Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό Πέμπτης, στις 12 Οκτωβρίου 1944, όταν οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα, καλώντας τους Αθηναίους να πανηγυρίσουν το τέλος της γερμανικής κατοχής. Μέχρι τις 3 Νοεμβρίου είχε αποχωρήσει από την ηπειρωτική Ελλάδα και ο τελευταίος στρατιώτης της Γερμανίας και της Βουλγαρίας.
Η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση των Γερμανών και των συμμάχων τους Βουλγάρων είχε σημάνει λίγους μήνες νωρίτερα, στις 6 Ιουνίου, όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία.
Στο χρονικό διάστημα μέχρι την Απελευθέρωση είχαν ενταθεί οι πολιτικές διαβουλεύσεις για τη μετακατοχική κατάσταση στην Ελλάδα. Από την πλευρά τους, οι Γερμανοί έψαχναν παρασκηνιακά τρόπους ασφαλούς αποχώρησής τους από τη χώρα μας. Από τις 26 Απριλίου 1944 επικεφαλής της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, οι Άγγλοι όμως ήταν αυτοί που κινούσαν τα νήματα. Με τις συμφωνίες Λιβάνου (17-20 Μαΐου 1944) και Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944) οι ανταρτικές ομάδες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ είχαν τεθεί υπό τις διαταγές της κυβέρνησης Παπανδρέου, που είχε εμπλουτισθεί και με στελέχη του ΕΑΜ.
Οι Γερμανοί άρχισαν να αποχωρούν σταδιακά από την Αθήνα από το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου με κατεύθυνση προς Βορρά.
Στις 8 το πρωί της 12ης Οκτωβρίου οι ελάχιστοι Γερμανοί που είχαν απομείνει στην Αθήνα συγκεντρώθηκαν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Εκεί, σε μια πρόχειρη όσο και βιαστική τελετή, ο επικεφαλής των κατοχικών δυνάμεων, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι, συνοδευόμενος από τον κατοχικό δήμαρχο Αθηναίων Άγγελο Γεωργάτο, κατέθεσε στεφάνι.
Το μόνο που απέμενε ήταν η υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Ένας Γερμανός στρατιώτης κατέβασε τη σβάστικα χωρίς καμία επισημότητα στις 09:15, την πήρε υπό μάλης και αποχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι, σηματοδοτώντας το τέλος της γερμανικής κατοχής που διήρκεσε 1.625 μέρες και την αρχή ενός τρελού πανηγυριού στους δρόμους της Αθήνας.
Χιλιάδες κόσμου με τη γαλανόλευκη στα χέρια αλληλοασπάζονταν, αναφωνώντας «Χριστός Ανέστη», παιδιά σκαρφάλωναν στις οροφές των τραμ, ενώ απ’ άκρη σ’ άκρη αντηχούσε ο Εθνικός Ύμνος. Μετά από τριάμισι χρόνια δουλείας και σκλαβιάς, οι Αθηναίοι ανάπνεαν για πρώτη φορά τον μεθυστικό αέρα της λευτεριάς.
Στις έξι ημέρες που πέρασαν μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης στην Αθήνα, την εξουσία ασκούσε τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τους Θεμιστοκλή Τσάτσο, Φίλιππο Μανουηλίδη και Γιάννη Ζεύγο, συνεπικουρούμενη από τον διοικητή της Αστυνομίας Αθηνών, Άγγελο Έβερτ.
Δύο ημέρες αργότερα άρχισαν καταφθάνουν στην πρωτεύουσα δυνάμεις του 3ου Σώματος του βρετανικού στρατού υπό τον αντιστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι, που έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από τους Αθηναίους.
Στις 18 Οκτωβρίου έφτασε στην Αθήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και η κυβέρνησή του.
Την ίδια ημέρα, ο πρωθυπουργός σε μια συγκινητική τελετή ύψωσε την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη και στη συνέχεια μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος που είχε γεμίσει ασφυκτικά την πλατεία Συντάγματος από τον εξώστη του υπουργείου Οικονομικών.
Σε μια αριστοτεχνικά δομημένη ομιλία του εξήγγειλε τις προθέσεις της κυβέρνησής του, τονίζοντας μεταξύ άλλων την ανάγκη να ικανοποιηθούν οι εθνικές διεκδικήσεις, να αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία, να επιλυθεί το πολιτειακό ζήτημα μετά από ελεύθερο δημοψήφισμα και να τιμωρηθούν οι συνεργάτες των κατακτητών. Το πλήθος, που συχνά τον διέκοπτε με συνθήματα υπέρ του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, υποδέχθηκε τις εξαγγελίες του με κραυγές και ιαχές υπέρ της λαοκρατικής δημοκρατίας.
Ο Παπανδρέου, που ήταν αναγκασμένος να ακροβατεί συνεχώς μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, απάντησε με τη χαρακτηριστική φράση που έμεινε στην ιστορία: «Πιστεύομεν και εις την λαοκρατίαν».
Όμως οι χαρές και τα πανηγύρια για την απελευθέρωση κράτησαν μόνο 53 ημέρες, όπως σημειώνει το sansimera.gr.
Στις αρχές Δεκεμβρίου τα όπλα θα αντηχήσουν ξανά στους δρόμους της πρωτεύουσας, αλλά αυτή τη φορά θα είναι στραμμένα κατά αδελφών («Δεκεμβριανά»).