Τον Οκτώβριο του 1921 τουρκική βενζινάκατος έδεσε στη Μήδεια της Ανατολικής Θράκης μεταφέροντας… απελπισία αλλά και ελπίδα: Επιβάτες ήταν 101 γυναίκες και παιδιά από την (Μ)Πάφρα του Πόντου που γλίτωσαν τις ζωές τους, αλλά ξεριζώθηκαν για πάντα από τον τόπο όπου γεννήθηκαν.
Στο ίδιο πλοίο επέβαινε και ο καπετάν Ιπποκράτης Δεδέογλου (Ιππόκ Αγά), μαζί με άλλους 14 αντάρτες. Αυτοί κατάφεραν να σώσουν τον άμαχο πληθυσμό «από τις σφαγές των κεμαλικών ορδών», όπως είπε αργότερα ο οπλαρχηγός.
Ο Ιπποκράτης Δεδέογλου γεννήθηκε στη συνοικία Ισχακλή της Πάφρας. Βγήκε στο αντάρτικο στο όρος Ντεμπιάν και από γραπτές πηγές γνωρίζουμε ότι κατάφερε να σώσει δεκάδες κατοίκους της περιοχής – ήταν από τους πιο ονομαστούς καπετάνιους του Δυτικού Πόντου, δολοφονήθηκε από Βούλγαρους το 1941 στην Ελλάδα.
Σε τηλεγράφημα που εστάλη στις 11 Οκτωβρίου 1921 από τη Γενική Διοίκηση Θράκης προς το υπουργείο Εξωτερικών –περιλαμβάνεται στη διδακτορική διατριβή του Θωμά Αλεξιάδη για την Πάφρα (2012)¹–, αναφέρεται ότι μετά την άφιξή του στη Μήδεια ο Πόντιος οπλαρχηγός ζήτησε βοήθεια για να σωθούν περίπου 10.000 γυναικόπαιδα που κρύβονταν στα βουνά.
Οι Κεμαλικοί, όπως περιέγραψε, εκτελώντας το οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης, αντί να σφάζουν τον πληθυσμό, τον μάζευαν σε εκκλησίες και σπίτια και έβαζαν φωτιά.
«Ειρημένος οπλαρχηγός είπεν ημίν ότι ειρημένα γυναικόπαιδα διατρέχουσι τον κίνδυνον σφαγής, επομένως δέον ληφθή πρόνοια προς σωτηρίαν αυτών και μεταφοράν Ελλάδαν» αναφέρεται στο εμπιστευτικό τηλεγράφημα.
Ο Ιπποκράτης Δεδέογλου είχε και σχέδιο που πρότεινε στις ελληνικές Αρχές: Να σταλούν το γρηγορότερο εμπορικά πλοία κοντά στις εκβολές του ποταμού Άλυ, συνοδευόμενα από πολεμικό. Προσφέρθηκε μάλιστα να αναλάβει την αποστολή που περιλάμβανε να υποδείξει το ασφαλέστερο σημείο για να αγκυροβολήσουν. Στη συνέχεια ο ίδιος και η ολιγομελής ομάδα του θα μετέφεραν τα γυναικόπαιδα μέχρι την παραλία και από εκεί με την τουρκική βενζινάκατο στα ατμόπλοια που θα περίμεναν στα ανοιχτά.
Ταυτόχρονα, σε άλλο τηλεγράφημα, επίσης με ημερομηνία 11 Οκτωβρίου 1921, το οποίο εστάλη από την Κωνσταντινούπολη προς το υπουργείο Εξωτερικών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενημέρωνε ότι έκανε διάβημα προς τους Συμμάχους για τη σωτηρία 50.000 αμάχων που είχαν καταφύγει στα βουνά του Πόντου. Μάλιστα, τονιζόταν ότι ο υποναύαρχος Ηπίτης ήταν έτοιμος να αναλάβει με πολεμικά πλοία την τμηματική και μυστική μεταφορά όσων βρίσκονταν στον Δυτικό Πόντο.
Σχεδόν έναν μήνα μετά, στις 16 Νοεμβρίου 1921, ο αριθμός των κατατρεγμένων Ποντίων στα βουνά της Πάφρας και της Αμισού παρέμενε σχεδόν αμετάβλητος. Ο πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου του Πόντου Χρήστος Καλαντίδης έγραψε στον τότε υπουργό Εξωτερικών παρακαλώντας τον να σώσει από τη λιμοκτονία και τον βαρύ χειμώνα όσους είχαν καταφέρει να επιβιώσουν «από τη σφαγή και την ατίμωση».
Δυστυχώς, όπως σημειώνει στη διατριβή του ο Θωμάς Αλεξιάδης, καμία προσπάθεια για τη σωτηρία των γυναικόπαιδων δεν τελεσφόρησε. Υπό την προστασία ελάχιστων ανταρτών αφέθηκαν έρμαια στις διαθέσεις των Κεμαλικών, οι οποίοι καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα μέχρι και την άνοιξη του 1922 έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα βουνά.
«Από τον Νοέμβριο του 1921 μέχρι τον Απρίλιο του 1922 οι αντάρτες της Πάφρας με κινήσεις τακτικής απέφευγαν τη σύγκρουση με τον κεμαλικό στρατό για να μπορούν να διασώζουν τα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα. Η κορύφωση της σφαγής συντελέστηκε στα τέλη Μαρτίου του 1922 στο Μαησλού», γράφει ο Θωμάς Αλεξιάδης.