Μπλέξαμε άσχημα με τη Γερμανία. Δεν είναι μόνο ότι δεν προσκλήθηκε η Ελλάδα στη συνάντηση του Βερολίνου για τη Λιβύη στην οποία συμμετείχαν όλες οι χώρες που συνορεύουν με το κράτος αυτό, πλην των νοτιοαφρικανικών (Σουδάν, Τσαντ, Νιγηρία, με τις οποίες –προφανώς– εξισώθηκε η Ελλάδα). Αλλά και η απροκάλυπτα φιλοτουρκική γερμανική πολιτική· πυλώνας της πολιτικής του Βερολίνου η προσέγγιση και εμβάθυνση των σχέσεων με την Άγκυρα.
Αυτό, άλλωστε, δεν χρειάζεται και πολύ προσπάθεια για να γίνει αντιληπτό, αφού από την ιστορική ταύτιση της γερμανικής πολιτικής με την τουρκική εξαφανίσθηκαν εκατομμύρια χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής.
Η Γερμανία δεν διέπραξε μόνο τη Γενοκτονία των εβραίων. Προηγήθηκε η συμμετοχή της με τις συμβουλές και την πολιτική καθοδήγηση των Νεότουρκων στη Γενοκτονία Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων.
Η Γερμανία και οι Γερμανοί είναι υπόλογοι στην ανθρωπότητα για επαναλαμβανόμενα εγκλήματα. Καμιά διπλοπροσωπία δεν τους απαλλάσσει. Το ίδιο και την Τουρκία. Μιλάμε για δύο λαούς με το ίδιο mentalité.
Ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία ότι τον αποκλεισμό της Ελλάδας τον επέβαλε η Τουρκία και τον αποδέχθηκε η Μέρκελ. Ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία ότι στο παιχνίδι που παίζεται εντός της Ευρώπης η Τουρκία έχει λόγο, αφού επηρεάζει τη Γερμανία, και η παρουσία της Ελλάδας έχει διακοσμητικό χαρακτήρα. Σε μια Ένωση στην οποία η μεν Ελλάδα είναι μέλος, η δε Τουρκία δεν είναι.
Αυτή είναι μια κατάντια της Ένωσης. Είναι μια κατάντια της Γερμανικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι ο ακριβέστερος, ουσιαστικός τίτλος της. Μιας Ένωσης από την οποία σε πολιτικό επίπεδο τίποτε δεν πρέπει να περιμένει η Αθήνα, αφού και τα τελικά ανακοινωθέντα που εκδίδονται μετά τις συναντήσεις κορυφής –πέραν του γεγονότος ότι αποτελούν φλυαρίες–, δεν έχουν κανέναν ουσιαστικό αντίκτυπο.
Η απουσία πολιτικής της Ένωσης, αλλά και βούλησης να προτάξει την προστασία των μελών της από απειλές εξωτερικών δυνάμεων, όπως η Τουρκία, φάνηκε και κατά την τελευταία ελληνοτουρκική κρίση. Οι περισσότερες χώρες τάχθηκαν με την Άγκυρα, είτε άμεσα (να μην γίνει τίποτε εναντίον της), είτε έμμεσα (υποσχέσεις για κυρώσεις στο μέλλον, αν…).
Η επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναγκαστική για χώρες οιονεί προτεκτοράτα, όπως η Ελλάδα, που δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους ούτε οικονομικά, ούτε από πλευράς προάσπισης της εδαφικής τους ακεραιότητας.
Αυτή είναι η επιτυχία των 200 χρόνων «ανεξαρτησίας» (ποιας ανεξαρτησίας;) για την οποία μας μιλούν πολλοί, με αφορμή την επέτειο από την Επανάσταση του 1821.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας οικονομικός χώρος υπό την κυριαρχία της Γερμανίας και τίποτε περισσότερο.
Αυτό φαίνεται πολύ καλά από τα δημοσιεύματα της Πέμπτης στον γερμανικό Τύπο, με αφορμή τη διήμερη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες.
«Επίκειται επέκταση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, από την οποία ενδέχεται να βγουν κερδισμένες γερμανικές εταιρείες. Στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, αύριο και μεθαύριο, οι 27 θα ανοίξουν το δρόμο για την εμβάθυνση της τελωνειακής ένωσης, παρά τις πολιτικές διαφορές με την Τουρκία», σημείωνε την Πέμπτη η Handelsblatt σε άρθρο με τίτλο «Γερμανικές εταιρείες ποντάρουν στην αποκλιμάκωση έναντι της Άγκυρας».
Η γερμανική εφημερίδα συνέχιζε: «Ένα τέτοιο βήμα θα είχε μεγάλη αξία για τη γερμανική οικονομία. “Η επέκταση είναι αναγκαία”, δηλώνει ο Στίβεν Γιανγκ, επικεφαλής της Bosch στην Τουρκία, και πρόεδρος του γερμανοτουρκικού συμβουλίου οικονομικής συνεργασίας».
Να σημειωθεί πως η τελωνειακή ένωση αφορά όλες τις χώρες-μέλη της Ένωσης, αλλά η Τουρκία δεν την εφαρμόζει για την Κύπρο. Και η Γερμανία φυσικά το αποδέχεται.
