Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 82 ετών άφησε σήμερα από πολυοργανική ανεπάρκεια ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο οποίος εδώ και χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Μάλιστα τους τελευταίους εννέα μήνες νοσηλεύονταν στo Πειραϊκό Θεραπευτήριο στην Καστέλλα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου είχε μεταφερθεί η οικογένεια του το 1940. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Κωνσταντινούπολη και της μητέρας του από τα Ιωάννινα.
Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του, το 1953 και το 1954, έπαιξε μπάσκετ με τον ΠΑΟΚ.
Σπούδασε στο Μόναχο πολιτικός μηχανικός· στη Γερμανία έζησε 16 χρόνια και εργάστηκε σε κατασκευές δημόσιων έργων τόσο στη χώρα όσο και στην Αυστρία, την Ελβετία και την Ιταλία.
Η χούντα τού είχε αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια λόγω της αντιστασιακής του δράσης, και έτσι στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975.
Το 1964 παντρεύτηκε τη Γκούντρουν Μολντενχάουερ, με την οποία απέκτησε μία κόρη κι έναν γιο, και το 2004 τη Βίκυ Σταμάτη με την οποία απέκτησε ακόμα έναν γιο.
Η πολιτική καριέρα
Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Από το 1985 έως και τις εκλογές του 2004 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής στην Α’ Θεσσαλονίκης.
Το 1995 ο Άκης Τσοχατζόπουλος διετέλεσε αναπληρωτής πρωθυπουργός και με την ιδιότητα αυτή εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Σύνοδο Κορυφής στη Μαδρίτη.
Μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου τον Ιανουάριο του 1996, έθεσε υποψηφιότητα για την ανάδειξη του νέου πρωθυπουργού που θα εξέλεγε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Ισοψήφησε με τον Κώστα Σημίτη (από 53 ψήφοι), ενώ ακολούθησαν σε ψήφους οι Γεράσιμος Αρσένης και Γιάννης Χαραλαμπόπουλος. Στην επαναληπτική ψηφοφορία έλαβε 75 ψήφους, έναντι 86 του Κώστα Σημίτη.
Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, και μετά το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, διεκδίκησε στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ την προεδρία του κόμματος, απέτυχε όμως να εκλεγεί με αντίπαλο τον Κώστα Σημίτη.
Έρευνα πόθεν έσχες και καταδίκη
Στις 30 Μαΐου 2010 οι εφημερίδες Καθημερινή και Πρώτο Θέμα σε δημοσιεύματά τους ανέφεραν ότι η σύζυγος του Άκη Τσοχατζόπουλου αγόρασε έναντι ενός περίπου εκατομμυρίου ευρώ σπίτι στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, συμφερόντων της υπεράκτιας εταιρείας Τορκάσο, τρεις ημέρες πριν από την ψήφιση του νόμου «περί αποκατάστασης της φορολογικής Δικαιοσύνης και αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής».
Ο νόμος αυτός περιείχε διάταξη που πενταπλασίαζε τη φορολογία ακινήτων που ανήκουν σε υπεράκτιες εταιρείες.
Την 1η Ιουνίου η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ελένη Ράικου διέταξε προκαταρκτική εξέταση με αφορμή τα δημοσιεύματα, ενώ έρευνα άσκησε και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος.
Στις 26 Μαΐου 2011 δημοσιεύτηκαν τα πρώτα στοιχεία που αφορούσαν την έρευνα του ΣΔΟΕ για το πόθεν έσχες του Άκη Τσοχατζόπουλου. Σύμφωνα με το πόρισμα, η τιμή που είχε δηλώσει ότι αγόρασε το σπίτι του ήταν μικρότερη από την αντικειμενική του αξία.
Αργότερα, κλήθηκε στον εισαγγελέα ως ύποπτος για ανειλικρινή φορολογική δήλωση. Τον Απρίλιο του 2014 το Εφετείο τον καταδίκασε σε 5,5 χρόνια φυλάκιση και χρηματική ποινή 210.000 ευρώ, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου.
