Φωνή ζεστή, βαθιά, αισθαντική, ταξιδιάρικη. Η Αργυρώ Καπαρού μίλησε στο pontosnews.gr για τη διαδρομή της στο τραγούδι που ξεκινά από τα 16 της χρόνια, τις συναντήσεις της με σπουδαίους συνθέτες, στιχουργούς και ερμηνευτές, τα μελλοντικά της σχέδια, αλλά και τις ρίζες της που συνδυάζουν Κωνσταντινούπολη, Καππαδοκία και Κρήτη.
Κουβαλάτε στο DNA σας Κρήτη και Μικρά Ασία. Εντοπίζετε και αναγνωρίζετε χαρακτηριστικά των πατρίδων σας στον εαυτό σας;
Σίγουρα η ζωή μάς φωτογραφίζει, να κουβαλάμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας και τους γονείς μας. Είμαστε η συνέχεια τους, άρα και τα χαρακτηριστικά της πατρίδας τους είναι μέσα στο DNA μας, στη συμπεριφορά και στο χαρακτήρα μας.
Είμαι περήφανη για την καταγωγή μου και χαίρομαι που τόσο διαφορετικά, αλλά και σε πολλά σημεία συγγενικά στοιχεία, από την Κρήτη, την Κωνσταντινούπολη και την Καππαδοκία έτυχε να συναντηθούν στο γενεαλογικό μου δέντρο.
Άλλωστε, εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα δίπλα στη γιαγιά μου, οπότε πιστεύω πως με έχει επηρεάσει αρκετά αυτή η καταγωγή της Καππαδόκισσας. Επίσης γνώρισα –για καλή μου τύχη– και τον παππού μου τον Κρητικό, από το Ρέθυμνο, αλλά δυστυχώς όχι την μητέρα του πατέρα μου.
Όλα αυτά τα κουβαλώ στην καρδιά, στη συμπεριφορά μου, και σίγουρα έχουν επηρεάσει τη στάση μου απέναντι στη ζωή.
Τι σας έχουν ιστορήσει η γιαγιά και ο παππούς σας για τον τόπο καταγωγή σας;
Ο παππούς μου από την Κρήτη δεν μου έχει ιστορήσει πολλά πράγματα, παρά τη συμμετοχή του στον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, που του είχε αφήσει και σημάδι από βόλι. Ωστόσο, είχα τη χαρά να κάνω διακοπές σαν παιδί μαζί του στο χωριό, με τις τσικουδιές και τις μαντινάδες, οπότε έχω κοινές μνήμες με τον παππού και έχω την εικόνα και από τον τόπο καταγωγής του, αλλά και από την Ελευσίνα στην οποία έζησε από τη νεανική ηλικία του και μετά, ως εργάτης στο παλαιό ελαιουργείο.
Μου είναι αξέχαστη η αίσθηση του σεβασμού που είχε κερδίσει στην κοινωνία της Ελευσίνας. Ήταν ένας άνθρωπος ξεχωριστός ο Μανώλης ο Καπαρός και όλη του η αύρα ήταν για μένα διδασκαλία.
Η γιαγιά μου η Καππαδόκισσα, απ’ την άλλη, διαφορετικό σχολείο. Το δικό της επίθετο ήταν Σταμπουλόγλου. Μετά το γάμο της έγινε Θεοδωρίδη από τον Κωνσταντινουπολίτη παππού μου, τον Ιωάννη Θοδωρίδη. Η γιαγιά μού έχει αφηγηθεί όλη την πορεία της μετανάστευσης απ’ το Ανδρονίκιο Καππαδοκίας στον Πειραιά το 1922, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, και κυρίως τα πρώτα χρόνια που πέρασαν ως παιδιά.
Είχε έρθει εδώ 8 χρονών. Έχω πολλές μνήμες και χαρά από αυτή την αφήγηση και τη μετέπειτα ζωή της ως νέο κορίτσι. Σε μικρή ηλικία παντρεύτηκε τον παππού μου τον Γιάννη και έφτιαξε τη δική της οικογένεια, έχουσα τρία παιδιά να μεγαλώσει και ούσα η ίδια εργάτρια στο καπνεργοστάσιο του Παπαστράτου στον Πειραιά.
Μεγαλώσατε, λοιπόν, με τη γιαγιά σας. Είναι η μικρασιατική κουζίνα ένα από τα πράγματα που σας έμαθε;
Η μικρασιατική κουζίνα είναι σίγουρα αυτή που μας ανέθρεψε. Η γιαγιά ήταν η μαγείρισσα των πρώτων παιδικών μου χρόνων, γιατί η μητέρα μου και ο πατέρας μου εργάζονταν. Έτσι όλες τις νοστιμιές της Καππαδοκίας, και ευρύτερα της Μικρασίας, τις είχαμε στο τραπέζι μας.
