Είναι δίδαγμα διεθνούς κοινής πείρας ότι οι μικρές χώρες δεν μπορούν μόνο με τη στρατιωτική ισχύ και με την οικονομική τους δύναμη να προστατεύσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα. Γι’ αυτό οι μικρές χώρες θα πρέπει να αγωνίζονται με σθένος και αποφασιστικότητα για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων μέσα στις υπερεθνικές οντότητες, και να μην αποδέχονται με οποιονδήποτε τρόπο και με οποιαδήποτε αιτιολογία την παρέκκλιση από αυτά.
Δυστυχώς η σημερινή κυβέρνηση με μυστική διπλωματία και χωρίς κανένα διάλογο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης –τον οποίο αρνείται σκοπίμως επίμονα– δεν έχει χαράξει εθνική στρατηγική στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό, παρότι η Τουρκία με προκλητικές και παράνομες ενέργειες της κατ’ εξακολούθηση παραβιάζει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και τις διεθνείς συμβάσεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η έλλειψη εθνικής στρατηγικής και οι συνεχείς υποχωρήσεις της χώρας μας, ακόμη και σε σχέση με τους κυβερνητικούς ρητορικούς λεονταρισμούς, οδήγησαν την Τουρκία ακόμη και στο διεμβολισμό σήμερα –παραμονή της συνάντησης Μητσοτάκη–Ερντογάν– ελληνικού σκάφους του Λιμενικού.
Οι συνεχείς υποχωρήσεις μας συμβάλλουν στην προώθηση των παράνομων διεκδικήσεων της Τουρκίας, με τη δημιουργία κυρίως γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο· και οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου –παρότι κράτη-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ– ουσιαστικά αποδέχονται αυτές τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και των διεθνών συμβάσεων, αλλά και της απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, παρότι φραστικά, για λόγους επικοινωνιακής και μόνο πολιτικής, εμφανίζονται να αντιδρούν «άσφαιρα» στις τουρκικές προκλήσεις.
Μέσα στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ σιωπούν υποτασσόμενοι στα κελεύσματα των δυνάμεων της Δύσης. Δεν έθεσαν ποτέ στα Συμβούλια Κορυφής με τρόπο τολμηρό, αποφασιστικό, σαφή και στοιχειοθετημένο τα ζητήματα των συνεχών προκλήσεων και παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων από την Τουρκία.
Δεν έθεσαν ποτέ με αποφασιστικό τρόπο –ακόμη αξιοποιώντας και το δικαίωμα του βέτο– τη λήψη απόφασης για άρση του casus belli που έχει κηρύξει η Τουρκία στην Ελλάδα, αν αυτή ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμά της για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια.
Ούτε επέμεινε η κυβέρνηση στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας· αντίθετα ψήφισε υπέρ της επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία και στη Λευκορωσία, γιατί αυτό εξυπηρετούσε τα γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών της Δύσης.
Επίσης, αντίθετα προς τα εθνικά μας συμφέροντα, υλοποιώντας η κυβέρνηση τις επιθυμίες της Γερμανίας και άλλων, παρότι η Τουρκία παραβιάζει συνεχώς μέχρι και σήμερα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο, παραχωρεί πιστοποιητικό διεθνούς νομιμότητας και διαλλακτικότητας, με τη συνάντηση άνευ όρων των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, για να παράσχει εικονική αιτιολογία στη Γερμανία για την ικανοποίηση στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ των οικονομικών αιτημάτων της Τουρκίας και την αποφυγή συζήτησης για κυρώσεις.
Επίσης, για να διευκολύνει τις ΗΠΑ στην ικανοποίηση των στόχων τους για προσέγγιση της Τουρκίας.
Αυτή όμως δεν είναι εθνική στρατηγική, γιατί δεν εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα. Αντίθετα τα υποσκάπτει με βεβαιότητα. Άλλωστε μέχρι σήμερα αυτή η υποχωρητική πολιτική της χώρας μας απέδειξε ότι αύξησε την προκλητικότητα και τις παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Κατά συνέπεια, χρειάζεται άμεσα η χάραξη εθνικής στρατηγικής που θα λαμβάνει υπόψη της τα σημερινά δεδομένα, μέσα από σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία έχει χρέος σε αυτές τις κρίσιμες ώρες για τη χώρα μας να πείσει τον κ. πρωθυπουργό να δεχθεί την πραγματοποίηση αυτής της σύσκεψης, πριν είναι ακόμη πολύ αργά – γιατί τέτοιες κινήσεις δικαιώνουν τον ουσιαστικό ρόλο της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Αλλά όμως και τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα πρέπει να πιέσουν προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί οι καιροί ου μενετοί.
Μόνο με κάποιες δηλώσεις, χωρίς σύνδεσή τους με αποφασιστικές, συστηματικές, αποτελεσματικές και συνεχείς διεκδικήσεις, δεν προστατεύουν ουσιαστικά τα εθνικά μας συμφέροντα. Επίσης δεν πείθουν τους πολίτες ότι θέλουν πράγματι τη χάραξη εθνικής στρατηγικής διαφορετικής από την εξωτερική πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση μέχρι σήμερα.
Θα πρέπει να γνωρίζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι τα ελληνοτουρκικά ενδιαφέρουν έντονα τους πολίτες, και μάλιστα περισσότερο και από τα οικονομικά προβλήματα.
Στα θέματα εθνικής στρατηγικής θα πρέπει τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συμφωνήσουν και να διεκδικήσουν όλα μαζί τη χάραξη μιας ενιαίας πολιτικής στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, που θα θέτει τέλος στη μέχρι σήμερα ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, που θέτει σε κίνδυνο τα εθνικά μας συμφέροντα.
Έτσι θα δικαιώσουν και τον πραγματικό ρόλο της αντιπολίτευσης, σήμερα που τα πάντα ρυθμίζονται με βάση τα ποικιλόμορφα συμφέροντα των ισχυρών της Δύσης και μας γυρίζουν πολλές δεκαετίες πίσω.
Δημήτρης Τσοβόλας