Από το «Βαθύ Λιμήν» της αρχαιότητας, το Βατούμ της Γεωργίας, εκεί ακριβώς που οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν τη μυθική Κολχίδα, έφτασε στην Ελλάδα, ο πρόσφυγας Αναστάσιος Μαβίδης. Ένα ταξίδι που το έκανε ελπίζοντας πολλά αλλά τελικά προσγειώθηκε ανώμαλα και με το χειρότερο τρόπο.
Η εμπειρία του στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς, όπως φαίνεται από τον τρόπο που μαρτυρά το βίωμά του, ήταν άκρως ταπεινωτική.
«Κάθε μέρα πεθαίναμε 50- 60, 50- 60, κάθε μέρα, κάθε μέρα», διηγείται περιγράφοντας ουσιαστικά όλα όσα έζησαν οι πρόσφυγες φτάνοντας στη μητέρα πατρίδα.
Η μαρτυρία του φυλάσσεται στο Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού.
Ο Αναστάσιος Μαβίδης διηγείται…
«Απ’ το Βατούμ φύγαμε εμείς το ’21. Τότε ο, ο φίλος μας ο Βενιζέλος μας ξεσήκωσε, μας έφερε στην Ελλάδα, μες στη δυστυχία και μες στο κακό. Όταν φτάσαμε στο Καραμπουρνάκι και ακούσαμε να βρίζουν Χριστούς και Παναγίες και σταυρούς και χωροφύλακες, οι γυναίκες και οι άντρες λυσσάξανε, καταλαβαίνεις; Πού να βρίζαν μες στην πατρίδα Χριστούς, Παναγίες;!
Μπήκαμε στο καράβι και πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη. Καθίσαμε δυο μέρες, έξω απ’ το λιμάνι, και ήρθε ο θείος μου από την Πόλη, ήρθαν με καΐκια μάς είδαν. Ελληνικό ήταν το καράβι, “Κωνσταντίνος”, το θυμάμαι.
»Ήρθαμε στο Καραμπουρνάκι. Καθίσαμε στο βαπόρι, δεν ξέρω πόσες μέρες, δεν θυμάμαι, και ύστερα μας βγάλανε, βέβαια. Μας περάσανε από κλίβανο και μας δώσανε από ένα αντίσκηνο και μας είχαν εκεί κάτω στην παραλία έξι μήνες μες στα αντίσκηνα, η λεγόμενη “πατρίδα”.
Έξι μήνες μείναμε. Με τις καραβάνες πηγαίναμε και παίρναμε ζωμό, μας δίνανε ζωμό.
Σε αντίσκηνα, αντίσκηνα. Και από ‘κει μας φέρανε στην Καλαμαριά. Μας βάλανε σε κάτι θαλάμους συμμαχικούς, του στρατού ήτανε, ξέρω ‘γω. Οι θάλαμοι αυτοί ήταν πέρα για πέρα χάος, και με ψάθες, με κουρέλια, με δεν ξέρω τι, κάναμε διαμερίσματα και χωριστήκαμε. Πατώματα δεν υπήρχαν.
Κάθε μέρα πεθαίναμε 50- 60, 50- 60, κάθε μέρα, κάθε μέρα. Ο πατέρας μου πέθανε, έφυγε για να πάει να βρει δουλειά στο Χαρμάνκιοϊ, τον έπιασε μια αρρώστια, τον βάλαν εκεί σ’ ένα νοσοκομείο, σε δυο μέρες πέθανε.»