Τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι αρχικές εκτιμήσεις για ένα αρμονικά εξελισσόμενο διεθνές σύστημα αποτελούσαν φενάκη. Τρεις δεκαετίες μετά και η αστάθεια συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό των διακρατικών σχέσεων σε μια σειρά περιφερειακών υποσυστημάτων ανά τον πλανήτη και οι πρόσφατες εξελίξεις στο Αφγανιστάν αποτελούν ακόμη ένα τέτοιο δείγμα, το οποίο επαληθεύει όσα έγκαιρα επεσήμανε ο Αμερικανός Robert Gilpin:
«Όταν με την απουσία της κομουνιστικής απειλής οι Ηνωμένες Πολιτείες απέμειναν η μοναδική υπερδύναμη στον πλανήτη, πολλοί σχολιαστές πίστεψαν ότι οι αμερικανικές φιλελεύθερες αξίες της δημοκρατίας, του ατομικισμού και της ελευθερίας των αγορών είχαν θριαμβεύσει και ότι ο κόσμος βρισκόταν στο κατώφλι μιας εποχής που θα χαρακτηριζόταν από άνευ προηγουμένου ευμάρεια, άνθηση της δημοκρατίας και ειρήνη.
»Οι λιγότερο αισιόδοξοι παρατηρητές αντέτειναν ότι η διπολική σταθερότητα του μεταπολεμικού κόσμου έδινε της θέση της σε έναν χαοτικό, πολυπολικό κόσμο όπου θα δέσποζαν πέντε ή περισσότερες μείζονες δυνάμεις, έναν κόσμο χαρακτηριζόμενο από νέες μορφές έντονης εθνικής, πολιτικής και οικονομικής αντιπαράθεσης. Μάλιστα, ορισμένοι δε δίστασαν να διατυπώσουν την εκτίμηση ότι ο κόσμος ενδέχεται στο μέλλον να αναπολεί με νοσταλγία το απλούστερο και ασφαλέστερο διπολικό ψυχροπολεμικό τοπίο, το οποίο ο ιστορικός John Lewis Gaddis αποκάλεσε “μακρά ειρήνη”».
Τα ζητήματα ασφάλειας και ανασφάλειας συνδέονται πλέον με μια διαρκή προσπάθεια μετακύλισης βαρών από την υπερδύναμη προς έτερους δρώντες με το διττό στόχο της ελαχιστοποίησης του ειλημμένου από την ίδια στρατηγικού κόστους και ταυτόχρονα της καλλιέργειας προϋποθέσεων κατατριβής για τους βασικούς αντιπάλους. Είναι πασιφανές ότι το εν λόγω παίγνιο στρατηγικών ανταγωνισμών εξωθεί γεωγραφικές ζώνες στην αποσταθεροποίηση, καθώς η απόπειρα περιορισμού του κόστους στο πλαίσιο του ορθολογικού κριτηρίου ταυτίζεται με τη δημιουργία κενών ισχύος είτε προς εκμετάλλευση από αναθεωρητικούς δρώντες είτε προς διαχείριση από υποστηρικτές της καθεστηκυίας τάξης.
Υπό τους συγκεκριμένους όρους, η εικόνα της υπερδύναμης στο Αφγανιστάν είναι προφανώς αρνητική όσον αφορά το επίπεδο του στρατηγικού σχεδιασμού αποχώρησης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμάται ο ευρύτερος στρατηγικός σχεδιασμός των Αμερικανών, ο οποίος εμπεριέχει τη δυναμική του ισλαμικού τόξου στην κεντρική Ασία, τα σημεία ανταγωνισμού και κατατριβής κυρίως με τον κινεζικό παράγοντα, αλλά και τη θέση των συμμάχων τους προ των ευθυνών τους.
Εδώ και ορισμένα χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν σαφώς επιλέξει τη λογική του «δόγματος Νίξον», ήτοι της μετακύλισης βαρών σε κομβικά κράτη με στόχο την αποφυγή της υπερεξάπλωσης.
Ορθολογικά αναλύοντας το διεθνή ρόλο των ΗΠΑ, η διοχέτευση πόρων προς το σκοπό της εξισορρόπησης της Κίνας δεν επιτρέπει πλέον την κατασπατάληση ανθρωπίνων και υλικών πόρων σε μέτωπα, τα οποία κρίνονται ως κοστοβόρα χωρίς αντίκρισμα και ενδεχομένως, με την κατάλληλη στρατηγική διαχείριση, θα μπορούσαν να δορυφοριοποιηθούν διαδραματίζοντας ένα ρόλο, όχι φυσικά συμμαχικό προς τον αμερικανικό παράγοντα, αλλά σίγουρα εχθρικό προς το βασικό αντίπαλο των ΗΠΑ.
Αυτή η συνθήκη είναι αναγκαία, προκειμένου οι ΗΠΑ να αντικρίσουν απερίσπαστες πλέον το αναδυόμενο διεθνές περιβάλλον και είναι βέβαιο ότι λειτουργούν υπό τους εν λόγω όρους.
Το Αφγανιστάν συνιστά ένα πλήγμα στη στρατηγική εικόνα τους, αλλά και οι τρέχουσες εξελίξεις είναι μέρος του επιτελικού σχεδιασμού τους, ο οποίος ανεξαρτήτως αν κυλά ομαλά, καταλήγει στην αποδέσμευσή τους από έναν πόλεμο που δεν τους προσέφερε τίποτα αντίστοιχο με τις απώλειές τους.