Σκάνδαλο Siemens
Παράλληλα, ύστερα από την έρευνα κοινοβουλευτικής επιτροπής για το σκάνδαλο με τις δωροδοκίες από τη Siemens, βγήκαν στη δημοσιότητα διάφορα στοιχεία περί συμμετοχής πολιτικών προσώπων, μεταξύ αυτών και του Άκη Τσοχατζόπουλου.
«Ο κ. Τσοχατζόπουλος ελέγχεται για τις ενέργειές του ως υπουργός Εθνικής Άμυνας την περίοδο από το 1996 έως 2001. Η επιτροπή συνδυάζει τις παραγγελίες εξοπλιστικών συστημάτων που έγιναν επί υπουργίας του με τις καταθέσεις μαρτύρων που είχαν συνεργαστεί με την εταιρία Siemens ότι είχαν δωροδοκήσει Έλληνες πολιτικούς και αξιωματούχους για τα Patriot», αναφέρεται στο πόρισμα.
Σκάνδαλο υποβρυχίων
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος κατέθεσε μήνυση κατά του Der Spiegel με αφορμή δημοσίευμα τον Φεβρουάριο του 2011 που τον συνέδεσε με την υπόθεση δωροδοκιών της εταιρείας κατασκευής υποβρυχίων Ferrostaal.
Αμέσως μετά, η επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής αποφάσισε τον έλεγχο του πόθεν έσχες του πρώην υπουργού.
Την 1η Ιουλίου η Βουλή με ευρεία πλειοψηφία αποφάσισε την άσκηση ποινικής δίωξη κατά του Άκη Τσοχατζόπουλου για παθητική δωροδοκία σε βάρος του Δημοσίου και για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Οι καταδίκες
Στις 11 Απριλίου 2012 συνελήφθη με την κατηγορία του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος και οδηγήθηκε στην ΓΑΔΑ.
Στις 16 Απριλίου, μετά από πολύωρη απολογία, ο Άκης Τσοχατζόπουλος με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα, κρίθηκε προφυλακιστέος. Ανάλογες ήταν οι αποφάσεις για τη σύζυγο του Βίκυ Σταμάτη, την κόρη του καθώς και για πολλούς συνεργάτες του.
Στις 7 Οκτωβρίου 2013 καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή κάθειρξης 20 ετών. Σύμφωνα με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που κήρυξε ενόχους και καταδίκασε τους 17 από τους συνολικά 19 κατηγορούμενους στην υπόθεση, το ποσό που καταλογίζεται ότι έλαβε ο πρώην υπουργός ανέρχεται σε περίπου 54 εκατομμύρια ευρώ μέσα σε μία δεκαετία.
Συγκεκριμένα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε πως ο Άκης Τσοχατζόπουλος ζητούσε μίζες κατά τη διάρκεια της θητείας του στο υπουργείο Άμυνας, από την άνοιξη του 1997 έως και τον Οκτώβριο του 2001. Τα χρήματα που εισέπραξε διακινήθηκαν τμηματικά και μέσω άλλων προσώπων ή εταιρειών, ώστε να αποκρυφτεί η πραγματική τους προέλευση.
Η έφεση δεν είχε ανασταλτικό χαρακτήρα και οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού.
Στις 4 Μαΐου 2017 αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους. Με γραπτή δήλωσή του επέμεινε ότι η δίωξή του ήταν «καθαρά πολιτική» και ανέφερε ότι θα το αποδείξει «με στοιχεία πέραν πάσης αμφισβήτησης» κατηγορώντας τους Γιώργο Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη ότι «σε συνεργασία με ελληνικές και ξένες υπηρεσίες παρέδωσαν τη χώρα στους ξένους και στους δανειστές».
Στις 31 Οκτωβρίου 2017, έπειτα από απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, ο Άκης Τσοχατζόπουλος οδηγήθηκε και πάλι στη φυλακή. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 2018 αποφυλακίστηκε ξανά, επικαλούμενους προβλήματα υγείας.