Δεν υπάρχει κανείς στην Ελλάδα που να πιστεύει πως η χώρα μπορεί να ασκήσει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Το ερώτημα είναι που εντοπίζεται αυτή η παθογένεια και αν μπορεί να θεραπευθεί.
Οι ρίζες της εξάρτησης και της κακοδαιμονίας της χώρας (διχόνοια, κοτζαμπασισμός και πολλά άλλα) τέθηκαν πριν, ακόμη, ολοκληρωθεί η Επανάσταση του ’21.
Πρωταγωνιστής ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αγαπημένο ιστορικό πρόσωπο των «εκσυγχρονιστών». Στον Μαυροκορδάτο γίνονται οι απώτερες αναφορές του «εκσυγχρονιστικού» ρεύματος.
Μια διχασμένη, ευνουχισμένη από τον κοτζαμπασισμό και ηττημένη μερικές φορές επαναστατική εξέλιξη αναζητούσε προστάτες για να την σώσουν. Και ο Μαυροκορδάτος τους βρήκε στην Αγγλία. Αλλά και οι άλλοι πρωταγωνιστές της Επανάστασης έγερναν στις άλλες δυνάμεις της εποχής: Γαλλία και Ρωσία. Ο Μαυροκορδάτος, ή, ποστέλνικος, όπως τον αποκαλούσε ο Κολοκοτρώνης, επινόησε και έθεσε σε εφαρμογή ένα ιδιαίτερο κράμα δυτικού φιλελευθερισμού και κοτζαμπασισμού που θα σφραγίσει την ελληνική πολιτική επί πολλές δεκαετίες.
Θα θέσει τα θεμέλια του «κράτους προστασίας» που θα επισφραγιστεί με τα δύο μεγάλα αγγλικά δάνεια.
Όπως αναφέρει στο ενδιαφέρον βιβλίο του «1821-2021 Ρέκβιεμ ή Αναγέννηση» ο Γιώργος Καραμπελιάς, «οι εθνικές ήττες θα καθιστούν αναγκαίους τους μηχανισμούς της προστασίας και ο ρεαλισμός θα ταυτίζεται με την υποταγή. Μια επανάσταση που κινδύνευε ήταν αδύνατον να επιβάλλει τους όρους της. Επομένως, προσφυγή στην προστασία στο εξωτερικό και εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό.
»Αυτό το ζήτημα αγγίζει τη γενετική αντινομία της επανάστασης και θα έλεγα του νεώτερου ελληνισμού. Οι “πολιτικοί” φαναριώτες όπως ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης, οι “Αληπασαλήδες” όπως ο Κωλέττης, διέθεταν γνώσεις και πολιτική συγκρότηση, ενίοτε και μεγάλες ικανότητες. Ωστόσο, η σταδιοδρομία τους μέχρι την Επανάσταση είχε εξελιχθεί, σχεδόν, αποκλειστικά κάτω από την Οθωμανική εξουσία και έτσι είχαν εθιστεί στους τρόπους που αυτή επέβαλε: κρυψίνοια, διαρκείς δολιχοδρομίες, δουλικότητα, συνδυασμένη με θράσος και σκληρότητα όταν χρειαζόταν».
Η Ελλάδα από τότε δεν ανέκαμψε. Δεν ολοκλήρωσε την Επανάσταση ούτε εδαφικά (αν όχι το μεγαλύτερο, ένα πολύ σημαντικό μέρος και, κυρίως, το οικονομικά και πολιτισμικά πιο προβεβλημένο του ελληνισμού έμεινε εκτός εθνικού κράτους), ούτε κυριαρχικά. Δεν απέκτησε ποτέ την ανεξαρτησία της.
Η εθνική ανεξαρτησία δεν είναι κάτι που κατακτήθηκε με την Επανάσταση και στην πορεία απωλέσθηκε. Η εξάρτηση βρίσκεται στον γενετικό κώδικα του νέου ελληνισμού.
