Η Μερζιφούντα βρίσκεται στο σημείο όπου συναντώνται οι δρόμοι που οδηγούν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και της κεντρικής Ανατολίας. Ορθώνεται σε μια πεδιάδα την οποία διαρρέει ποταμός.
Αυτή η πεδιάδα, που από την αρχαιότητα ήταν ιδιαίτερα εύφορη, έχει φιλοξενήσει πολλούς πολιτισμούς, οι οποίοι χρονολογούνται από το 5500 π.Χ.
Τρανή απόδειξη του γεγονότος οι εκατοντάδες ταφικοί τύμβοι που έχουν βρεθεί στην περιοχή. Γνωστή από την αρχαιότητα και για τα ιαματικά λουτρά της που ο Στράβων τα χαρακτηρίζει στα Γεωγραφικά ως «υγιεινά σφόδρα».
Αρχαίοι χρόνοι
Οι Χετταίοι έχτισαν τις πρώτες οχυρώσεις της αρχαίας Μερζιφούντας και κατοίκησαν στην περιοχή μέχρι και το 1200 π.Χ. Από τον 8ο αι. π.Χ. εγκαταστάθηκαν οι Φρύγες και χρησιμοποίησαν τους οικισμούς των Χετταίων, ειδικά το κάστρο, όρθωσαν ταφικούς τύμβους, κτήρια και επισκεύασαν τις οχυρώσεις της αρχαίας πόλης που ονομαζόταν Φαζημών, σύμφωνα με τον Στράβωνα.
Με τις επιδρομές των Κιμμέριων και των Σκυθών από τον Καύκασο, το 600 π.Χ. οι Φρύγες άρχισαν να εγκαταλείπουν την περιοχή.
Στην πεδιάδα της Μερζιφούντας έχουν βρεθεί τάφοι που χρονολογούνται από τα τέλη του 7ου αιώνα και τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Τα περιεχόμενά τους εκτίθενται στο μουσείο της Αμάσειας.
Κατά τα χρόνια του Βασιλείου του Πόντου η Μερζιφούντα κατείχε σημαντική θέση, μιας και η πρωτεύουσα του βασιλείου ήταν η γειτονική Αμάσεια για 200 χρόνια. Έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο, με καίρια θέση όσον αφορά τη στρατιωτική άμυνα και την ασφάλεια των εμπορικών οδών.
Επίσης, ο Μιθριδάτης ο Ε΄ έχτισε κάστρο που τ’ ονόμασε Μερζιπόντ – μερτζ στα περσικά σημαίνει υπαίθριος οικισμός. Με σταδιακές παραφθορές στο χρόνο η ονομασία κατέληξε σήμερα στο Μερζιφόν (Merzifon).
Ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική εποχή
Η ρωμαϊκή εποχή στον Πόντο αρχίζει με την ήττα και το θάνατο του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορα. Η Αμάσεια κυριεύθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο το 70 π.Χ., ενώ το 64 π.Χ. ο Πομπήιος μετονόμασε τη Μερζιφούντα σε Νεάπολη και τη μετέτρεψε σε ρωμαϊκή αποικία.
Οι καταστροφές που προκλήθηκαν από τους εμφύλιους πολέμους στην επαρχία της Αμάσειας –και στην περιοχή της Μερζιφούντας– αποκαταστάθηκαν από τον Αυτοκράτορα Αδριανό το 131 π.Χ.
Τότε κτίστηκε στο σημερινό χωριό Καρσίγιακα (Karşıyaka) ναός προς τιμή του Στράτιου Διός, από τον οποίο κιονόκρανα και οι επιγραφές εκτίθενται στον κήπο του αρχαιολογικού μουσείου της Αμάσειας.
Η πόλη συνέχισε να είναι ισχυρή υπό τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Για μικρό χρονικό διάστημα, τον 8ο αιώνα βρέθηκε υπό αραβική κυριαρχία. Κατόπιν τούτου κτίστηκε το κάστρο Μπουλάκ (Bulak) στην πεδιάδα της Μερζιφούντας, για να διασφαλίσει την οδική ασφάλεια.
