Πιέζεις διπλωματικά ώστε να αποκτήσεις δικαιώματα εγγυήτριας δύναμης εκεί, που μέχρι πρότινος… ούτε καν υπήρχες!
Έπειτα δημιουργείς και ενθαρρύνεις επεισόδια, λειτουργώντας ως προβοκάτορας, προκειμένου να ενεργοποιήσεις τα δικαιώματά σου κατά τον τρόπο, όμως, που αρέσει σε εσένα και σε βολεύει.
Τέλος, εισβάλεις και κατέχεις κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου το έδαφος ενός ανεξάρτητου κράτους αναγνωρισμένου από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και ενταγμένου μετέπειτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η εν λόγω παράνομη εισβολή και κατοχή συνοδεύεται από συνεχή μεγιστοποίηση των αξιώσεων και μια ρητορική «αδικημένου κακοποιού». Ιδιαίτερα δε, αν απουσιάζει από την απέναντι πλευρά ένα κράτος το οποίο να αρθρώνει μια αξιόπιστη στρατηγική εξισορρόπησής σου και επιστροφής στην κατάσταση, περιγραφόμενη μέσω των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, τότε έχεις πετύχει το μέγιστο… και κάτι παραπάνω.
Έχει πολλάκις επισημανθεί ότι η κατανομή ισχύος αποτελεί τη διαμορφωτική συνιστώσα των διακρατικών σχέσεων, είναι εκείνη που περικλείει υπό τη σκέπη της οποιαδήποτε άλλη λειτουργία εντός του διεθνούς συστήματος και συμβάλλει στη σταθερότητα ή στην αποσταθεροποίηση ανάλογα με το βαθμό ισορροπίας της. Με αυτό το γνώμονα, οι διεθνείς θεσμοί όντως αποτελούν παρακολουθήματα της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ και το διεθνές δίκαιο εφαρμόζεται ενόσω δε θίγει τα καίρια εθνικά συμφέροντά τους.
Εντούτοις, μέσω του διεθνούς δικαίου απεικονίζεται μια δεδομένη διεθνής τάξη, όπως αυτή έχει προκύψει μετά την τελευταία μείζονα πολεμική σύγκρουση (εν προκειμένω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), η οποία διαμόρφωσε τους πλανητικούς συσχετισμούς ισχύος. Σε αυτή τη διεθνή τάξη είμαστε ενταγμένοι – θέλοντας και μη – και με άξονα αυτή τη διεθνή τάξη ενεργούμε, αποφασίζουμε και επιχειρούμε να αυξήσουμε τις πιθανότητες επιβίωσής μας. Αυτή η διεθνής τάξη αποτελεί εχέγγυο ασφάλειας και στις παρυφές αυτές κινούμαστε, ούτως ώστε να νομιμοποιήσουμε στρατηγικά τις επιθυμίες μας ή να απονομιμοποιήσουμε τις επιθυμίες των αντιπάλων μας. Επί του πυρήνα του διεθνούς δικαίου τίθενται πολιτικές όψεις και κατ’ επέκταση οι στρατηγικές προτεραιοποιήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Είναι, λοιπόν, η Τουρκία «Μεγάλη Δύναμη»; Προφανώς και δεν υπήρξε Μεγάλη Δύναμη από το 1974 έως και σήμερα.
Όμως, έχει αντιμετωπίσει το διεθνές δίκαιο ως μια άλλη «Μεγάλη Δύναμη» («υπερδύναμη» θα έλεγε κάποιος άλλος), επειδή ο ζημιωμένος επισπεύδων προτίμησε να παζαρεύει ακόμη και όλα εκείνα, τα οποία δεν κατελήφθησαν στρατιωτικά από την Τουρκία, μέσω του περίφημου «Σχεδίου Ανάν» και των υπολοίπων προτάσεων άρσης της πεμπτουσίας του διεθνούς δικαίου, για το οποίο ήδη έγινε αναφορά, ήτοι της κρατικής κυριαρχίας.
Το αναφέρω αυτό, γιατί η μόνιμη υποκριτική επωδός της Τουρκίας για την παράνομη εισβολή και κατοχή στην Κύπρο είναι τα δικαιώματα της εγγυήτριας δύναμης. Όμως, τα εν λόγω δικαιώματα αναφέρονται στην εγγύηση της κυριαρχίας και της ασφάλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αυτή προέκυψε μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959.
Σε ποια «Κυπριακή Δημοκρατία» θα αναφερόμαστε, αν το 82% του πληθυσμού εξισωθεί με το 18% και νομιμοποιηθούν εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας;
Από την εισβολή και κατοχή εδάφους τρίτου κράτους έως τις σφαγές αμάχων και τη μη λογοδοσία για τους αγνοουμένους και από τους παράνομους εποικισμούς έως το άνοιγμα της Αμμοχώστου, το οποίο αντιμετωπίστηκε χαιρέκακα από την ελλαδική πολιτική νομενκλατούρα με σοφιστείες όπως «εμείς σας τα λέγαμε, έπρεπε να είχε περάσει το Σχέδιο Ανάν». Λες και έπρεπε να είχαμε εντυπωσιαστεί από τα «καθρεφτάκια» ως άλλοι ιθαγενείς, αντί να κοιτάξουμε να διαφυλάξουμε το νομικό και πολιτικό καθεστώς ενός κράτους διεθνώς αναγνωρισμένου, το οποίο έχει υποστεί εισβολή και απειλείται διαρκώς επί πλέον του μισού αιώνα.
Η έτερη εγγυήτρια δύναμη Ελλάδα προτιμά να στρουθοκαμηλίζει, να θεωρεί ότι η «Κύπρος κείται μακράν» και να «συμπαραστέκεται» χτυπώντας φιλικά το χέρι στην πλάτη των Κυπρίων κατά τα άλλα «αδελφών» μας. Σε κάθε περίπτωση, σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τη βασική αρχή της αυτοβοήθειας, η «επιτυχία» ή «αποτυχία» μιας εισβολής εξαρτάται από τον επισπεύδοντα θιγόμενο, ο οποίος με τη σειρά του έχει όλες τις δυνατότητες άρθρωσης μιας αξιόπιστης στρατηγικής ιδιαίτερα όταν το διεθνές δίκαιο –και κατ’ επέκταση η διεθνής τάξη– είναι με το μέρος του.