Η Αμισός –ή Σαμψούντα, κατά το Τραπεζούντα, Κερασούντα, Ριζούντα– είναι μία από τις τριάντα επαρχίες της Τουρκίας με μητροπολιτική θέση. Βρίσκεται στην περιοχή της Κεντρικής Μαύρης Θάλασσας.
Σήμερα αποτελείται από 17 συνοικίες και 1.247 γειτονιές. Είναι η 16η πιο πυκνοκατοικημένη επαρχία της Τουρκίας με πληθυσμό 1.356.079 και η μεγαλύτερη πληθυσμιακά πόλη της Μαύρης Θάλασσας.
Η μεγάλη ανοικοδόμηση των τελευταίων χρόνων, αλλά και η μετεγκατάσταση πολλών κατοίκων, οφείλεται στην ανάπτυξη που υπάρχει στους τομείς του εμπορίου και των μεταφορών.
Ιστορική αναδρομή
Η Αμισός ιδρύθηκε το 562 π.Χ από τους Ίωνες της Φώκαιας. Ο Στράβων θεωρεί τους Ενετούς, φυλή παφλαγονική που πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, ως πρώτους κατοίκους, ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει τους Σύρους Καππαδόκες.
Στη βυζαντινή εποχή οι πιο συχνοί τύποι του ονόματος της πόλης είναι Αμινσός και Αμινσώ.
Το ευαγγέλιο του Χριστού διαδόθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα ή τον Άγιο Φωκά. Κατά τα τέλη πάντως του 1ου μ.Χ. αιώνα και στις αρχές του 2ου υπήρχε μια ανθηρή χριστιανική κοινότητα στην πόλη.
Στα τέλη του 12ου αιώνα οι Σελτζούκοι με αρχηγό τον εμίρη Κιλίτς Αρσλάν Β΄ κατάφεραν να εγκατασταθούν κοντά στην Αμισό και να θεμελιώσουν μια καινούργια πόλη που την ονόμασαν Samsun (εις Αμισόν – ς’ Αμισόν – ς’ Αμι(ι)σον – Σαμσόν- Σαμσούν). Οι δυο πόλεις που απείχαν μόνο ένα χιλιόμετρο όχι μόνο δεν ήταν εχθρικές, αλλά στην πραγματικότητα είχαν συμφέροντά στενά συνδεδεμένα.
Στα 1393 ο Οθωμανός Σουλτάνος Μπαγιαζίτ Ι΄ Γιλντιρίμ πήρε τη Σαμψούντα από τον εμίρη της Κασταμονής – από τότε περήλθε στην τουρκική κυριαρχία. Σταδιακά άρχισε να εξοντώνεται ή διώκεται από την πόλη ο χριστιανικός πληθυσμός της, μέρος του οποίου εγκαταστάθηκε στην κώμη της Άνω Αμισού.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ο πρώτος που μας δίνει κάποια θετική πληροφορία για τον ελληνισμό της περιοχής είναι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος. Επισκέφθηκε τον Πόντο το 1681 και παρόλο που δεν βρήκε κανένα χριστιανό στην Αμισό και τη γύρω περιοχή, συνάντησ σε «χωρίον πλησίον αυτής, εν και μόνον χριστιανόν», εννοώντας προφανώς την Άνω Αμισό, η οποία αποκαλείται και Καδίκιοϊ.
Οι κάτοικοι της Άνω Αμισού ήταν ελληνόφωνοι, είχαν δύο μεγάλες ενορίες (των Αγίων Θεοδώρων και του Αγίου Γεωργίου), δύο ελληνικά σχολεία, καθώς και τον πολιτιστικό σύλλογο «Ορφεύς».
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1856 η Αμισός άρχισε να προσελκύει από παντού Έλληνες εμπόρους και βιοτέχνες, οι οποίοι μετέφεραν ή επέκτειναν μέχρι εκεί τις επιχειρήσεις τους. Τόσο η γεωγραφική της θέση, όσο και το εύφορο έδαφος στο οποίο ευδοκιμούσε εκπληκτικά το φυτό του καπνού, ήταν ο κυριότερος λόγος που έφτασε στη μεγαλύτερη εμπορική και οικονομική πρόοδο.