Τον 11ο αιώνα οι Δανισμενίδεςάρχοντες έφεραν το ισλάμ στην πόλη και οι Βυζαντινοί δεν κατάφεραν να την ανακαταλάβουν· έτσι πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1393. Και κατά την οθωμανική περίοδο η Μερζιφούντα εξακολουθούσε να αποτελεί σημαντικό εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο.
Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι της Μερζιφούντας
Από το 1830 είχαν εγκατασταθεί Έλληνες μεταλλωρύχοι της Αργυρούπολης κοντά στο ανενεργό έως τότε μεταλλείο αργύρου της περιοχής, δημιουργώντας τον οικισμό Γκιουμούς Ματέν.
Μέχρι και το 1910 η Μερζιφούντα είχε ανθηρή και ισχυρή ελληνική κοινότητα και στην περιφέρειά της υπήρχαν έξι ελληνικά χωριά.
Η κοινότητα διατηρούσε τον ιερό ναό της Αγίας Βαρβάρας που ανοικοδομήθηκε το 1904.
Στο διάβα του χρόνου, και μετά την Ανταλλαγή, ο ναός μετατράπηκε σε σινεμά. Σήμερα, μετά την αποκατάσταση του κτηρίου που ξεκίνησε το 2009 και τελείωσε το 2015, στεγάζει το πολιτιστικό κέντρο της πόλης.
Η Μερζιφούντα είχε και ισχυρή αρμενική κοινότητα. Οι Αρμένιοι εμφανίστηκαν στην περιοχή από τον 7ο αιώνα, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους πολέμους και τις συνεχείς επιδρομές που έπλητταν την πατρογονική γη τους.
Έτσι, μετανάστευσαν στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που θα γίνει γνωστή ως Θέμα Αρμενιακών, με πρωτεύουσα την Αμάσεια.
Λόγω της γεωπολιτικής και πολιτισμικής θέσης της η Αρμενία βρισκόταν μεταξύ των περιοχών εξάπλωσης του χριστιανισμού, του ζωροαστρισμού και αργότερα του ισλάμ. Έτσι στη Μερζιφούντα ζούσε μία από τις τελευταίες κοινότητες των Αρμένιων ζοροάστρων, οι οποίοι πιθανότατα δολοφονήθηκαν κατά την Γενοκτονία των Αρμενίων.
Το αμερικανικό Κολέγιο Ανατόλια
Από τον 19ο αιώνα η Μερζιφούντα έγινε κέντρο του ευρωπαϊκού εμπορίου και της ιεραποστολικής δραστηριότητας των προτεσταντών στον Πόντο. Οι Αμερικανοί ιεραπόστολοι ίδρυσαν θεολογικό σεμινάριο το 1862 και το 1886 δημιούργησαν οικοτροφείο, το Κολέγιο Ανατόλια με πρώτο πρόεδρο τον δρ Τσαρλς Τρέισι.
Ονομάστηκε Ανατόλια από το σύνθημα του κολεγίου που ήταν «Η αυγή έρχεται» και συμβόλιζε την έναρξη μιας νέας εποχής στην περιοχή. Στη σφραγίδα ήταν ο ανατέλλοντας ήλιος πάνω από το όρος Ακ Νταγ στο ανατολικό άκρο της πεδιάδας της Μερζιφούντας.
Το 1893 επεκτάθηκε ώστε να εξυπηρετεί και κορίτσια. Το κολέγιο Ανατόλια πρόσφερε στους Έλληνες και Αρμενίους σπουδαστές του υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, εμμένοντας στην εμπέδωση των αρχών της Ελευθερίας και του Ανθρωπισμού.
Επίσης παρείχε προστασία τόσο στους σπουδαστές όσο και στις οικογένειες τους κατά την περίοδο που ξεκίνησαν οι αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης εναντίον των Αρμένιων και των Ελλήνων.
