Το όνομα Βέμπο επέλεξε η ίδια να υιοθετήσει κάνοντας και τις απαραίτητες νόμιμες διαδικασίες επειδή έτσι είχε συνηθίσει να προφέρει το όνομά της το κοινό.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπου.
Όταν γράφεται η ιστορία
Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, στις 10 Φεβρουαρίου του 1910, και ήταν το πρώτο παιδί του καπνεργάτη Θανάση Μπέμπου. Ο τελευταίος είχε μεν καταγωγή από τη Λάρισα αλλά λόγω δουλειάς βρέθηκε στην Καλλίπολη. Αλλά και το 1912 η οικογένεια Μπέμπου εγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε ο μεγάλος της αδελφός και η αδελφή της.
Το 1914, με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας Ανταλλαγής που συνομολόγησε η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο.
Στο Βόλο η Σοφία –που την φώναζαν Έφη χαϊδευτικά– άρχισε να δουλεύει ταμίας σε κατάστημα. Παράλληλα της άρεσε η μουσική και αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ’ αυτή.
Η καριέρα της ως τραγουδίστρια ξεκίνησε τυχαία, το 1933, στη Θεσσαλονίκη, με έναν ιμπρεσάριο που αποδείχθηκε στην πορεία, πράκτορας των Γερμανών και μετά κατέβηκε στην Αθήνα.
H σημαδιακή χρονιά
Τo 1938 η Σοφία Βέμπο ζει μια μοναδική χρονιά. Κάνει το ντεμπούτο της στο σινεμά με την Προσφυγοπούλα.
Ήδη ήταν εξαιρετικά δημοφιλής μεταξύ των Ελλήνων της Αιγύπτου οπότε η πρόταση για μια ελληνο-αιγυπτιακή παραγωγή ήταν απολύτως φυσιολογική. Όχι όμως το είδος αφού πρόκειται για δραματική ταινία. Το φιλμ μέχρι και πριν από μια 10ετία εθεωρείτο χαμένο και φυσικά η θέαση του έχει πρωτίστως ιστορική αξία.
Από την άλλη στη χώρα μας, η Βέμπο, κάνει συμβόλαιο με τη δισκογραφική που της παραχωρεί το πρωτοφανές ποσοστό του 10% των κερδών από την πώληση του κάθε δίσκου της. Έχει απίστευτες επιτυχίες όπως το «Κάποιο μυστικό», «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει» «Κλαις», ενώ στην επιθεώρηση Βιολέτα στο θέατρο Σαμαρτζή, τραγούδησε ίσως το πιο διαχρονικό τραγούδι στην χώρα μας. Ναι το «Πόσο λυπάμαι» είναι 83 ετών και συνεχίζει ακάθεκτο. Και δικαίως.
Έλα όμως που η ιστορία θέλησε μια άλλη επιτυχία εκείνης της χρονιάς, τη «Ζεχρά» όχι μόνο να περάσει στην ιστορία του τόπου αλλά και να αλλάξει όλη η ζωή της Βέμπο.
«Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά»
Σας θύμισε κάτι η Ζεχρά; Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στις 10:00 ώρα που θα συνέχιζε το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Ζαππείου με αναμετάδοση τραγουδιών της Βέμπο, ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος διακόπτει τη ροή του προγράμματος και προβαίνει στην ιστορική εκείνη ανακοίνωση της επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων κατά της Ελλάδας και την άμυνα των ημετέρων. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε αρχίσει.
Το ελληνικό θέατρο και τραγούδι τάσσεται υπέρ των Ελλήνων πολεμιστών και ο καθένας προσφέρει όπως μπορεί. Ο Μίμης Τραϊφόρος αλλάζει τους στίχους της «Ζεχρά» –που υπέγραφε ο Κωνσταντινουπολίτης Αιμίλιος Σαββίδης– και γίνονται «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά»
Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή, σε μία συμβολική πράξη, προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες.
Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή, όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.
Ο έρωτας και ο πόλεμος
Όμως δεν ήταν η μόνη αλλαγή που έφερε στην ζωή της η «αλλαγμένη» Ζεχρά. Η γνωριμία, ο έρωτας, η σχέση και ο γάμος με τον Μίμη Τραϊφόρο ήταν ένα κεφάλαιο όχι απλά μυθιστορηματικό. Περιείχε τα πάντα. Από πόλεμο της οικογένειας της, μέχρι και ζήλια. Αλλά πολύ ζήλια. Η Σπεράντζα Βρανά στο αυτοβιογραφικό Τολμώ είχε γράψει για τον ξυλοδαρμό της από τη Βέμπο επειδή η τελευταία πίστευε ότι είχε σχέση με τον Τραϊφόρο. Ούτε η Ζωζώ Σαπουντζάκη γλίτωσε τη σύγκρουση με τη Βέμπο λόγω ζήλιας της, αλλά εδώ τουλάχιστον ήταν αναίμακτα τα πράγματα.
