Είναι δεδομένο ότι ενόψει και των εκλογών στην Τουρκία ασκείται σημαντική πίεση στον Ερντογάν, μιας και η πολιτική επιβίωσή του κρίνεται αβέβαιη τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι αυτό το βασικό ζήτημα που μας απασχολεί; Θα κρίνει η πολιτική επιβίωση ενός ανθρώπου την πορεία της τουρκικής στρατηγικής συμπεριφοράς τόσο έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, όσο και έναντι των υπόλοιπων μετώπων;
Η Τουρκία έχει οδηγηθεί στην άρθρωση μιας αναθεωρητικής στρατηγικής με εφαλτήριο δομικές παραμέτρους του διεθνούς συστήματος, οι οποίες ήρθαν και συνδέθηκαν με την προϊούσα πολιτική και ιδεολογική διαμόρφωση του κράτους και της κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία δεν είναι αναθεωρητική λόγω του Ερντογάν, αλλά κατέστη αναθεωρητική επί Ερντογάν επειδή υπήρξαν οι δομικές προϋποθέσεις. Σίγουρα έχουν σημασία οι επιμέρους τακτικές ή και η ιδιοσυγκρασία του ηγέτη, αλλά η τάση είναι σταθερή και συγκεκριμένη: Τουρκική αναθεωρητική στρατηγική με πρώτες θιγόμενες προφανώς την Ελλάδα και την Κύπρο, πέραν κάθε επιμέρους τακτικής ή ιδιοσυγκρασίας του ηγέτη…
Η ρήση του αείμνηστου Νεοκλή Σαρρή παραμένει επίκαιρη: «Όσο η Τουρκία διατηρεί τις ίδιες οσμανικές δομές της, τόσο θα έχει τις ίδιες οσμανικές βλέψεις», με αυτό να σημαίνει ότι όσο αντιμετωπίζει τις ίδιες προκλήσεις, τα ίδια διακυβεύματα και τα ίδια προβλήματα (κουρδικό – κατακερματισμένο εσωτερικό – απουσία εσωτερικής συνοχής), και όσο αναγιγνώσκει το διεθνές περιβάλλον με τον ίδιο τρόπο βλέποντας επί παραδείγματι τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων ή της Μέσης Ανατολής ως «ευκαιρίες εδραίωσης σφαίρας επιρροής», τόσο θα συνεχίζει να είναι επιθετική πέραν της ηγεσίας της ή των όποιων κομματικών συσχετισμών.
Η εν λόγω διακηρυγμένη πρόθεση συνδέθηκε με μια συγκεκριμένη κατανομή ισχύος η οποία εκτιμήθηκε από την Τουρκία ότι την ευνοεί. Ποιες όμως είναι αυτές οι δομικές παράμετροι;
Πρώτον, η ίδια αυξάνει διαρκώς την ισχύ της, έχει σχεδόν εξαπλασιάσει το ΑΕΠ της τα τελευταία 20 έτη, ενώ καταφέρνει και παραμένει προσηλωμένη στα εξοπλιστικά προγράμματά της, παρά τις δημοσιονομικές πιέσεις, κάτι φυσικά που καταφέρνουν μόνο τα απολυταρχικά καθεστώτα. Είναι όμως επικίνδυνη εξαιτίας αυτού του στοιχείου. Μάλιστα, έχει αυτονομηθεί σε μεγάλο βαθμό και στο επίπεδο της αμυντικής βιομηχανίας, γεγονός εξίσου σημαντικό.
Δεύτερον, οι βασικοί εξισορροπητές της –για να μην πω «αντίπαλοι» ή οτιδήποτε τέτοιο– έχουν υποστεί μια ανεπανάληπτη καθίζηση. Οι Κούρδοι έχουν υποστεί πολλά επιχειρησιακά πλήγματα, η Συρία έχει σχεδόν εκμηδενιστεί ως αυτόνομος στρατηγικός δρων λόγω του εμφυλίου, και η Ελλάδα πέρασε μια οικονομική κρίση που άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της.
Εντούτοις, το δραματικότερο στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι έχει υιοθετήσει μια κατευναστική στρατηγική με την οποία ελπίζει σε κάποιον από μηχανής Θεό… Ενδεχομένως σε Δανούς κομάντο ή σε φινλανδικά αντιτορπιλικά, μιας που είμαστε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση…
Τρίτον, μετά τη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη προέκυψε ένα χάος στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, το οποίο η Τουρκία πιστεύει ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί. Το βλέπουμε στη Συρία, στη Λιβύη έως και στην Κεντρική Αφρική μέσω της SADAT ή στη Σομαλία. Προέκυψε, με άλλα λόγια, ένα κενό ισχύος, το οποίο η Άγκυρα εκτίμησε ότι μπορεί να καλύψει εν απουσία των Αμερικανών.
Τέταρτον, και σε ό,τι αφορά τη μετακύλιση του επιχειρησιακού βάρους των ΗΠΑ από τον Ατλαντικό και την Ευρώπη στον Ειρηνικό ελέω Κίνας, η κλασική θεωρία προσφέρει τις απαντήσεις. Η Μεγάλη Δύναμη, η οποία έχει πλανητικό ρόλο και είναι ηγέτιδα στην περιφέρειά της, έχει ως ύψιστη προτεραιότητα να μην υπάρξει άλλος αντίστοιχος περιφερειακός ηγεμόνας οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη.
Ο λόγος είναι ότι ένας τέτοιος περιφερειακός ηγεμόνας θα αυτονομείτο σε τέτοιο βαθμό, ώστε στο τέλος θα ήταν ανεξέλεγκτος και αδέσμευτος, πολλώ δε μάλλον όταν συζητάμε για τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και τα Βαλκάνια, που συγκροτούν από κοινού μια γεωγραφική ζώνη τεράστιας γεωπολιτικής αξίας.
Με βάση τα παραπάνω, η Τουρκία προχωρά σε μια αμφιλεγόμενη ανάγνωση των πλανητικών και των περιφερειακών συσχετισμών και καταλήγει σε συμπεράσματα (εν πολλοίς σε ευσεβείς πόθους), όπως βολεύουν την ίδια.
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι πώς απαντά η Ελλάδα, και συγκεκριμένα αν έχουμε τη διάθεση να εκμεταλλευτούμε τα στρατηγικά σφάλματα της Άγκυρας πέραν του ποιος ηγείται της Τουρκίας. Η αναθεωρητική Τουρκία θα υπάρχει και μετά τον Ερντογάν, είτε με λιγότερα είτε με περισσότερα διεκδικούμενα νησιά.