Από το 1952, που Ελλάδα και Τουρκία μπήκαμε στο NATO, οι ΗΠΑ και η Αγγλία αντιμετώπισαν τις δύο χώρες ως «ενιαίο χώρο» για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής-σοβιετικής απειλής. Και επειδή σ’ αυτόν τον ενιαίο χώρο η αξία της τουρκικής επικράτειας ήταν ζωτικότερης σημασίας από αυτήν της ελληνικής, στα προβλήματα που προέκυψαν μεταξύ των δύο χωρών το διάστημα του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ και η Αγγλία άλλοτε πήραν εμφανώς το μέρος της Τουρκίας και άλλοτε τήρησαν ευμενή προς την Τουρκία ουδετερότητα.
Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύθηκε όλα αυτά τα χρόνια η Τουρκία, ξεδιπλώνοντας χωρίς κανένα κόστος τις απαράδεκτες απαιτήσεις και διεκδικήσεις της εις βάρος της Ελλάδας και του ελληνισμού.
Την επιθετικότητα της Τουρκίας ενθάρρυνε η στάση της καθημαγμένης από τον εμφύλιο Ελλάδας, οι κυβερνήσεις της οποίας δεν διανοήθηκαν να φέρουν το NATO και τους ισχυρούς συμμάχους προ των ευθυνών τους, ούτε να αντιδράσουν όπως απαιτούσαν κάθε φορά οι συνθήκες, όπως όταν για παράδειγμα η Τουρκία έκανε επίθεση με απίστευτη βαρβαρότητα στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, ή όταν χουντικοί και δημοκράτες έβλεπαν να τουρκικά αποβατικά να εισβάλλουν στην Κύπρο.
Αυτό ακριβώς εκμεταλλεύθηκε η Τουρκία. Βλέποντας ότι η Ελλάδα πειθαρχεί στα κελεύσματα της Συμμαχίας και δεν αντιδρά καθώς κα ότι δεν υπάρχουν διεθνείς αντιδράσεις και ότι Ουάσιγκτον, Λονδίνο και Βρυξέλλες, όπου η έδρα του NATO, στην ουσία χαϊδεύουν τις πολιτικές της Άγκυρας, ξεδίπλωσε όλο το φάσμα των διεκδικήσεών της εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, διεκδικήσεις που φθάνουν μέχρι και την αμφισβήτηση της ύπαρξης –πέραν της Κυπριακής Δημοκρατίας– και αυτού του ίδιου του ελληνικού κράτους.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την ανάληψη της εξουσίας από το Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο Ερντογάν έβαλε στην άκρη τους παλιούς του συντρόφους και έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Ο Ερντογάν, διά του νεοοθωμανισμού, που είναι η επίσημη ιδεολογία του, επιδιώκει την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πλήρη έλεγχο στις μουσουλμανικές χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και άσκηση επιρροής διά της ήπιας ισχύος στις άλλες μη μουσουλμανικές χώρες.
Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Συρία, το Ιράκ και τη Γεωργία, επιδιώκει την εφαρμογή του Εθνικού Όρκου, που προβλέπει την κατάληψη και προσάρτηση της ελληνικής Θράκης, των νησιών του Αιγαίου πέραν του 25ου μεσημβρινού, ολόκληρης της Κύπρου, της βόρειας Συρίας, του βορείου Ιράκ και της αυτόνομης δημοκρατίας της Ατζαρίας, στη Γεωργία.
Μάλιστα, την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο, ο Ερντογάν προετοιμάζεται να εισβάλει για τέταρτη φορά στη βόρεια Συρία, για την πραγμάτωση του Εθνικού Όρκου. Σημειώνεται ότι είναι αδιανόητη μια εισβολή στη χώρα αυτή, χωρίς τουλάχιστον την ανοχή της Ρωσίας και των ΗΠΑ.
Ενώ ο Ερντογάν προσπαθεί να μετατρέψει τη χώρα του σε πρώτη φάση σε περιφερειακή δύναμη και σε δεύτερη, όταν κατορθώσει να γίνει ηγεμονεύουσα χώρα του μουσουλμανικού κόσμου, σε παγκόσμια υπερδύναμη, στην ευρύτερη περιοχή θίγονται συμφέροντα μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων καθώς και ενεργειακών κολοσσών.
Το δε ΝΑΤΟ δεν μπορεί να παίξει κανέναν ρόλο στην κατάσταση αυτή, γι’ αυτό επανέρχονται στο προσκήνιο της Ιστορίας οι διμερείς ή τριμερείς συμμαχίες, όπως έγινε την περίοδο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι συμμαχίες στις οποίες συμμετείχε η Ελλάδα στους Βαλκανικούς Πολέμους, στο τέλος των οποίων διπλασιάστηκε η ελληνική επικράτεια.
Η Ελλάδα έχει υπογράψει διάφορες συμφωνίες αμυντικής συνεργασίες με χώρες της περιοχής. Οι πιο σημαντικές είναι αυτές που υπέγραψε με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Γαλλία και εσχάτως τις ΗΠΑ.
Η συμφωνία με τις ΗΠΑ περιέχει ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής, κάτι που επιβεβαιώνεται και με την επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«Επεκτείνει τη στρατηγική μας αμυντική εταιρική σχέση και εμφανώς εμφανίζει τη σταθερή μας αποφασιστικότητα αμοιβαία να διαφυλάξουμε και να προστατεύσουμε την υπεροχή και την εδαφική ακεραιότητα των χωρών μας από ενέργειες που απειλούν την ειρήνη, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης ή της απειλής αυτής.»
Το σημείο αυτό της συμφωνία και της επιστολής Μπλίνκεν, κατά την άποψή μας είναι το πιο σοβαρό και ξεκάθαρο.
Φυσικά υπάρχουν και τα σημεία στην επιστολή του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, που χρειάζονται προσοχή, όπως το:
«Εκτιμούμε ιδιαίτερα τη σταθερή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για διάλογο με της γείτονές της και την προσήλωσή της στην επίλυση των διαφορών ειρηνικά μέσω διπλωματίας και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.».
Ο διάλογος με έναν που διεκδικεί από την Ελλάδα θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε επώδυνες εθνικές υποχωρήσεις, αν και στην ίδια πρόταση υπάρχει και η επίκληση του διεθνούς δικαίου, το οποίο όμως όχι μόνο δεν σέβεται αλλά ούτε καν αναγνωρίζει η Τουρκία, καθότι το οθωμανικό «δίκαιο» υπερτερεί του διεθνούς…
Επίσης, σημαντική είναι η αναφορά στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου, όπου όμως και πάλι η «συνεργασία» και «οικονομική ευημερία σε ολόκληρη την περιοχή», προοιωνίζονται δώρα στην Τουρκία:
«Είναι μακροχρόνια πεποίθησή μας ότι η ανάπτυξη των πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να προάγει τη συνεργασία και να παρέχει τα θεμέλια για διαρκή ενεργειακή ασφάλεια και οικονομική ευημερία σε ολόκληρη την περιοχή σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.»
Τέλος, εξαιρετικής σημασίας η ακροτελεύτια πρόταση της επιστολής Μπλίνκεν προς τον πρωθυπουργό της Ελλάδος κ. Κυριάκο Μητσοτάκη:
«Πιστεύουμε επίσης ακράδαντα στον σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας, καθώς και κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεσμεύεται να διασφαλίσει τη σταθερότητα και την ευημερία σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.»
Αν οι ΗΠΑ τηρήσουν τη δέσμευσή τους να διασφαλίσουν τη σταθερότητα και την ευημερία σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ ταυτοχρόνως μιλούν για σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας, καθώς και των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της δικαιοδοσίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, τότε η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει μια συμφωνία που κλείνει τη μαύρη τρύπα της ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου και μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι αν ακολουθήσουμε σόφρωνα και προσεκτική πολιτική, θα αποφύγουμε την εθνική καταστροφή που ακούει στο όνομα της «Γαλάζιας Πατρίδας».