Οι αναταραχές είχαν ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1890. Το 1915 ο μισός πληθυσμός της Μερζιφούντας (Μαρζοβάν στα αρμενικά) ήταν Αρμένιοι.
Η κορύφωση της ακμής του Κολεγίου Ανατόλια ήταν την περίοδο 1913-1914, όταν το δυναμικό του αριθμούσε 425 μαθητές (200 Έλληνες, 160 Αρμενίους, 40 Ρώσους, 25 Τούρκους) και 33 καθηγητές (10 Αμερικανούς, 11 Αρμενίους, 9 Έλληνες, 2 Ρώσους, 1 Ελβετό).
Οι διωγμοί των Αρμενίων (1914-1915) με το 1,5 εκατ. περίπου εκατομμύριο θύματα αποτέλεσαν το προανάκρουσμα για την παρόμοια τύχη και των Ελλήνων.
Το 1916 οι Έλληνες δέχθηκαν την πρώτη μεγάλη οργανωμένη επίθεση από τους Νεότουρκους, με θανατώσεις, εξορίες, καταναγκαστικά έργα στα τάγματα εργασίας και δημεύσεις περιουσιών.
Ο Σύλλογος «Πόντος»
Το 1903 ιδρύθηκε από σπουδαστές του κολεγίου Ανατόλια ο Σύλλογος «Πόντος». Επρόκειτο για μια λέσχη που ενδιαφερόταν αρχικώς για την ελληνική γραμματεία και οι δράσεις της ήταν πολυσχιδείς. Δημιούργησε βιβλιοθήκη, ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις, συγκρότησε ομάδα ποδοσφαίρου και είχε πάνω από 180 μέλη.
Από το 1910 εξέδιδε μηνιαίο περιοδικό, «φιλολογικόν, επιστημονικόν και παιδαγωγικόν», με τίτλο Πόντος. Επίσης διατηρούσε τμήμα μουσικής και από το 1913 ορχήστρα εγχόρδων υπό τη διεύθυνση του Ν.Σ. Σειρηνίδη.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1921 οι Τούρκοι περικύκλωσαν το Ανατόλια, με σκοπό να αναζητήσουν όπλα και εκρηκτικά. Αφού δεν βρήκαν τίποτα, κατευθύνθηκαν στο γραφείο του προέδρου του Κολεγίου Τζορτζ Γουάιτ, όπου εντόπισαν δύο χάρτες οι οποίοι απεικόνιζαν την περιοχή του Πόντου.
Η εύρεση των χαρτών τούς οδήγησε στη βιβλιοθήκη του «Πόντος». Εκεί βρήκαν και ένα σημειωματάριο με καταγεγραμμένες τις δραστηριότητες του συλλόγου, το οποίο θεωρήθηκε συνωμοτικό και επαναστατικό. Το γεγονός όμως που ερέθισε ακόμη περισσότερο τους Τούρκους ήταν η φωτογραφία του ποδοσφαιρικού τμήματος, αφού οι αθλητές φορούσαν μπλούζες με μπλε-άσπρες οριζόντιες ρίγες και το γράμμα Π στο στήθος.
Οι καθηγητές Θεοχαρίδης (πρόεδρος), Ευσταθιάδης, οι μαθητές Συμεών Ανανιάδης (ταμίας) και αδελφοί Παυλίδη οδηγούνται στα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας και απαγχονίζονται στην πλατεία της Αμάσειας, μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες, στις 21 Ιουνίου 1921.
Το Κολέγιο έκλεισε οριστικά τον Μάρτιο του 1921 και παράλληλα τερματίστηκε η δράση που είχε στη Μερζιφούντα.
Το 1924 επαναλειτούργησε στη Θεσσαλονίκη. Στο ιδιόκτητο κτήριο στο Πανόραμα, όπου στεγάζεται μέχρι σήμερα, μεταφέρθηκε το 1934.
https://vimeo.com/590362182
Θωμαΐς Κιζιρίδου