Ουδεμία εξέλιξη που συνταράσσει τόσο αποφασιστικά την παγκόσμια οικονομία, και ως εκ τούτου το διεθνές σύστημα, δεν θα μπορούσε να αφήσει «ασυγκίνητες» τις Μεγάλες Πλανητικές Δυνάμεις. Άλλωστε, η πορεία της παγκόσμιας ιστορίας έχει καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από φυσικά φαινόμενα και πανδημίες ήδη από τον αρχαίο κόσμο, με πλήθος παραδειγμάτων να δύναται να ανακληθεί στη μνήμη: Από το Λοιμό των Αθηνών κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου και την καταστροφή της Πομπηίας μετά την έκρηξη του Βεζούβιου, έως την τρέχουσα κλιματική αλλαγή, τα αποτελέσματα της οποίας θέτουν σε ευθεία αμφισβήτηση την κλασική γεωπολιτική θεωρία περί ευρασιατικού δακτυλίου με την ανάκυψη ναυτικών περασμάτων στον Αρκτικό Ωκεανό.
Όμως, εκτός της γεωπολιτικής που συνιστά την αποτύπωση των όρων κατανομής ισχύος με επίκληση σε γεωγραφικά δεδομένα, υφίσταται και η γεωστρατηγική, η οποία αποτελεί προτασεολογία για λογαριασμό κάποιου.
Απηχεί, δηλαδή, συμπεριφορά διαμορφούμενη μέσω της ίδιας της γεωπολιτικής πραγματικότητας, αλλά δεν είναι περιγραφική και άρα αμερόληπτη. Τουναντίον, είναι στρατευμένη και εστιάζει στις ανάγκες και στις προτεραιότητες συγκεκριμένων δρώντων.
Πριν προχωρήσουμε, οφείλεται να επισημανθεί ότι στο άναρχο διεθνές σύστημα, εντός του οποίου οι ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων είναι διαρκείς και ανηλεείς ενώ δεν υπάρχουν «καλά» και «κακά» κράτη, κάθε γεωστρατηγική προτεραιοποίηση βάσει αντίστοιχης γεωπολιτικής διακύμανσης είναι αναμενόμενη και επ’ αυτής της περιγραφής δεν υφίσταται «ευτυχώς» ή «δυστυχώς».
Αναμφίλεκτα, η αμερικανική γεωστρατηγική επιτάσσει σήμερα τη συγκράτηση της Κίνας, ή την –με ψυχροπολεμικούς όρους– ανάσχεσή της. Καταρχάς, αναφερόμενοι σε «ανάσχεση» (containment) εννοούμε τη συνολική στρατηγική εξισορρόπησης της σοβιετικής ισχύος και επιρροής επί του ευρασιατικού δακτυλίου και η «περίληψη» (εξού και contain ήτοι περιλαμβάνω – βλ. container) της χερσαίας ευρασιατικής δύναμης σε μια γεωγραφική «δαγκάνα» υπάρχουσα περιμετρικά της. Ο σκοπός ήταν η δημιουργία όρων ασφυξίας για την ΕΣΣΔ, ώστε να μην καταφέρει να έχει ομαλή πρόσβαση στη διεθνή οικονομία, και αντίστοιχα οι ΗΠΑ να διαθέτουν στρατηγικό πλεονέκτημα σε βάρος της.
Όσο ανέρχεται η Κίνα επί της κλίμακας ισχύος, η λογική και οι όροι εκτύλιξης της αμερικανικής γεωστρατηγικής είναι ίδιοι. Δεκάδες κράτη στην κινεζική περίμετρο φιλοξενούν αμερικανικές βάσεις, τα κύρια θαλάσσια περάσματα ελέγχονται εν πολλοίς από τους Αμερικανούς και το κύριο στρατηγικό διακύβευμα για την Ουάσινγκτον είναι η μέγιστη δυνατή απομόνωση του Πεκίνου, ώστε να μην καταφέρνει να πολλαπλασιάζει την ισχύ του μέσω απρόσκοπτης συμμετοχής του στις διεθνείς αγορές. Οι ΗΠΑ έχουν επιτύχει πολλά σε αυτό το μέτωπο (προκειμένου να αναβληθεί η άνοδος της Κίνας), αλλά δεν αρκούν για να συγκρατηθεί μεσομακροπρόθεσμα.
