Από τη μεσαιωνική λέξη φλωρίον προέρχεται η λέξη φουλιρία(τα) της ποντιακής διαλέκτου, και σημαίνει νομίσματα χρυσά, τα κοινά φλουριά.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, απαντάται ως φλωρίν στο γλωσσικό ιδίωμα της Κερασούντας, ως φλιουρίν στης Οινόης, ως φλιρίν στης Κερασούντας και της Τραπεζούντας, ως φιλιρί των Σουρμένων και ως φούλουρον της Χαλδίας.
Κατά την ίδια πηγή, σχετικές φράσεις είναι οι εξής:
- Εγόμωσαν της γούλαν ατ΄ς φιλιρία (για τη νύφη την ώρα της στέψης).
- Εγέν΄τον φουλιρίν (για πράγμα σπάνιο).
- Εύραμε παλαλά χωρία και κερδίζομε πολλά φουλιρία (για επιτήδειο κερδοσκόπο που εκμεταλλευόταν απλοϊκούς ανθρώπους).
- Κουκ το φιλιρίμ΄ (για άτομο που επιμένει στην άποψή του, έστω κι αν αυτή είναι λαθεμένη).