Και οι ιστορίες ζήλιας δεν τελειώνουν εδώ. Κάποια φορά, άφησε την ορχήστρα να παίζει την εισαγωγή της «Ταμπακέρας», μπήκε στα παρασκήνια και έσπασε στο ξύλο μια μπαλαρινούλα που υποψιαζόταν πως τα είχε με τον «Μίμη της». Μια άλλη φορά, κατέβηκε από τη σκηνή –σε ένα γεμάτο θέατρο!– και επιτέθηκε σε μια κοπέλα που είχε δει στο βάθος, ότι την φλέρταρε ο Τραϊφόρος και άλλη μια κρύφτηκε μέσα σε ένα καμαρίνι και περίμενε το «παράνομο» ζευγάρι. Όταν τελικά εμφανίστηκε, έπεσε, λένε, άγριο ξύλο.
Λέγεται ακόμα, σαν ανέκδοτο πως κάποια στιγμή, σε κάποιο τραπέζι στην Κωνσταντινούπολη ο Έλληνας πρόξενος της είπε: «Δεν ξέρω τι λες Σοφία για τον Τραϊφόρο, αλλά για να τον κρατάς τόσα χρόνια πρέπει να διαθέτει μεγάλα προσόντα».
«Α, μπα, φήμες αγαπητέ μου, φήμες… Μεγάλα προσόντα… Σιγά… Ρωτήστε και την κοπέλα που τα γνωρίζει πολύ καλά», απάντησε η Σοφία δείχνοντας μια νεαρή τραγουδίστρια που καθόταν στο τραπέζι.
To 2018, η υιοθετημένη κόρη τους Χάιδω Τραϊφόρου είχε πει σε συνέντευξή της στην Espresso, για τη σχέση Βέμπου-Τραϊφόρου ότι «Ο Τραϊφόρος δεν έμενε ποτέ στο σπίτι, παρά μόνο όταν ήταν με τους συνεργάτες του και έγραφε τραγούδια. Έφευγε από το σπίτι, γιατί, αν καθόταν εκεί, τσακωνόταν πάντα με τη Σοφία. Δεν υπήρχε μέρα που να μη γίνει καβγάς. Θυμάμαι μια φορά που είχε μείνει στο σπίτι ο Τραϊφόρος, επειδή έβρεχε πολύ, και δεν καβγάδισαν, πήγα και τους έπιασα τα χέρια για να δω αν έχουν πυρετό! Για τον Μίμη όμως ήταν η μούσα του. Τη λάτρευε. Του ζητούσαν όλοι οι ερμηνευτές της εποχής να τους γράψει κι εκείνος έλεγε: “Έχω τη Σοφία μου εγώ”. Τον ενέπνεε πολύ».
Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Σοφία Βέμπο
Η καριέρα της συνεχίζεται και στα 60s αρχίζει σιγά-σιγά να ελαττώνει τις εμφανίσεις της. Και ναι, έλαβε μέρος στις Ολυμπιάδες της χούντας, τραγουδώντας τα πατριωτικά άσματα του Έπους του ΄40. Και δεν ήταν η μόνη.
Από τις αρχές των 70s είχε κόψει από τραγούδι και θέατρο. Ζούσε με τον Μίμη Τραϊφόρο, εθισμένη στο αλκοόλ και τα ηρεμιστικά.
Τη βραδιά του Πολυτεχνείου η Σοφία Βέμπο βρισκόταν στο διαμέρισμά της επί της οδού Στουρνάρα και παρακολουθούσε τα τανκς από το μπαλκόνι της να εισβάλλουν στο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Λίγο αργότερα κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της, άνοιξε την πόρτα και έβαλε μέσα, στο σπίτι της, όσους «τυχερούς» φοιτητές έβλεπε να περνάνε αλαφιασμένοι από μπροστά της. Η κίνηση της αυτή μαθεύτηκε, διαδόθηκε αμέσως και έτσι η Ασφάλεια χτύπησε το κουδούνι της. Η ίδια αρνήθηκε ότι συμβαίνει κάτι και οι ασφαλίτες αποχώρησαν. Ποιος θα τολμούσε, άλλωστε, να πειράξει την «Τραγουδίστρια της Νίκης»;
Διόλου τυχαίο που ξαναεμφανίστηκε πρώτη στις εκδηλώσεις για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στο Καλλιμάρμαρο, παραφράζοντας και αφιερώνοντας το πιο δημοφιλές τραγούδι της στους νεαρούς αγωνιστές του Πολυτεχνείου: Παιδιά της Ελλάδος παιδιά/ και τα τανκς γονατίσαν/ κείνη τη βραδιά…
Έφυγε από τη ζωή στις 11 Μαρτίου του ’78 , από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Μίμης Τραϊφόρος, έφυγε 20 χρόνια ακριβώς μετά, τον Μάρτιο του 1998. Η οικογένεια της Βέμπο, δεν επέτρεψε να ταφεί μαζί της…