Στη δεκαετία του 1990 ο Θάνος Αλεξανδρής τάραξε τα νερά αρχικά με το βιβλίο Αυτή η νύχτα μένει, μια ρεαλιστική απεικόνιση, χωρίς φτιασίδια, των νυχτερινών κέντρων της επαρχίας στα ′80s. Και δη με τη ματιά –και τη ζωή– ενός ανθρώπου που μεγάλωσε μοναχικά στην Αρτάκη, ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά και βρέθηκε στο Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν, αλλά και στη «Μέδουσα» δίπλα στον Γιώργο Μαρίνο.
Σήμερα, μακριά από την υστερία της πρωτεύουσας, ο Θάνος Αλεξανδρής μιλάει αποκλειστικά στο pontosnews.gr για το νέο του βιβλίο Του οσίου Αλμοδοβάρ το ανάγνωσμα, αλλά και για την Ελλάδα του τότε και την Ελλάδα του Τριαντάφυλλου.
Γιατί του Οσίου Αλμοδοβάρ και όχι κάτι ελληνικό;
Και πώς να το λέγαμε; Του οσίου Νευκοφύτου ανήμερα, ή των αγίων Ευελπίστου και Πύρρου του παρθένου; Οι ήρωες του Αλμοδοβάρ είναι οι δικοί μου αγαπημένοι, που τους συνάντησα πολλά χρόνια πριν τους ανακαλύψει ο Πέδρο και τους συναναστράφηκα «κατά συρροήν».
Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης στο βιβλίο σας;
Ο πρωταρχικός σκοπός είναι να ανακαλύψουν τα καινούργια παιδιά μια Ελλάδα που δεν υφίσταται. Μιλάω για τα χρόνια εκείνα της έξαψης του έρωτα, της τρέλας και του αστείρευτου κεφιού. Λατρεμένοι μου άνθρωποι, όπως η Μαλβίνα, η Σεμίνα, ο Γιώργος Μαρίνος, η Φλέρυ Νταντωνάκη η Μπέμπα Μπλάνς, η Μιχαλονάκου, η Παλόμα, διηγούνται τις συναρπαστικές ιστορίες τους…
Η μεγάλη μας ηθοποιός Ταϋγέτη με σπαραχτικό τρόπο μας μιλάει για βασανιστήρια, κακουχίες, φυλακές και ξερονήσια, ενώ στον θεατρικό χώρο υπομένει αγόγγυστα διασυρμούς, λοιδορία και απαξίωση. Σας έχουμε εξομολογήσεις φίλων από σκυλάδικα που παραδίνουν μαθήματα, πώς θα αδειάζουμε τρία μπουκάλια σπέσιαλ ουίσκι απ’ τον άμοιρο πελάτη.
Το πρώτο σας βιβλίο Αυτή η νύχτα μένει γνώρισε τεράστια επιτυχία και έγινε ταινία και θεατρικό. Μετά ακολούθησε ένα δεύτερο βιβλίο, που απλά… απαγορεύτηκε.
Η περίοδος εκείνη είναι από τις πιο επώδυνες, θα ‘λεγα, που σχεδόν προσπαθώ να αποβάλω απ’ τη δική μου μνήμη και είναι η πρώτη φορά που αναφέρομαι λεπτομερώς, ελπίζοντας και η τελευταία.
Το δεύτερο βιβλίο με τον τίτλο Η ΜΠΑΡΗ ΣΕΒΝΤΑΒΑ περιγράφει τη ζωή και τον θυελλώδη έρωτα του μέγιστου Μανώλη Αγγελόπουλου με την Αννούλα Βασιλείου, και ετοιμάστηκε από τις λεπτομερείς αφηγήσεις της ίδιας. Λίγες μέρες πριν από την έκδοση η Τατιάνα Στεφανίδου, που έχει μυριστεί σουξέ, προσκαλεί στην εκπομπή της τη Βασιλείου.