Ουσιαστικά οι ηγέτες της Ελλάδας είναι, πάντοτε, τοποτηρητές των Δυνάμεων. Και προσπαθούν να διαχειριστούν προς όφελος των προστατών τους τις ελληνικές υποθέσεις. Ιδιαίτερα στις μέρες μας η έννοια της πατρίδας έχει θολώσει, στην «εκσυγχρονιστική» – αποδομητική αντίληψη και το κακό είναι ότι δεν έχει αντικατασταθεί με κάτι άλλο με ιδεολογικό περιεχόμενο που θα μπορούσε να κρατήσει συνεκτική μια κοινωνία. Οπότε χωρίς συνοχή και συνείδηση ενιαίας κρατικής υπόστασης, δεν έχει νόημα και η έννοια της ανεξαρτησίας. Εν ολίγοις, πολλούς δεν ενοχλεί η εξάρτηση της χώρας. Ίσως, την αναζητούν. Όπως επ;i παραδείγματι, την εποχή των σύγχρονων μνημονίων όταν κυριαρχούσε το σύνθημα «και να μην υπήρχαν τα μνημόνια, έπρεπε να τα αναζητήσουμε».
Από τον κανόνα αυτό δεν έχει ξεφύγει καμιά κυβέρνηση. Για να μην χαθούμε στο ιστορικό παρελθόν και να έρθουμε στο σήμερα, από τον κανόνα αυτό δεν ξέφυγε ούτε η χθεσινή κυβέρνηση που υποτίθεται, εκφράζει την Αριστερά, ούτε η σημερινή που εκφράζει το φιλελεύθερο ρεύμα. Με δύο λόγια όλο το πολιτικό φάσμα είναι εξαρτημένο και αλλοτριωμένο.
Οι Δυνάμεις, έχουν τη δύναμη να αλλάζουν τις κυβερνήσεις αν δεν τους κάνουν τα θελήματα. Επέβαλαν έναν πρωθυπουργό που δεν γνώριζε ότι στη θάλασσα υπάρχουν σύνορα και άλλαξαν αρκετούς πρωθυπουργούς του μη αριστερού χώρου που, απλώς, προβληματίστηκαν για το βαθμό και το βάθος της εξάρτησης, όχι για την εξάρτηση. Η εξάρτηση είναι δεδομένη. Τα σύγχρονα μνημόνια μπορούν να παραλληλιστούν – τηρουμένων των αναλογιών– με τις ήττες της Επανάστασης τις οποίες καλούντο οι Δυνάμεις της εποχής να τις διαχειριστούν για να μην σβήσει η επαναστατική φλόγα. Τότε είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν ένα μικροελλαδικό κράτος διότι τους βόλευε στα γεωπολιτικά τους σχέδια. Σήμερα, αποφάσισαν να το διατηρήσουν ως αποικία διότι κάθε άλλη επιλογή θα ήταν χειρότερη.
Η οικονομική εξάρτηση σήμερα είναι η ένοπλη υποδούλωση του χθες. Με τα μνημόνια και την οικονομική της κυριαρχία η Γερμανία πέτυχε στην Ευρώπη ό,τι δεν κατάφερε με τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους.
Με αυτά και μ’ αυτά, διαμορφώθηκε ένα κράτος χωρίς αυτοπεποίθηση. Φοβικό απέναντι στην Τουρκία την οποία αν αποφασίσει να αντιμετωπίσει μπορεί και υπόδουλο στα μεγάλα κέντρα της Δύσης. Η υποδούλωσή του βάθυνε με την τελευταία οικονομική κρίση. Στην εξάρτησή του οφείλεται η καταλυτική για την ύπαρξη του ελληνισμού ήττα του ’22 (η Ελλάδα που δημιουργήθηκε χωρίς τα μικρασιατικά παράλια δεν έχει καμιά σχέση με την Ελλάδα που γνωρίσαμε από την ιστορία και ούτε θα αποκτήσει). Στην εξάρτηση οφείλονται και οι δύο διχασμοί (1916-1946). Η Ελλάδα δεν υφίσταται ως ανεξάρτητη υπόσταση. Δεν δείχνει, με τις τάσεις που επικρατούν σήμερα, να υπάρξει και ως πολιτιστική οντότητα που άφησε το αποτύπωμά της στην ιστορία.
