Αρκούντως πρώιμα, μόλις το 1992, ο Παναγιώτης Κονδύλης επεσήμαινε εντός του σημαντικότατου έργου του Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο: «Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό˙ πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, που μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής να ανταπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας».
Αποτυπώνοντας την τάση των πραγμάτων, προσθέτει όσον αφορά την Ελλάδα: «Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της. Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς».
Πώς να διαφωνήσει κανείς με τα λόγια του μεγάλου Έλληνα στοχαστή παρατηρώντας την αβάστακτη ελαφρότητα της «διαχείρισης»; Την απουσία οραματικών στόχων και την αποθέωση της επικοινωνίας; Την αδυναμία συντονισμού με τις πραγματικές προκλήσεις και τα ύψιστα διακυβεύματα; Από τη μία πλευρά, κυριαρχεί ο «νευρωτικός εθνικισμός», όπως τον χαρακτηρίζει ο Κονδύλης, ήτοι το συνονθύλευμα κατά φαντασία αστών, οι οποίοι βαυκαλίζονται ότι αποτελούν τους «σωτήρες του έθνους» χωρίς καν να δύνανται να αποσαφηνίσουν που ξεκινά η πίστη στην πατρίδα και που τελειώνει η πίστη στο κόμμα. Από την άλλη πλευρά, συντηρούνται οι «αιώνιοι έφηβοι» της πολιτικής σκηνής γινόμενοι τέτοιοι, ωστόσο, μέσω συνδρόμου «Μπένζαμιν Μπάτον», πρεσβεύοντας ό,τι πιο αναχρονιστικό με προβιά «προόδου».
Άραγε συνιστά φιλοπατρία η αφ’ υψηλού αντιμετώπιση των προβλημάτων και η συμπόρευση με ό,τι πιο αντεθνικό έχει γεννήσει το πολιτικό σύστημα; Είναι άξιος συγχαρητηρίων ο «μεγάλος και τρανός» αναλυτής-δημοσιογράφος, ο οποίος αποφαίνεται περί της εγγύτητας του Καστελορίζου με βάση το πώς «οφείλει» να λειτουργήσει η Ελλάδα ως «γρανάζι» και όχι ως αυτοτελές «μηχάνημα»; Πώς εναρμονίζεται η αποθέωση της αριστείας με την ταυτόχρονη συντήρηση ενός καθεστώτος εξοβελισμού των – κατά τα λοιπά ενοχλητικών – αρίστων τουλάχιστον σε επίπεδο κρατικών επιτελείων;
Στον αντίποδα, εν έτει 2021, πώς ερμηνεύεται η παντελής άγνοια και εγκληματική απερισκεψία με τη στήριξη κυκλωμάτων και ΜΚΟ, που δρουν εις βάρος των εθνικών συμφερόντων, όχι γενικώς (κάτι που μέχρι ενός σημείου ιδεολογικής παραζάλης να ήταν κατανοητό) αλλά ειδικώς των ελληνικών; Πώς κατανοείται η ταύτιση με θέσεις και απόψεις, που δεν είναι απλώς ουτοπικές, αλλά υπακούν στο ρεαλισμό άλλων; Δικαιολογείται τόση «αθωότητα» ενόσω η Τουρκία αμφισβητεί μέχρι και… τη συμπερίληψη της Πελοποννήσου στην ηπειρωτική Ελλάδα; Εκτός και αν η Πελοπόννησος κείται και αυτή «μακράν»..! Όσο για τη λεγόμενη «αριστεία», εδώ καταρρέουν και τα προσχήματα…
Για να είμαστε απολύτως δίκαιοι, το «φαίνεσθαι» και η απουσία οράματος σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού συνιστά ευρύτερη διαπίστωση, ιδίως στο δυτικό κόσμο.
Εντούτοις, το ατύχημα στην περίπτωση της Ελλάδας είναι η απουσία θεσμών, οι οποίοι να εκπληρώνουν την αποστολή του κράτους προς όφελος του πολίτη όσο η Δημοκρατία διολισθαίνει – παρενθετικά ή όχι – σε λύσεις αν μη τι άλλο «αμφιλεγόμενες», όπως πολλάκις έχουμε δει ακόμη και σε μεγάλα και «προηγμένα» ευρωπαϊκά κράτη. Προς τούτο, διακύβευμα αποτελεί η δημιουργία θεσμών απολύτως νομιμοποιημένων σε επίπεδο κοινωνίας με κατανόηση του γεγονότος ότι το εθνοκράτος συνιστά διαχρονική κοιτίδα Δημοκρατίας και προϋπόθεση εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας, όχι διάττων αστέρας προς τέρψη πάσης προέλευσης «πολιτικών αστέρων».