Είναι η εποχή που γίνεται χαμός και μια Ελλάδα αναμένει με πάθος κάθε μεσημέρι την Στεφανίδου με τα λερωμένα και άπλυτα των επωνύμων. Και ενώ το βιβλίο –για το οποίο έχει προηγηθεί έρευνα δύο χρόνων– έχει μαγικά πράγματα από τη ζωή τους, η οικοδέσποινα κουρνιάζει πάνω από το άσβεστο μίσος της Αννούλας με την Μπέμπα, την τελευταία σύζυγο του Αγγελόπουλου. Και αρχίζει τότε το δικό μου το μαρτύριο.
Υπάρχει ένα σημείο που εγκληματικά επέτρεψα να μπει στο βιβλίο μου από τη συνομιλία με την Αννούλα· πατάει πάνω σ’ αυτό η Τατιάνα και σαρώνει τις τηλεθεάσεις.
Σύμφωνα με τη Βασιλείου, όταν αρρώστησε ο Αγγελόπουλος η σύζυγός του τον πηγαίνει για νοσηλεία σε νοσοκομείο του Λονδίνου, αφού τον έχει απομονώσει πρώτα από τα παιδιά του. Αφού απομυζεί επί εβδομάδες την Αννούλα και οι τηλεθεάσεις φτάνουν στον Θεό, κατορθώνει και βρίσκει το τηλέφωνο της Μπέμπας, της τελευταίας συζύγου, η οποία είναι στο εξωτερικό.
Επικοινωνεί τηλεφωνικά η Τατιάνα και την πείθει να έρθει Ελλάδα. Όπως καταλαβαίνετε, αρχίζουν οι απευθείας συνδέσεις και από τα δύο μέτωπα. Εγώ φυσικά αρνούμαι να συμμετέχω, και όλο αυτό γίνεται το αγαπημένο καθημερινό θέμα των Ελλήνων.
Στο χορό μπαίνουν παιδιά, αδέλφια γείτονες, το θέμα το παραλαμβάνουν τα άλλα κανάλια κι εγώ περιμένω τη μήνυση που φυσικά δεν θα αργήσει, γιατί παρεμπιπτόντως η Τατιάνα συνεχώς ρωτάει: «Δεν θα τους κάνεις μήνυση;».
Η κυκλοφορία απαγορεύεται κι εγώ που έχω περάσει την… Ιλιάδα ετοιμάζοντας το βιβλίο, δίπλα στον πατέρα μου που λόγω προβλημάτων υγείας είμαι επί 24ωρου βάσεως δίπλα του, μου έρχεται και μια αγωγή που αν κερδίσει η τελευταία σύζυγος, δηλαδή η Μπέμπα, θα πρέπει εγώ, ο εκδότης Διονύσης Βίτσος και η Αννούλα να καταβάλουμε στην μηνύτρια το ποσό των 200.000 ευρώ.
Στο τέλος επήλθε συμφωνία και απoσύρθησαν οι μηνύσεις, με την προϋπόθεση όμως να μην κυκλοφορήσει το βιβλίο.
Έχετε σκεφτεί ότι έστω και άθελα εξωραΐζετε τους ανθρώπους της νύχτας;
Εσείς έχετε σκεφτεί πως όλα τα χρόνια αποθεώνουμε όμορφους, επιτυχημένους και διάσημους, μαζί με τις αυλές και τα απόνερα, ενώ πλάσματα σαν την Δήμητρα δολοφονούνται από κοινωνική απαξίωση και τον οικογενειακό τους περίγυρο;
Εγώ δεν εξωραΐζω ποιητικά και δεν αποτίω φόρο τιμής σε περιθώριο και καταστάσεις αντεργκράουντ διαβάζοντας λογοτεχνία. Εγώ έζησα, δούλεψα κοντά τους για δώδεκα συναπτά έτη και έγινα αποδεκτός με πολλή αγάπη –όχι εύκολη υπόθεση– από ανθρώπους της νύχτας, από προστάτες και παραβατικούς, ανθρώπους με φιλότιμο, που είχαν κανόνες και πρωτόκολλο.
