Στο «πάθος του για την τέχνη» οφείλεται, σύμφωνα με τον 49χρονο, η κλοπή των έργων από την Εθνική Πινακοθήκη το 2012. Ο άνθρωπος που κατάφερε να κάνει την «κλοπή του αιώνα», και να παραμείνει ελεύθερος τόσα χρόνια, σήμερα θα οδηγηθεί στον ανακριτή.
Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει είναι για διακεκριμένη κλοπή κατά συναυτουργία, τετελεσμένη και σε απόπειρα πραγμάτων καλλιτεχνικής σημασίας που βρίσκονταν σε συλλογή εκτεθειμένα σε κοινή θέα και σε δημόσιο κτήριο.
Προανακριτικά φέρεται να έχει περιγράψει στους αστυνομικούς όλες του τις κινήσεις, πριν και μετά από την αφαίρεση των έργων τέχνης. Στην Πινακοθήκη θα επιστραφούν, ενδεχομένως και σήμερα, τα έργα του Πικάσο και του Μοντριάν που βρίσκονταν σε μία κρύπτη στην Κερατέα. Σύμφωνα με τη Λίνα Μενδώνη, δεν έχουν υποστεί ζημιές.
Το τρίτο έργο που εκλάπη, ένα σχέδιο θρησκευτικής απεικόνισης του Ιταλού Γουλιέλμο Κάτσια, δεν βρέθηκε. Ο 49χρονος ισχυρίστηκε ότι το κατέστρεψε, ωστόσο πληροφορίες της ΕΡΤ αναφέρουν ότι πριν από λίγα χρόνια προσπάθησε να το πουλήσει.
Όπως είπε, παρακολουθούσε την Πινακοθήκη για έξι μήνες και έτσι γνώριζε κάθε λεπτομέρεια για το χώρο και τους εργαζόμενους. Ακόμα τόνισε ότι η ιδιότητα του οικοδόμου τον βοήθησε ώστε να καταλάβει πού υπήρχε τσιμεντένιος τοίχος και πού γυψοσανίδα.
«Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης, αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου, τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες. Επίσης το ίδιο έκανα και στον περιβάλλοντα χώρο. Έπαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την πινακοθήκη», φέρεται να κατέθεσε.
Ισχυρίστηκε πως δεν είχε αποφασίσει ποιον πίνακα θα έκλεβε και ότι διάλεξε τυχαία και την ημέρα της κλοπής.
«Πήγα στο Μοναστηράκι, αγόρασα μαύρες αρβύλες, υφασμάτινα γάντια, μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο μπλουζάκι, μια μαύρη κουκούλα που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια και έναν μαύρο σάκο. Από τα οικοδομικά μου εργαλεία χρησιμοποίησα ένα σφυρί, ένα σιδερένιο καλέμι και ένα κοπίδι», σημείωσε ακόμη, λέγοντας πως μπήκε στο κτήριο από μία ξεκλείδωτη μπαλκονόπορτα.
«Στάθηκα στον εσωτερικό διάδρομο και έστησα αυτί στη γυψοσανίδα. Μετά από λίγο άκουσα τον φύλακα. Έμεινε εκεί κάποια δευτερόλεπτα τον άκουσα να μουρμουρίζει κάτι. Θεώρησα ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και έβριζε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να βρει τι συμβαίνει αφού δεν έβλεπε την μπαλκονόπορτα.
»Αποφάσισα ότι εκνευρίζοντας τον φύλακα είναι ο καλύτερος τρόπος να πραγματοποιήσω την κλοπή, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι υπάρχει τεχνικό πρόβλημα στις ζώνες του συναγερμού. Έτσι επανέλαβα την ίδια διαδικασία αρκετές φορές. Ανοιγόκλεινα την μπαλκονόπορτα χωρίς να μπαίνω μέσα. Νομίζω ότι τις τελευταίες φορές που ανοιγόκλεισα την μπαλκονόπορτα δεν άκουσα τον φύλακα να έρχεται.
»Έμεινα στο σημείο μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Εκείνη τη στιγμή άνοιξα την μπαλκονόπορτα και μπήκα μέσα αφήνοντάς την ανοιχτή».
Συνεχίζοντας είπε: «Στο χώρο ήταν κάπως σκοτεινά, αλλά είχε επαρκή φωτισμό ώστε να βλέπω τι κάνω. Ακούμπησα τα χέρια μου στο έδαφος, εντόπισα το σημείο της ένωσης γυψοσανίδων ασκώντας πίεση. Άνοιξε η γυψοσανίδα και έπεσαν μικροί πίνακες που είχε πάνω της. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ο φύλακας δεν θα έρθει.
»Μπήκα μπουσουλώντας στον κυρίως χώρο, τράβηξα τον σάκο. Το μέρος που μπήκα ήταν μια αίθουσα που σχεδόν απέναντι είχε σκάλες. Πήγα περπατώντας μέχρι τις σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω μπουσουλώντας. Μπήκα μπουσουλώντας στην αίθουσα και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου, ώστε να καταλάβω αν δουλεύουν τα ραντάρ του συναγερμού.
»Επειδή δεν άκουσα κανέναν συναγερμό, υπέθεσα πως ο φύλακας τον είχε απενεργοποιήσει. Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Πικάσο. Τον ξεκρέμασα με την κορνίζα που ήταν βαριά, τον άφησα στην άκρη της σκάλας και πήρα άλλον έναν πίνακα του Μοντριάν, ενώ ξεκρέμασα έναν ακόμη. Χρειάστηκε 5 με 7 λεπτά για να βγάλω τις κορνίζες γιατί δεν χωρούσαν στο σάκο. Δεν θυμάμαι πώς τις έβγαλα».
Όταν τελικά πήρε τους πίνακες, άκουσε τον φύλακα να φωνάζει: «Κλέφτης, κλέφτης, σταμάτα».
Ο 49χρονος τόνισε πως δεν γύρισε ποτέ να κοιτάξει, ότι βγήκε από την τρύπα που είχε κάνει ανάμεσα στις γυψοσανίδες και ότι διέφυγε χρησιμοποιώντας το μετρό.