Κουβέντα για τις συμφωνίες της Ελλάδας με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, το ενδεχόμενο πρόκλησης ενός θερμού επεισοδίου, το ισοζύγιο των δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και για το τι έγινε στην υπόθεση παράδοσης του Αμπντουλάχ Οτζαλάν έκανε ο αρθρογράφος του pontosnews.gr Σάββας Καλεντερίδης με τον Κύπριο δημοσιογράφο Φρίξο Δαλίτη.
Η συνέντευξη που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στον «Κυριακάτικο Φιλελεύθερο».
Να ξεκινήσουμε από τις πρόσφατες αμυντικές συμφωνίες της Ελλάδας με ΗΠΑ και Γαλλία. Τι σημαίνουν αυτές οι συμφωνίες για την Ελλάδα και πώς αλλάζουν οι ισορροπίες για την περιοχή;
Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε ότι πρόκειται για δύο πολύ σημαντικές συμφωνίες, που, σε συνδυασμό με τα εν εξελίξει εξοπλιστικά προγράμματα της Ελλάδας, είναι σε θέση να αλλάξουν υπέρ ημών τις ισορροπίες στην Αν. Μεσόγειο. Άλλωστε, η σημασία των συμφωνιών αυτών φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίον αντιδρά σ’ αυτές η Τουρκία, η οποία γνωρίζει πολύ καλά πώς λειτουργούν και με ποιον τρόπο δυσχεραίνουν την πραγμάτωση των στόχων που έχει θέσει για την περιοχή.
Τι έχει αλλάξει για να μπορεί η Ελλάδα σήμερα να υπογράφει αυτές τις συμφωνίες που αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο τη σημαντικότητα του ρόλου της στην περιοχή;
Σε κάθε συμφωνία πρέπει να αναζητηθεί και να υπάρχει κοινό συμφέρον, ειδάλλως δεν μπορούμε να μιλάμε για συμφωνία. Όσον αφορά τη συμφωνία με τη Γαλλία, υπάρχει το κοινό συμφέρον στην Αν. Μεσόγειο τη βόρειο και την υποσαχάρεια Αφρική. Ειδικά σε ό,τι αφορά την Αν. Μεσόγειο, η Γαλλία έχει παραδοσιακή παρουσία, από την εποχή που είχε ως προτεκτοράτα της τη Συρία και το Λίβανο, ενώ κατείχε και την περιοχή της Κιλικίας-Αλεξανδρέττας. Τη σύγχρονη περίοδο έχουν προστεθεί και τα ενεργειακά, που όπως έχει αποδειχτεί από τις τελευταίες εξελίξεις, αφορούν την Ευρώπη και το τεράστιο ζήτημα της ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία.
Αυτά τα συμφέροντα της Γαλλίας πλήττονται από την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας και γι’ αυτό η Γαλλία αναζήτησε έναν αξιόπιστο «ομοιοπαθή», τον οποίον βρήκε στο πρόσωπο της Ελλάδας.
Όσον αφορά τη συμφωνία με τις ΗΠΑ, κι εδώ υπάρχει κοινό συμφέρον. Οι ΗΠΑ εξασφάλισαν μια συμφωνία για τις βάσεις, που εξυπηρετεί τους στρατηγικούς τους σχεδιασμούς για την ευρύτερη περιοχή, ενώ η Ελλάδα εξασφάλισε κάποιες εγγυήσεις για την ασφάλεια, την εδαφική της ακεραιότητα, τα δικαιώματα στις θαλάσσιες ζώνες, με συχνές αναφορές στο διεθνές δίκαιο.
Πάντως, και η μια συμφωνία και η άλλη, είναι ένα ηχηρό μήνυμα στην Τουρκία του Ερντογάν, η πολιτική του οποίου ενοχλεί το Παρίσι, την Ουάσιγκτον και την Αθήνα. Αυτό είναι που έχει αλλάξει, εκεί αναζητήθηκε και στις δύο περιπτώσεις το κοινό συμφέρον.