Από τα αγαπημένα μου φαγητά είναι το ιμάμ μπαϊλντί και το μαντί, τα οποία για καλή μου τύχη έχω καταφέρει και τα μαγειρεύω και εγώ.
Έχετε επισκεφθεί ποτέ την Καππαδοκία;
Την Καππαδοκία δυστυχώς μέχρι τώρα δεν έχω καταφέρει να την επισκεφθώ. Ωστόσο, έχω καταφέρει να παρακολουθήσω πάρα πολλά ντοκιμαντέρ και βίντεο και να ασχοληθώ ιδιαίτερα με την περιοχή της καταγωγής της γιαγιάς μου που είναι το Ανδρονίκιο, ένα χωριό πολύ εύφορο.
Επίσης μελέτησα την περιοχή από την οποία έφυγαν τα πρώτα καΐκια για την Ελλάδα, τα Άδανα.
Από εκεί έφυγε και το καΐκι της γιαγιάς μου. Ταξίδεψαν μαζί με τις αδερφές της και τη δασκάλα τους. Μία εβδομάδα ταξίδευαν για να φτάσουν στον Πειραιά, ίσως και παραπάνω. Εύχομαι να με αξιώσει ο Θεός να πάω να βρω και το χωριό.
Είστε ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Προφορικών Πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου. Ποια ανάγκη οδήγησε στη δημιουργία του;
Η έμπνευση για τη δημιουργία και την ίδρυση του Κέντρου Προφορικών Πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου CEMOC (Centre For East Mediterranean Oral Cultures) με έδρα τον Πειραιά ήταν του προέδρου και συνεργάτη, που είναι και ένα από τα ιδρυτικά μέλη της εταιρείας μας, του καθηγητή Γιάννη Κανάκη, εθνομουσικολόγου.
Ήταν το όνειρο του να δημιουργήσει κάτι στην Ελλάδα που να αφορά στον προφορικό πολιτισμό αυτής της πλευράς της Μεσογείου, της ανατολικής, μέσα στην οποία εντάσσεται και η Ελλάδα φυσικά, αφού είναι ένα σημαντικό σταυροδρόμι θαλάσσιων δρόμων.
Είναι η Ανατολική Μεσόγειος ο χώρος συνάντησης της Διώρυγας του Σουέζ, της Διώρυγας του Βοσπόρου και του δρόμου που αρχίζει από το Γιβραλτάρ, περνά ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική και έρχεται στο Αιγαίο.
Η Ελλάδα είναι ένα σημαντικό σταυροδρόμι και έχει κάθε λόγο να διαθέτει ένα Κέντρο σαν το CEMOC. Εγώ βρέθηκα στην ομάδα αυτή, τη δημιουργική, ως ιδρυτικό μέλος. Έχουμε τρία χρόνια ζωής και ελπίζουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα είναι πιο εμφανές το έργο μας.
Η πρώτη σας δημόσια εμφάνιση έγινε σε πολύ νεαρή ηλικία. Πώς αντέδρασαν οι γονείς σας στην επιθυμία σας να ασχοληθείτε με το τραγούδι;
Πράγματι έγινε σε μικρή ηλικία. Ήμουν 16 ή 17 χρονών, μαθήτρια του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Με έστειλε η δασκάλα μου, η Άννα Διαμαντοπούλου. Οι γονείς μου ήταν δύο άνθρωποι που τραγουδούσαν από τη νεαρή τους ηλικία και είχαν μεγάλη αγάπη στο τραγούδι.
Το τραγούδι άλλωστε ήταν και η αφορμή για να συναντηθούν στη ζωή τους. Γνωρίστηκαν σε μια θαλασσινή εκδρομή, όπου όλοι τραγουδούσαν. Έτσι τους ένωσε η θάλασσα και το τραγούδι, οπότε ας πούμε πως ήταν ανοιχτοί σε αυτή μου την κλίση.
Όταν αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ πιο σοβαρά με τη μουσική και το τραγούδι, με ενίσχυσαν και με βοήθησαν, προστατεύοντάς με φυσικά, όπως κάνει κάθε γονιός που αγαπά τα παιδιά του. Ήμασταν τυχεροί με τον αδερφό μου, γνωρίσαμε την αγάπη.
Τι έχει μείνει στη μνήμη σας από αυτή την πρώτη εμφάνιση στη σκηνή;
Η πρώτη εμφάνιση στη σκηνή ήταν στο Κινηματοθέατρο «Ορφέας» με αφορμή μία εκδήλωση Κεφαλονιτών δημιουργών, τα έσοδα της οποίας πήγαιναν στο Ίδρυμα της ΕΛΕΠΑΠ για τα ανάπηρα παιδιά. Είχαν καλέσει τραγουδιστές από τη σχολή του σύγχρονου τραγουδιού του Εθνικού Ωδείου Αθηνών και έτσι 16 χρονών βρέθηκα να τραγουδώ μαζί με άλλους ερμηνευτές, σε μια μεγάλη σκηνή.