Μάνος Χατζηδάκις, Μαλβίνα, Γιώργος Μαρίνος. Υπάρχουν σπουδαίοι άνθρωποι σήμερα;
Λένε κάποιοι, και μου φαίνεται φαιδρό, πως χρειάζονται χρόνια να περάσουν για να ωριμάσουν οι συνθήκες και να αναδειχτούν τέτοια σύμβολα. Μα και οι τρεις στην εποχή τους, ξεχωριστά ο καθένας, μεγαλούργησαν, αποθεώθηκαν και λατρεύτηκαν, χωρίς να περιμένουν την επιρροή του ίντερνετ για να περάσουν στη σφαίρα του μύθου .
Γι’ αυτό η απάντησή μου είναι πως δεν υπάρχουν, εκτός από μερικούς πεφωτισμένους που μένουν συνειδητά κλεισμένοι στα σπίτια και δεν θα τους μάθουμε ποτέ.
Τι θα θυμάται κανείς από την σημερινή Ελλάδα;
Εννοείται την τρομακτική πανδημία που πήρε ζωές, τσάκισε την οικονομία και δημιούργησε πανικούς στον πλανήτη ολόκληρο. Ελπίζω να ξεχαστούν, όχι σε μια δεκαετία αλλά απ’ τον επόμενο μήνα, όλα αυτά τα αλαφροΐσκιωτα που αποθέωναν καθημερινά τα πάνελ και φτάσανε στο σημείο να τους απασχολεί αν την προηγούμενη μέρα είχε τα νεύρα του ο Τριαντάφυλλος, που μέχρι τότε απαξίωναν να κάνουν έστω και μια αναφορά στην «καριέρα του».
Φτάσαμε στο έσχατο σημείο να ανεβαίνουν τα νούμερα γιατί ο «οξύθυμος» Τριαντάφυλλος μαλλιοτραβήχτηκε μέχρι και με τα καβούρια που είχαν την ατυχία να σουλατσάρουν εκείνη τη στιγμή στις όχθες.
Είχατε κάνει δύο διαφορετικές και μοναδικές εκπομπές, που είχαν σαν βάση καλτ ανθρώπους και καταστάσεις. Αυτή η φουρνιά του καλτ έχει τελειώσει ;
Υπάρχουν διάφοροι ημιμαθείς που έχουν μπερδέψει τα παραπάνω με το γραφικό, την παρωδία και τα παρατράγουδα της Αννίτας, και το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει μια σύγχυση και μια τεράστια παρεξήγηση.
Καλτ δεν είναι να ξεφτιλίζεις τον αδύναμο, παρασέρνοντάς τον σε ψυχοπαθητικές υστερίες, για να σου κάθονται διαφημίσεις και δισκογραφικά σλόγκαν.
Καλτ είναι να παίρνεις τον αδύναμο και μέσα από δικούς σου κώδικες και γενναιοδωρία ψυχής να τον οδηγείς σε φωταψίες και αληθινή αποθέωση. Και ναι, η φουρνιά του αληθινού καλτ έχει τελειώσει ανεπιστρεπτί, γιατί ήταν συνάρτηση μιας εποχής τρελής και αλλοπαρμένης, που ήρθε η παγκοσμιοποίηση και η ιδρυματοποίηση.
Θα μπορούσαν οι εκπομπές σας, Thrash tv και Καρακορτάδα, να έπαιζαν σε μεγάλα κανάλια;
Εννοείται πως όχι… Ακόμη και στα μικρά που φιλοξενήθηκαν, για να πετύχουμε το σκοπό μας χρησιμοποιήσαμε δόλια μέσα. Να σκεφτείτε, για να πείσει η Μαλβίνα τον Γιώργο Κουρή, ιδιοκτήτη τότε του σταθμού, να μας δώσει εκπομπή με τον Θανάση Αναγνωστόπουλο, τον διαβεβαίωσε ότι καλεσμένους θα είχαμε μόνο Πάριο, Μαρινέλα, Νταλάρα και Χαρούλα Αλεξίου!
Σπύρος Δευτεραίος