγός Λε Ζουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1954, ο Έμπερσμπέργκερ σκοτώθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο, και ο Άκαμπχούμπερ πέθανε στην Αυστρία το 1972, σε ηλικία 67 ετών. Μόνο ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδας, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι (1885-1965), καταδικάστηκε το 1948 σε κάθειρξη 15 ετών από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για όλα τα εγκλήματα πολέμου του Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα, αλλά μετά από τρία χρόνια αφέθηκε ελεύθερος.
Στις 18 Απριλίου του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Γερμανίας Γιοχάνες Ράου επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα και εξέφρασε τη βαθιά θλίψη του για την τραγωδία, όμως δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων.