Καλά μελετημένο και άρτια οργανωμένο ήταν το σχέδιο των Νεότουρκων για την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Η μία μέθοδος εκτοπισμών, βασανισμών και θανάτου ήταν τα διαβόητα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) για τον ανδρικό πληθυσμό.
Για τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα η «λύση» ήταν αυτό που ο ιστορικός Πολυχρόνης Ενεπεκίδης περιέγραψε ως «Άουσβιτς εν ροή», δηλαδή οι λευκές πορείες.
Επρόκειτο για εκτοπισμούς, συνήθως μέσα στο χειμώνα, χωρίς προορισμό. Τα καραβάνια των απελπισμένων περπατούσαν ατελείωτα χιλιόμετρα, αφήνοντας πίσω τους νεκρούς από το κρύο, την πείνα, το ξύλο και τις κακουχίες.
Η Έθελ Τόμσον (Ethel Thompson) το 1921 και το 1922 εργαζόταν για λογαριασμό της Near East Relief σε ορφανοτροφεία της οργάνωσης κοντά στην πόλη Χαρπούτ, το σημερινό Έλαζιγ. Στην έκθεσή της υπάρχουν αναφορές για «ανθρώπινα ερείπια», χιλιάδες που είχαν προσβληθεί από τύφο ή είχαν γάγγραινα στα πόδια.
Είδε επίσης πορείες κάτω από τον καυτό ήλιο, πτώματα στις άκρες των δρόμων, γυναίκες να παίρνουν παιδιά από την αγκαλιά των νεκρών μητέρων τους και να συνεχίζουν.
Έγραψε χαρακτηριστικά: «Όταν μας το επέτρεπαν βοηθούσαμε με ρούχα και τρόφιμα τις συνοδείες των βρικολάκων, των ισχνών και λιμοκτονούντων Ελλήνων, γυναικών και παιδιών, που διέσχιζαν την Ανατολία. Τα μάτια είχαν βγει από τις κόγχες, τα οστά απλά καλύπτονταν από δέρμα. [Οι γυναίκες] έφεραν πάντα στη ράχη τα σκελετωμένα βρέφη τους και οδηγούνταν χωρίς τροφή και ρούχα από τους χωροφύλακες, μέχρι να πέσουν νεκρές.
»[…] Μια ομάδα Ελλήνων του Πόντου που προσπαθούσε να φτιάξει σούπα από χορτάρι και ένα αυτί προβάτου για να ξεγελάσει την πείνα της. Οι Τούρκοι δεν τους είχαν δώσει φαγητό για 500 μίλια, από τη Σαμψούντα. Όσοι είχαν χρήματα, τα χρησιμοποίησαν για να δωροδοκήσουν τους χωροφύλακες. Όσοι δεν είχαν, απλά πέθαναν κατά τη διαδρομή.
»[…] Ήταν μια πορεία πτωμάτων, μια πορεία θανάτου στην Ανατολία. Πέρσι η Ανατολία ήταν ένα τεράστιο νεκροταφείο».