Η Γερμανική Ιδιαιτερότητα είναι ένα διαρκές πρόβλημα για την Ευρώπη και τους γείτονές της, όπως και η Τουρκική Ιδιαιτερότητα.
Για τη διαμόρφωση της Γερμανικής Ιδιαιτερότητας έχει εργασθεί πληθώρα διανοητών, ίσως οι καλύτεροι που ανέδειξε ο γερμανόφωνος χώρος.
Να σας θυμίσω πως η Γερμανία –και οι Γερμανοί– δεν άντεξαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, μια δημοκρατία που προσομοίαζε με τις άλλες ευρωπαϊκές, και τη θεώρησαν «ξένο σώμα» στη νοοτροπία τους.
Ένας από αυτούς τους διανοητές ήταν ο μεγάλος φιλόσοφος –ανεξαρτήτως των πολιτικών επιλογών του– Μάρτιν Χάιντεγκερ.
Διαβάστε ένα απόσπασμα από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο Τα παιδιά του Χάιντεγκερ:
«Νά τι λέει για τη σχέση μεταξύ εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος και της Existenzphilosophie του Χάιντεγκερ ο πολιτικός επιστήμονας της Σχολής της Φραγκφούρτης Φράντς Νόιμαν: ‘Όχι ο ρατσισμός, όχι η ιδέα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και βέβαια όχι κάτι δημοκρατικές ανοησίες, όπως λαϊκή κυριαρχία ή αυτοπροσδιορισμός. Μόνο το Reich απομένει. Και αποτελεί τη δικαιολόγηση του εαυτού του. Οι φιλοσοφικές ρίζες αυτού του επιχειρήματος βρίσκονται στην υπαρξιστική φιλοσοφία του Χάιντεγκερ. Μεταφερμένος στη σφαίρα της πολιτικής, ο υπαρξισμός υποστηρίζει ότι δύναμη και ισχύς είναι αληθείς: Η δύναμη είναι επαρκής θεωρητική βάση για περισσότερη δύναμη. Η Γερμανία κείται στο κέντρο, είναι δυνάμει η μεγαλύτερη δύναμη στην Ευρώπη, έχει ήδη προχωρήσει αρκετά προς την κατεύθυνση του να γίνει το ισχυρότερο κράτος. Συνεπώς, δικαιούται να οικοδομήσει τη νέα τάξη πραγμάτων”».
Αυτήν τη νέα τάξη οικοδομεί. Και την οικοδομεί με όρους ισχύος. Αν μπλέξεις με τη Γερμανία και δεν λειτουργήσεις με όρους ισχύος γίνεσαι ικέτης και παρίας. Αυτό που –όσο και αν σας δυσαρεστώ– είναι σήμερα η Ελλάδα. Ικέτης στα οικονομικά και παρίας σε ζητήματα ισχύος.
Οι αιτίες πολλές. Τις έχουμε επισημάνει αρκετές φορές. Το ζήτημα είναι να τις ξεπεράσουμε. Αλλά δεν υπάρχει η βούληση γι’ αυτό.
Ένα πολιτικό προσωπικό που αρκείται και αυτοϊκανοποείται στο ρόλο του τοποτηρητή, αρκεί να είναι «πρώτο στο χωριό», να απολαμβάνει τοπικής δόξας και πλούτου, έστω και αν πρόκειται για τα γερμανικά αποφάγια, κυβερνά και εξουσιάζει τη χώρα. Μαζί με μια λούμπεν αστική τάξη (ο όρος πρωτοδιατυπώθηκε από τη «17 Νοέμβρη» της οποίας τις ενέργειες καταδικάζουμε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο). Δεν υπάρχει καλύτερος χαρακτηρισμός μιας αστικής τάξης ακούλτουρης και βουλιμικής στο κέρδος.
Σ’ αυτούς προστίθενται και οι διαχειριστές των μέσων ενημέρωσης, σε μία κοινωνία που επιζητεί το χαβαλέ ως ψυχαγωγία. Και, φυσικά, η κραυγαλέα απουσία διανόησης.
Μπορεί μια τέτοια κοινωνία να έχει μέλλον; Και να διεκδικεί;
Για να μπορέσουμε να «παίξουμε» με τη Γερμανία πρέπει να καταλάβουμε τη γερμανική ψυχή – η οποία είναι παρούσα σε όλες τις εκδηλώσεις του λαού και της χώρας. Ν’ αποβάλουμε τις ψευδαισθήσεις πως όπως είμαστε σήμερα έχουμε κάποιο εκτόπισμα.
Η εξαίρεσή μας από τη συνάντηση για τη Λιβύη το επιβεβαιώνει. Η αδυναμία της χώρας να διαχειριστεί παρά με ήττα τις σχέσεις με τα Σκόπια, και τώρα με την Αλβανία, το επιβεβαιώνει, επίσης.
Για να γίνουμε ρεαλιστές πρέπει να επιδιώξουμε το αδύνατο. Μπορούμε; Θέλουμε; Ξέρουμε ποιο είναι;