Ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ορίζεται σε ετήσια βάση με απόφαση του υπουργού Εργασίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπουργικού συμβουλίου. Πριν από την τελική απόφαση προηγείται διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, με την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων ερευνητικών φορέων και της Τράπεζας της Ελλάδος, την οποία συντονίζει ειδική τριμελής επιτροπή.
Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) σε συνεργασία με πενταμελή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, συντάσσει πόρισμα της διαβούλευσης, το οποίο υποβάλλεται στους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας.
Μεταξύ άλλων, συνεκτιμάται ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, ώστε η όποια αύξηση να μην ξεπερνά τις «αντοχές» των επιχειρήσεων και της οικονομίας γενικότερα. Για τους λόγους αυτούς, όπως εξηγούν στο υπουργείο Εργασίας, η επιλογή υπερβολικής αύξησης του κατώτατου μισθού, σε επίπεδα πέραν των αντοχών της οικονομίας και των επιχειρήσεων, μπορεί να φαίνεται φιλολαϊκή, αλλά στην πράξη πλήττει τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Ο λόγος είναι ότι μπορεί να οδηγήσει τις επιχειρήσεις και κυρίως τις μικρομεσαίες που βρίσκονται στο όριο (ειδικά σε συνθήκες πανδημίας) σε κλείσιμο, άρα σε αύξηση των ανέργων, ή να προκαλέσει αύξηση της μαύρης και υποδηλωμένης εργασίας.
Στην Ελλάδα καταβάλλονται 14 μισθοί, συνεπώς ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ (663 ευρώ από 1/1/2022) αντιστοιχεί σε 758 ευρώ (773,5 από 1/1/2022) ανά μήνα. Επιπλέον τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται από 10 μέχρι και 30%, ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος προ του 2012. Συνεπώς, σε ορισμένες περιπτώσεις ο κατώτατος μισθός μπορεί να είναι έως και 195 ευρώ υψηλότερος (έως 198,9 ευρώ από 1/1/2022) και να φτάνει στα 845 ευρώ (861,9 ευρώ από 1/1/2022).
Σε σύγκριση με τα 21 κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού (11η με βάση τον ονομαστικό και 13η με βάση τα Ισοδύναμα Αγοραστικής Δύναμης), χωρίς να υπολογίζονται οι προσαυξήσεις λόγω προϋπηρεσίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης τον Φεβρουάριο του 2020 (τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση) ανήλθε στα 1.187 ευρώ. Δηλαδή ο κατώτατος μισθός ανήλθε στο 55% του μέσου μισθού (5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον διεθνώς αναγνωρισμένο δείκτη επάρκειας).
Το σύστημα του ορισμού του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο διεθνώς.
Σε σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για λογαριασμό του υπουργείου Εργασίας, αναφέρεται ότι το 56% των χωρών ορίζουν τον κατώτατο μισθό με το συγκεκριμένο σύστημα, ενώ μόνο 14% αποκλειστικά με συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Σε 13 από τις 21 χώρες της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, οι κοινωνικοί εταίροι συμμετέχουν σε διαδικασίες διαβούλευσης, αλλά η κυβέρνηση τελικά αποφασίζει, ενώ σε άλλες τρεις χώρες η κυβέρνηση έχει τον τελευταίο λόγο σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αποτύχουν.