Πολλές είναι οι μαρτυρίες για τη συμμετοχή των Ποντίων στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940. Πρόσφυγες που προσπαθούσαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους μετά τη Γενοκτονία και την Ανταλλαγή, πολλοί μπαρουτοκαπνισμένοι στο αντάρτικο του Πόντου, άφησαν τα σπίτια τους στη βόρεια κυρίως Ελλάδα και κατευθύνθηκαν στο μέτωπο, στα βουνά της Αλβανίας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Πόντιοι του Ελληνικού Στρατού ήταν μεταξύ των πρώτων που μπήκαν στην Κορυτσά στις 22 Νοεμβρίου 1940.
Ο Ιεροκλής Γωνιάδης από την ηρωική Σάντα, το Σούλι του Πόντου, στα απομνημονεύματά του αναφέρεται στη μάχη του υψώματος Ιβάν, το οποίο κατελήφθη στις 21 Νοεμβρίου από τους Έλληνες, και μαζί του έπεσε και η Κορυτσά.
Το απόσπασμα κατέγραψε ο Χρήστος Αηδονίδης στην «Ψηφιακή Σάντα»:
«Όλοι θα πέφταμε με τα μούτρα στην μάχη. Έτσι και έγινε. Αι δημοιρίαι του λόχου με το ζόρι προχωρούσαν έπαθαν μεγάλη νίλα. Οι όλμοι έπεφταν, εμείς προχωρούσαμε αψηφώντας το θάνατο, αφού και έτσι χαμένοι ήμασταν. Πήραμε θέσεις και ταμπουρωθήκαμε. Άρχισε η μάχη. Τα τρία οπλοπολυβόλα έπαθαν εμπλοκή. Μόνο το δικό μου δεν έπαθε. Ήμουνα ο μόνος σκοπευτής, αλλά και στη θητεία μου εκπαιδεύτηκα σκοπευτής και ήξερα πως να “θεραπεύσω” όλες τις ανωμαλίες και εμπλοκές.
»Οι Ιταλοί ερχόντουσαν από απέναντι μπουλούκια διότι δεν άκουγαν ριπές αυτομάτων. Εγώ έβαλα συνεχώς , ήτο όμως το μόνο οπλοπολυβόλο που έμεινε, ο γεμιστής μου τραυματίστηκε και ήλθε άλλος να τον αντικαταστήσει, ήταν από το χωριό μου (Βεργίνα), ο Δημήτριος Παυλίδης του 6ου λόχου.
»Σκοτωθήκανε δύο από την ομάδα μας. Όλοι σκορπίσαν αφήνοντας τους τραυματίες. Το οπλοπολυβόλο το μοναδικό αναχαίτισε την ορμή των Ιταλών. Έπεσαν πολλοί, αλλά και εγώ γλίτωσα εκ θαύματος».