Ο νέος ελληνικός πληθυσμός προερχόταν από την Τραπεζούντα, την Οινόη, την Κωνσταντινούπολη, ακόμη και από την ελεύθερη Ελλάδα.
Η ποικιλία του καπνού σ’ αυτή την περιοχή είναι η καλύτερη όλης της Τουρκίας. Έτσι η Αμισός μέσα σε τέσσερις δεκαετίες έγινε κέντρο μονοπωλίου καπνού και είχε την αποκλειστικότητα εμπορίας σε όλη την Ανατολή, γεγονός που προσέλκυσε και πολλούς Ευρωπαίους.
Τόσο η παραγωγή όσο και η διάθεση του καπνού βρίσκονταν κυρίως σε χέρια ελληνικά.
Το 60% της παραγωγής το αγόραζαν Έλληνες καπνέμποροι, το 25% ξένες εταιρείες, το 10% Αρμένιοι, και μόνο το 5% Τούρκοι επιχειρηματίες. Το 1916 η ετήσια σοδειά έφτασε στα 4.000.000 κιλά, ενώ το 1917 έπεσε στα 315.000 κιλά λόγω της εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού από του Νεότουρκους και τον συνεργάτη τους Τοπάλ Οσμάν.
Η ελληνική κοινότητα Αμισού
Το 1914 η Αμισός είχε 40.000 κατοίκους – 20.000 Έλληνες, 16.500 Τούρκους, 2.000 Αρμένιους και 1.500 από άλλες εθνότητες.
Από το 1910 είχε εξελιχθεί σε σύγχρονη πόλη και η ελληνική κοινότητα επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά ρεύματα ανέπτυξε έντονη εκπαιδευτική, κοινωνική και πνευματική δράση.
Μέχρι και το 1923 ύπηρχαν πολλοί μορφωτικοί σύλλογοι, όπως οι: «Περικλής», «Αναγέννησις», «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών», «Ορφεύς». Επίσης κυκλοφορούσαν οι εφημερίδες Άγκυρα, Αναγέννησις, Διογένης και Φως.
Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, υπήρχαν το «Τσινέκειο νηπιαγωγείο» και γυμνάσιο, δωρεά του ευεργέτη της κοινότητας Τσινεκίδη, Αρρεναγωγείο, Αστική Σχολή και Παρθεναγωγείο.
Τα δεινά των Ελλήνων της Σαμψούντας
Τα μαύρα χρόνια για τους Έλληνες του Πόντου ξεκίνησαν το 1914. Σύμφωνα με το βιβλίο του Χρήστου Σαμουηλίδη Αμισός (Σαμψούντα) και η περιφέρειά της (εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, 2004):
«Το πρόγραμμα της λεηλασίας, εξορίας και σφαγής συνεχίστηκε και στα άλλα χωριά της Σαμψούντας. Αποσπάσματα στρατιωτών και ατάχτων εξορμούσαν σε όλα τα ρωμαίικα χωριά, έπιαναν όσους άντρες και γυναικόπαιδα δεν είχαν στο μεταξύ κρυφτεί στα δάση και στα βουνά, σχημάτιζαν αποστολές (σεφκιέτ) και τις έστελναν εξορία στο Τσόρουμ, στη Μερζιφούντα, στο Σογκουρλού και αλλού, για να πεθάνουν από την πείνα και τα δεινοπαθήματα.
»Τα σπίτια των εξορίστων καίγονταν και τα ζώα τους κατάσχονταν από τα αποσπάσματα ή λεηλατούνταν από Τούρκους των γειτονικών χωριών. Οι φάκελοι των χωριών της περιφέρειας Σαμψούντας που υπάρχουν στα Αρχεία του ΚΜΣ (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών) αναφέρουν τον εμπρησμό 31 χωριών.
»Μετά την καταστροφή του άμαχου και ειρηνικού πληθυσμού, ο Ραφέτ πασάς έδωσε διαταγή να εξοντωθούν και όλοι όσοι κατέφυγαν στα βουνά του Αγιού-τεπέ, Κοτσά-νταγ και Νεμπιέν-νταγ».
Θωμαΐς Κιζιρίδου