Μέσα σ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, οι «κυβερνήσεις» της χώρας πρέπει να διαχειριστούν την πολιτική των Δυνάμεων από τις οποίες εξαρτώνται λειαίνοντας συνεχώς τις γωνίες των εθνικών της συμφερόντων. Έτσι είχαμε μια σειρά μικρών, όπως παρουσιάστηκαν, αλλά στο σύνολό τους σημαντικών απωλειών και τώρα την εγκατάλειψη της έννοιας της ΑΟΖ. Γύρω από την ΑΟΖ δεν παίζεται μόνο το ψάρεμα η οι υδρογονάνθρακες. Παίζεται η αξιοπιστία και η ύπαρξη της χώρας.
Και ο υπουργός Εξωτερικών και ο πρωθυπουργός (δεν νοείται δημόσια διάσταση) εγκαταλείπουν την ιδέα της ΑΟΖ για λόγους… οικολογικούς. Δεν θέλουμε να μολύνουμε το περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου και, προφανώς, θα αφήσουν τον ρόλο αυτό, μάλλον, στην Τουρκία. (Μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Ο ΥΠΕΞ χειροκροτήθηκε από το ελληνικό κοινό όταν πριν λίγους μήνες στην Τουρκία ύψωσε τη φωνή του. Αλλά, πριν αλέκτωρ λαλήσαι…)
Η Τουρκία δεν είναι μια δύναμη που δεν αντιμετωπίζεται. Θέλει, όμως, πολιτική βούληση γι’ αυτό. Και η βούληση αυτή δεν υπάρχει. Όλες οι κινήσεις της κυβέρνησης και οι τοποθετήσεις προσώπων σε κρίσιμες θέσεις παραπέμπουν σε μια λογική «μην κάνουμε τίποτε και εκτεθούμε στους ξένους». Με αυτήν την νοοτροπία ούτε καν προτεκτοράτο δεν μπορείς να διατηρήσεις.
Το κακό είναι πως με την επίκληση ατυχών ιστορικών στιγμών που με κακή προετοιμασία η χώρα έχασε και εξαρτήθηκε ακόμη περισσότερο, το αποδομητικό, «εκσυγχρονιστικό» ρεύμα του οποίου σύγχρονος ηγήτωρ υπήρξε ο Σημίτης, και σε λαϊκό επίπεδο συντάσσεται με τη φοβική λογική των υποχωρήσεων. Η Τουρκία διεκδίκησε πέραν των ορίων του Διεθνούς Δικαίου και η Ελλάδα υποχώρησε ή η ελληνική κυβέρνηση ψάχνει τον τρόπο να υποχωρήσει χωρίς να φανεί. Με τη διαχείριση και της πληροφόρησης και την ενεργοποίηση του κομματικού στρατού ο οποίος προκρίνει το κομματικό συμφέρον από το συμφέρον της κρατικής συλλογικότητας στην οποία ανήκουμε.
Με δύο λόγια, η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει την Τουρκία χωρίς να κάνει πόλεμο.
Με εξοπλισμούς, βεβαίως, καλή οργάνωση και στελέχωση αλλά και επίδειξη αποφασιστικότητας. Αυτά, όμως, προϋποθέτουν ανεξάρτητη σκέψη για την διαμόρφωση πολιτικής βούλησης και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.
Φοβάμαι πως και πάλι θα υποχωρήσουμε όπως όλα δείχνουν.
Διακόσια χρόνια δεν άλλαξαν ούτε ο κοτζαμπασισμός, ούτε η υπόδουλη νοοτροπία, ούτε ο φόβος προς την Τουρκία. Έτσι, όμως, δεν οικοδομείται σύγχρονο κράτος. Και, προπαντός, δεν οικοδομείται με την θεσμική κυριαρχία των αποδομητικών αντιλήψεων. Χυλός, ναι, μπορεί να φτιαχτεί. Κράτος, όμως, όχι.