Πώς θα αντιδράσει η Τουρκία πιστεύετε απέναντι σε αυτά τα δεδομένα; Είδαμε νέες προκλήσεις. Να αναμένουμε κλιμάκωση της έντασης; Πού θεωρείτε ότι θα φτάσει;
Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η κάθε συμφωνία μπορεί να παραμείνει ένα «άδειο πουκάμισο», αν τα δύο μέρη δεν την «καλλιεργούν» με τις κατάλληλες πολιτικές.
Αν κυρίως η Ελλάδα προσαρμόσει τις πολιτικές της με βάση αυτές τις δύο συμφωνίας, που η μια συμπληρώνει την άλλη, τότε οι δυνατότητες της Τουρκίας να αντιδράσει σε πρακτικό επίπεδο είναι περιορισμένες. Μπορεί όμως να αντιδράσει πολιτικά. Είτε υπό μορφή δηλώσεων, είτε υπό μορφή δελεαστικών προτάσεων προς Γαλλία και ΗΠΑ, για να αλλοιώσει το περιεχόμενο των συμφωνιών. Γι’ αυτό είπα ότι οι συμφωνίες απαιτούν και τις κατάλληλες πολιτικές με συνεχή στήριξη και μόχλευση.
Όμως η υπογραφή των συμφωνιών δεν σημαίνει και λύση των προβλημάτων με την Τουρκία, ειδικά στο θέμα των θαλασσίων ζωνών.
Όσο δεν υπάρχει οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, η Τουρκία θα εκμεταλλεύεται την κατάσταση και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα συνεχίσει τις προκλήσεις της. Όμως αυτό δεν αφορά τις υπογραφείσες συμφωνίες.
Σε αυτές τις νέες προκλήσεις της Τουρκίας, ποια θα είναι τα περιθώρια αντίδρασης της Ελλάδας;
Η Ελλάδα με τις συμφωνίες και τα εξοπλιστικά προγράμματα που έχει εξαγγείλει, αλλάζει επίπεδο. Αποκτά εθνική αυτοπεποίθηση, ισχυροποιείται πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά και μπορεί να περάσει με προσεκτικά βήματα από την πολιτική του κατευνασμού στην πολιτική της αποτροπής.
Όμως η πολιτική αυτή δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερα αποτελέσματα στις μη οριοθετημένες θαλάσσιες ζώνες. Εκεί τα περιθώρια αντίδρασης είναι περιορισμένα και ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος η Τουρκία να δημιουργήσει τετελεσμένα.
Είναι μια πολύ δύσκολη εξίσωση, τη λύση της οποίας μπορούν να την βρουν οι πολιτικοί.
Σας ανησυχεί το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου ή το θεωρείτε απομακρυσμένο ενδεχόμενο;
Αν και είναι παρακινδυνευμένο να κάνει κανείς προβλέψεις στο θέμα αυτό, με βάση την ανάλυση που έχω κάνει πάνω στη στρατηγική της Τουρκίας, δεν υπάρχει το θερμό επεισόδιο. Για τον απλούστατο λόγο, η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη το κενό που υπάρχει στην Αν. Μεσόγειο αλλά και στο Αιγαίο, λόγω της μη οριοθέτησης, θεωρεί ότι θα πάρει όλα όσα περιέχονται στο χάρτη και το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», χωρίς να ρίξει ούτε μια τουφεκιά.
Γιατί να προκαλέσει θερμό επεισόδιο, το οποίο είναι εξαιρετικά πιθανό να εξελιχθεί σε πόλεμο σε όλα τα μέτωπα με την Ελλάδα, έναν πόλεμο που υπάρχουν πολλές μα πάρα πολλές πιθανότητες να τον χάσει;
Και δεν κάνουμε ψυχολογικό πόλεμο εδώ πέρα. Η κατάσταση στην τουρκική πολεμική αεροπορία και την αεράμυνα, είναι τραγική και το ξέρουν καλύτερα απ’ όλους ο Ερντογάν και οι σύμβουλοί του. Και έναν πόλεμο τον 21ο αιώνα δεν τον κερδίζεις χωρίς αεροπορία.
Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ένα θερμό επεισόδιο, το οποίο θα οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή άλλον εξωγενή παράγοντα.
Ποιος είναι ο ρόλος της Κύπρου σε αυτά τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται στην περιοχή και ποιος ο αντίκτυπος σε σχέση με το Κυπριακό;
Ασφαλώς η Κύπρος επωφελείται. Όμως αυτό είναι καθαρά θεωρητικό. Για να έχουμε πρακτικά αποτελέσματα, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να ξεκαθαρίσει τι θέλει. Αν συνεχίσει την πολιτική της «διζωνικής δικοινοτικής» ομοσπονδίας, τότε τα μόνα κέρδη που μπορούμε να περιμένουμε, είναι να αναχαιτιστεί σε ένα βαθμό η επιθετικότητα της Τουρκίας, που θέλει ολόκληρη την Κύπρο.
Αν αλλάξουμε δόγμα, αν για παράδειγμα η Κυπριακή Δημοκρατία υιοθετήσει το δόγμα της απελευθέρωσης των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων από κάθε ξένη εξάρτηση, με στόχο ένα κράτος όπου θα διαβιούν ισότιμα με πλήρη ασφάλεια και σεβασμό των δικαιωμάτων τους όλοι οι πολίτες της Κύπρου, τότε ίσως θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε χώρο και για την Κυπριακή Δημοκρατία στη νέα αρχιτεκτονική της περιοχής.
Άλλωστε, η Δύση χρωστάει στην Κύπρο. Έχει χρέος να την απαλλάξει από το έκτρωμα που η ίδια δημιούργησε.
Πιστεύετε ότι θα υπάρξουν πιέσεις προς την Κύπρο σε σχέση με το Κυπριακό αλλά και σε ό,τι αφορά το ενεργειακό πρόγραμμα στην ΑΟΖ της; Εκφράζεται η άποψη ότι η Κύπρος θα θυματοποιηθεί από μια νέα ένταση…
Απ’ όσο θυμάμαι, η Τουρκία έκανε λεονταρισμούς στο Οικόπεδο 12. Έστειλε και τότε πλοίο ερευνών και δύο πολεμικά πλοία. Όταν η τότε ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, κυρία Χίλαρι Κλίντον δήλωσε ότι οι ΗΠΑ δεν θα επιτρέψουν αμφισβήτηση δικαιωμάτων και συμφερόντων αμερικανικής εταιρείας και ότι θα αντιδράσουν, η Τουρκία έβαλε την ουρά στα σκέλια και έκτοτε, αν δεν κάνω λάθος, δεν παρενοχλεί και δεν παρεμβαίνει στα τεκταινόμενα εκεί.
Καλό είναι να περιμένουμε να δούμε την αντίδραση της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο Οικόπεδο 11 και στην επικείμενη γεώτρηση της ExxonMobil. Πάντως, μάλλον θα έχουμε μια από τα ίδια.
Όσον αφορά τις ανάλογες ενέργειες της Total και της ΕΝΙ, εκεί πιστεύω ότι είναι απαραίτητη η παρέμβαση της ΕΕ. Χωρίς αυτήν, τα πράγματα θα είναι δύσκολα.
Πώς βλέπετε το ρόλο της Τουρκίας σε αυτά τα νέα δεδομένα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου σε σχέση και με την στάση των ΗΠΑ;
Εκτιμώ ότι οι ΗΠΑ δεν ενοχλούνται και δεν βλέπουν με καλό μάτι την πολιτική της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία με τη στάση της έχει δημιουργήσει μια «μαύρη τρύπα» στην περιοχή αυτή, που αντί να παράγει, καταναλώνει ασφάλεια. Γι’ αυτό επέτρεψε την υπογραφή της συμφωνίας με τη Γαλλία, γι’ αυτό υπέγραψε και η ίδια τη συμφωνία με την Ελλάδα.
Οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν να βρουν λύση που να ικανοποιεί κατ’ ελάχιστον την Τουρκία και στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο.
Αν η Τουρκία επιμείνει στη «Γαλάζια Πατρίδα», τότε θεωρώ ότι οι ΗΠΑ θα πάρουν το μέρος της Ελλάδας, για να αποτρέψουν την αποσταθεροποίηση της περιοχής.
Ποιος ο ρόλος της Ρωσίας και της ΕΕ σε αυτές τις εξελίξεις;
Διαχρονικός στρατηγικός στόχος της Ρωσίας είναι η αποδυνάμωση αν όχι η διάλυση της ΝΑ Πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Περίμενε ότι αυτό θα γινόταν με την επιχείρηση κατάληψης της Κύπρου, ότι δηλαδή θα είχαμε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Ό,τι δεν πέτυχε τότε, το επιτυγχάνει τώρα, εκμεταλλευόμενη τους φόβους της Τουρκίας για το Κουρδικό.
Ο Πούτιν, γνωρίζοντας την αδυναμία αυτή της Τουρκίας, άνοιξε την «αγκαλιά» του στον Ερντογάν, ο οποίος ήταν και παραμένει χολωμένος από την πολιτική των ΗΠΑ στη ΒΑ Συρία.
Του έδωσε την άδεια να εισβάλει στην Αλ Μπαμπ, το Αφρίν και τη Σερκάνιγιε-Γκίρε Σπί, για να αποτρέψει τον Κουρδικό Διάδρομο και εξασφάλισε το Χαλέπι, τους S-400 και το πυρηνικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Σήμερα η Τουρκία, επειδή είναι εξαρτημένη ενεργειακά από τη Ρωσία, έχει ήδη αποδυναμώσει την ΝΑ Πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Επί πλέον η Ρωσία, εκμεταλλευόμενη στη στάση της Τουρκία, σταθεροποίησε τη θέση της στη Συρία και την Αν. Μεσόγειο.
Όσον αφορά την ΕΕ, το μέλλον της οποίας σε κάποιο βαθμό εξαρτάται από τα κοιτάσματα της Αν. Μεσογείου, είναι σχεδόν μηδενικός και είναι κρίμα για την ίδια και τα κράτη μέλη της.
Πέστε μας κάτι για την ιστορία του Οτζαλάν. Ήσασταν εκ των πρωταγωνιστών. Τι έγινε εκείνες τις μέρες;
Είναι μια θλιβερή ιστορία όχι μόνο για τον ίδιο τον ηγέτη των Κούρδων και τον κουρδικό λαό, αλλά και για την Κύπρο και την Ελλάδα. Κατά την άποψή μου, η περιοχή μας θα αποκτήσει ασφάλεια, σταθερότητα και προοπτικές ανάπτυξης και ευημερίας, μόνον εάν λυθεί το Κουρδικό. Και η σύλληψη του Άπο, περιέπλεξε τα πράγματα και απομάκρυνε χρονικά τη λύση του Κουρδικού.
Εκεί στο Ναϊρόμπι, η ελληνική κυβέρνηση υπέκυψε στις πιέσεις των ΗΠΑ και της Τουρκίας και παρέδωσε τον ηγέτη των Κούρδων στα χέρια των δημίων του.
Το θλιβερό είναι ότι μέχρι σήμερα καμία ελληνική κυβέρνηση δεν είχε το θάρρος να κάνει την «κάθαρση» και να ζητήσει συγγνώμη από τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν και από τον Κουρδικό λαό.
Αυτό θα είναι η λύτρωση για τον ελληνισμό, για να φύγει από πάνω μας το στίγμα της παράδοσης.