Ο λόγος σχετίζεται με την καταφανή κινεζική διείσδυση σε χρηματοπιστωτικά συστήματα σε όλο τον πλανήτη και σε έναν οικονομικό ανταγωνισμό που διαρκεί με τους όρους των ΗΠΑ, ήτοι της ελεύθερης οικονομίας και των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών που παράγουν προϊόντα τεχνολογίας αιχμής.
Για τη γηρασμένη Ευρώπη, η οποία «διψά» για επενδύσεις και κεφάλαια, ή για την παραγκωνισμένη Αφρική που ουδέποτε λάμβανε σημαντικό μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου, τα κινεζικά κεφάλαια προκύπτουν ως «μάννα εξ ουρανού». Αντιθέτως, στην Ασία –και βασικά στην περίμετρο της Κίνας– οι ΗΠΑ βρίσκουν περισσότερα ευήκοα ώτα κρατών που φοβούνται εύλογα την αύξηση του γεωστρατηγικού βάρους της Κίνας.
Συνεπώς, η διαδικασία της συγκράτησης της κινεζικής ανόδου έχει πλανητική διάσταση και πλέον αφορά οτιδήποτε συνιστά «αιμοδότη» της εξάπλωσης του κινεζικού κεφαλαίου.
Όχι τόσο για το ενδεχόμενο η Κίνα να καταφέρνει να ασκεί βραχυπρόθεσμα πολιτική επιρροή μέσω της οικονομίας, όσο περισσότερο επειδή η οικονομική ανάπτυξη στηρίζει τη στρατιωτική ανάπτυξη ως λανθάνουσα ισχύ, και αυτό οι Κινέζοι φροντίζουν να το αποδεικνύουν με πρωτόγνωρα για τα δεδομένα τους εξοπλιστικά προγράμματα που θέτουν σε απειλή την αμερικανική θέση τουλάχιστον στον Ειρηνικό.
Καθότι η με σύγχρονους όρους «ανάσχεση» της Κίνας οφείλει να διαθέτει ως αρχικό πρόταγμα την απονομιμοποίησή της και το πλήγμα στο κύρος της, η εργαλειοποίηση του κορονοϊού αναγιγνώσκεται ως μεγάλη στρατηγική ευκαιρία μετά την αποτυχία πλήγματος στο εσωτερικό καθεστώς μέσω ταραχών στο Χονγκ Κονγκ το 2019 και το 2020.
Το βέβαιο είναι ότι βρισκόμαστε μόνο στην αρχή, καθώς και τα συμπεράσματα από την πρόσφατη G7 αλλά και από την πρόσφατη Σύνοδο του ΝΑΤΟ προμηνύουν εντατικοποίηση των αμερικανικών πρωτοβουλιών εξισορρόπησης της κινεζικής θέσης στο διεθνές σύστημα.
Οι προσπάθειες ξεκίνησαν ιδιαίτερα άτεχνα από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με την επιμονή του σε «κινεζικό ιό» ή «Kung Flu», επικοινωνιακή στρατηγική η οποία αν μη τι άλλο μαρτυρούσε αδυναμία και ανικανότητα παραγωγής συντεταγμένης στρατηγικής σκέψης, παρά το γεγονός ότι φωτογράφιζε τα ενδόμυχα «θέλω» της υπερδύναμης.
Ωστόσο, πλέον τη σκυτάλη έχει λάβει η παραδοσιακή αμερικανική γραφειοκρατία, η οποία γνωρίζει καλά πώς θα φθάσει τα πράγματα με υπομονή και επιμονή στο επιθυμητό γι’ αυτήν επίπεδο, μετά από «επιστάμενες επιστημονικές έρευνες» που θα καταλήξουν σε «πολύ λυπηρά για όλους ευρήματα».
Η πανδημία ενδεχομένως να τελειώνει υγειονομικά και να εξυφαίνεται μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, αλλά το γεωστρατηγικό αποτύπωμά της τώρα αρχίζει να διακρίνεται.