Αυτό που έχει μείνει στη μνήμη μου είναι πως ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Μέχρι εκείνη την ώρα δεν ήξερα τι συμβαίνει πάνω σε μία σκηνή και τελικά δεν πίστευα πόσο ήσυχη και άνετη θα μπορούσα να είμαι σε μία τόσο μεγάλη σκηνή, σε σχέση με το κοινό. Μου χάρισε σιγουριά και αυτοπεποίθηση αυτή η πρώτη εμφάνιση.
Παίζουν πιστεύετε ρόλο τα προσωπικά βιώματα στον τρόπο που ένας τραγουδιστής ερμηνεύει; Είχατε αναφέρει παλιότερα πως η μικρασιατική καταγωγή της μητέρας σας ίσως και να επηρέασε τον τρόπο που ερμηνεύσατε τον «Παναγή» της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Σίγουρα ό,τι έχουμε ζήσει το κουβαλάμε, και ό,τι έχουμε διυλίσει μέσα μας σε σχέση με την εμπειρία μας από τη ζωή δεν μας εγκαταλείπει. Είναι μία μνήμη που μας συνοδεύει κάθε φορά που τραγουδάμε. Αυτό αφορά και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το στίχο σε σχέση με τη ζωή και την εμπειρία μας.
Με βεβαιότητα μπορώ να σας πως τα προσωπικά μας βιώματα παίζουν ρόλο στο πώς θα τραγουδήσουμε.
Η συνάντηση με τη Λίνα Νικολακοπούλου ήταν καρμική;
Είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου και ξεκινάει από πολύ παλιά. Τη γνώρισα μέσω μιας άλλης ιδιότητας μου, αυτή της ραδιοφωνικής παραγωγού, καθώς ήμουν ένα πιτσιρίκι που έκανα εκπομπή στο Δεύτερο πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και είχε την ευγένεια να έρθει στο στούντιο μαζί με τη Μαριανίνα Κριεζή και την Ελένη Δήμου, με αφορμή το άλμπουμ τους Προσωπικά σε σύνθεση του Γιάννη Σπανού.
Εκεί γνωριστήκαμε και μετά της ομολόγησα τις μουσικές μου ανησυχίες. Τα επόμενα χρόνια, και ως νέα τραγουδίστρια, κάθε φορά ρωτούσα τη Λίνα τι είναι καλό να κάνω ή αν έχει ενδιαφέρον αυτό που διάλεξα να τραγουδήσω.
Ήταν κάτι σαν μέντορας μου για πολλά χρόνια, χωρίς η ίδια να γνωρίζει τη διείσδυση που είχε στην πορεία μου και στις αποφάσεις μου για το τραγούδι.
Η συνάντησή μας στη θεατρική σκηνή, με τη Λίνα στη πλευρά του κοινού, έγινε με αφορμή τη συνεργασία μου με τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη «Σπείρα-Σπείρα». Εκεί, επί αρκετά χρόνια με παρακολουθούσε σαν καλλιτέχνη, έχοντας κάνει τα ήδη τα πρώτα μου βήματα στη δισκογραφία με δύο προσωπικά άλμπουμ.
Η ενασχόλησή μου με το μουσικό θέατρο με βοήθησε πολύ. Έμαθα πάρα πολλά από τον Σταμάτη Κραουνάκη και μόνο ευγνωμοσύνη έχω για αυτό. Μετά από αυτή τη θητεία μου, πέρασα ένα καλοκαίρι καλλιτεχνικής αυτονομίας όταν ανέβασα στον ΙΑΝΟ το πρόγραμμα «Απ’ τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό», τραγουδώντας σε 7 γλώσσες.
Έτσι ξεκίνησε και η δισκογραφική συνεργασία με τη Λίνα Νικολακοπούλου και τη Δάφνη Αλεξανδρή. Οκτώ χρόνια τώρα συνεργάζομαι μαζί της σε πολλά επίπεδα, σε συναυλίες, θεματικές εκδηλώσεις και παραστάσεις. Μόνο δώρα έχω πάρει από εκείνη. Είναι ο άγγελος μου.
Έχετε συνεργαστεί μέχρι σήμερα με σπουδαίους ερμηνευτές, συνθέτες και στιχουργούς. Ποιες συνεργασίες ξεχωρίζετε;
Μία σημαντική συνεργασία για μένα ήταν από την αρχή της πορείας μου, αυτή με τον Μανώλη Μητσιά. Θήτευσα δίπλα του πέντε χρόνια, ενώ είχε προηγηθεί μία συνεργασία με τον Λάκη Χαλκιά, έναν επίσης πολύ σημαντικό ερμηνευτή.
Μετά από δύο προσωπικά άλμπουμ, συνεργάστηκα με τον Σταμάτη Κραουνάκη από το 2005 έως το 2015 που κάναμε την τελευταία μας περιοδεία. Ο πιο σημαντικός φάρος στη ζωή μου, όμως, είναι η Λίνα Νικολακοπούλου.
Μουσικά από την πορεία σας φαίνεται πως δεν βαδίζετε εκ του ασφαλούς. Έχετε δοκιμαστεί, ομολογουμένως με μεγάλη επιτυχία, σε διάφορα είδη και σε διαφορετικές γλώσσες. Ποιο είναι το επόμενο επαγγελματικό σας πλάνο;
Το επόμενο βήμα είναι μία ακόμα δουλειά με τη Λίνα Νικολακοπούλου και τη συνθέτρια Δάφνη Αλεξανδρή.
Έχω ήδη διανύσει μια περίοδο στην οποία δισκογραφικά είχα 14 συμμετοχές-τραγούδια σε διαφορετικά άλμπουμ, συνεργαζόμενη με διάφορους δημιουργούς.
Επίσης, προηγήθηκε μία σημαντική συνεργασία με τον συνθέτη Δημήτρη Μαραμή, που με γοητεύει, όχι μόνο για το μουσικό του ταλέντο, αλλά και για την επιλογή του να μελοποιεί κείμενα της παραδοσιακής μας ποίησης.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι που όταν το ακούσατε πρώτη φορά σκεφτήκατε: «Αυτό θα ήθελα να το πω εγώ;»
Παραπάνω από ένα. Το «Άξιον Εστί», το «Γέρο νέγρο Τζιμ», το «7 νάνοι στο s/s Cyrenia».
Τι σας κάνει να χαμογελάτε;
Η πίστη μου στον Θεό και η αγάπη μου για τη ζωή. Η πίστη μου στη δύναμη της ανθρωπότητας και στα αισθήματα που μπορεί ένας άνθρωπος να φωτίσει μέσα του.
Τι σας θυμώνει πολύ;
Με θυμώνει το άδικο. Η κάθε είδους ανισότητα. Και κυρίως με θυμώνουν όσοι άνθρωποι ντύνουν με το ρούχο της καλοσύνης και της ευεργεσίας τα ιδιοτελή τους σχέδια.
Σήμερα λόγω της πανδημίας πιστεύετε πως έχουμε περισσότερο ανάγκη την τέχνη;
Σε κάθε περίοδο της ζωής του ανθρώπου που υπήρχε εγκλωβισμός, ανασφάλεια, αγωνία για το αύριο, φόβος για κάτι καινούργιο που δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει, σε κάθε τέτοια περίοδο το τραγούδι ήταν γιατρικό, όπως και η μουσική. Το τραγούδι είναι μια αγαπημένη λαϊκή τέχνη, με το χάρισμα της αμεσότητας .
Ωστόσο πιστεύω, πως κάθε μορφή τέχνης δημιουργεί στον άνθρωπο ένα άνοιγμα έκφρασης, την οδό που θα τον βοηθήσει να βρει την ισορροπία.
Μέσα από τη δυσκολία που ζούμε –και μέσα από κάθε δυσκολία που μπορεί να βιώσουμε– η τέχνη μάς οδηγεί στην ψυχική ισορροπία και στην εναρμόνιση μεταξύ των ανθρώπων. Υπ’ αυτή την έννοια βοηθάει στην ευημερία, στην ειρήνη και την ελπίδα.
Το διαδίκτυο πιστεύετε μπορεί να καλύψει το κενό;
Το διαδίκτυο έχει έναν τρόπο σε αυτές τις περιόδους της κρίσης να μας φανερώνει και τα καλά του, γιατί είναι ένας γιγάντιος χώρος συνάντησης. Ένας άλλος κόσμος που αν τον δούμε σαν τον πλανήτη μας πρέπει να περπατάμε μέσα σε αυτόν με ασφάλεια και να προσπαθούμε να διασώσουμε τα καλά στοιχεία του. Με τον ίδιο τρόπο που προσπαθούμε να σώσουμε και τα ζωντανά καλά στοιχεία του πλανήτη μας.
Έτσι θεωρώ πως είναι και το διαδίκτυο. Εάν θέλουμε δηλαδή να σώσουμε τα καλά στοιχεία της ανθρωπότητας και τη ζωή του πλανήτη στο διηνεκές, θα φροντίσουμε οι δημιουργικές μας συναντήσεις στο διαδίκτυο να προάγουν τον πολιτισμό του πλανήτη μας και των κατοίκων του.
Αγαθή Χατζή