«Ευγενές έθνος» είχε χαρακτηρίσει την Τουρκία το 1938, με την ευκαιρία του θανάτου του Κεμάλ Ατατούρκ, ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς. Και εάν νομίζετε ότι επρόκειτο για ανέξοδη διπλωματική αβρότητα, πλανάσθε.
Γιατί, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και με αφετηρία το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, το οποίο υπέγραψαν τον Οκτώβριο του 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ισμέτ Ινονού, οι δύο χώρες είχαν όντως εισέλθει σε μια παράδοξη περίοδο «Entente Cordiale».
Η περίοδος αυτή έληξε άδοξα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα «άνθη του κακού», τα οποία είχε σπείρει ο κεμαλικός εθνικισμός, οδήγησαν την παραδοσιακή εχθρότητα αυτού του «ευγενούς έθνους» απέναντι στην Ελλάδα να καταστεί σταδιακά εκ νέου επίσημη πολιτική. Μια πολιτική η οποία βρήκε την ειλικρινή έκφρασή της στην καταστροφή του ελληνισμού της Πόλης το 1955 από τον Μεντερές (ενώ η επίσημη Ελλάδα παρακολουθούσε σαν χάννος την καταστροφή ενός από τα εκλεκτότερα τμήματα του εθνικού κορμού, όπως επίσης το ίδιο έπραξε, άβουλη και μοιραία, όταν η νασερική Αίγυπτος διέλυσε στη συνέχεια και τον ελληνισμό της Αλεξάνδρειας).
Δεν γνώριζαν, άραγε, οι Έλληνες πολιτικοί της δεκαετίας του 1930, είτε ήταν ο Βενιζέλος είτε ο Τσαλδάρης ή ο Μεταξάς, ότι το «ευγενές έθνος» είχε αφανίσει, σε μια πρωτότυπη πρόγευση του Ολοκαυτώματος, τόσο τους Έλληνες του Πόντου όσο και τους Αρμενίους; Φυσικά και γνώριζαν, αλλά, όπως θα έλεγαν και σήμερα διάφοροι ημιμαθείς των «διεθνών σχέσεων», ο Βενιζέλος και οι διάδοχοί του εφάρμοζαν «Realpolitik».
Εντούτοις, παράπλευρα αυτής της «Realpolitik» (η οποία, πέρα από ηττοπαθής και ανήθικη, αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι συνέφερε μονομερώς την πάντα εύστροφη Τουρκία), εγκαταβίωνε και μια πραγματικά α-νόητη φαντασίωση, ότι οι δύο λαοί δεν είχαν να χωρίσουν τίποτε και (ακόμα επαχθέστερα) ότι οι δύο λαοί ήταν δήθεν πολιτισμικά κοντά!
Μάλιστα, όταν ο Βενιζέλος πρότεινε τον Ατατούρκ για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης (ναι, δυστυχώς, το κάναμε και αυτό), γιατί δήθεν «συνένωσε» την παραποιούσα Οθωμανική Αυτοκρατορία σε «σύγχρονο κράτος» («συνένωση» η οποία είχε ακριβώς, ως τίμημα, τον αφανισμό Ποντίων και Αρμενίων), σημείωσε και αυτός ότι η Τουρκία έμπαινε στην πρωτοπορία των «πολιτισμένων»!
Και τελικά η ίδια φαντασίωση κατόρθωσε να επιζήσει έως σήμερα. Έτσι, όταν ο κ. Τσίπρας είπε προ διετίας σε συνέντευξή του σε τουρκικό δίκτυο ότι είμαστε, ως λαοί, πολιτισμικά κοντά, στην πραγματικότητα εξέφραζε την ίδια ακριβώς φαντασίωση, την οποία θα ακούσετε, άλλωστε, να διατυπώνεται συχνά και από άλλους της κατά Warhol δημοσιότητας του πεντάλεπτου.
Αλλά, φυσικά, αυτή η φαντασίωση πηγαίνει χέρι χέρι με μια το ίδιο διαχρονική πολιτική «άρνησης» της πραγματικότητας.
Έτσι, σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι η επίσημη Ελλάδα παρακολούθησε την καταστροφή του ελληνισμού σε Μικρά Ασία, Κωνσταντινούπολη και Αίγυπτο και (παραλίγο) στην Κύπρο, η ίδια επίσημη Ελλάδα κατέστη τελικά ο απρόσμενος πλασιέ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, ώστε 85 εκατ. Τούρκοι να κατορθώσουν κάποτε να την κάνουν και de jure σπίτι τους.
Και υπήρξαμε κυριολεκτικά τυχεροί που, σε πείσμα της εγχώριας αφασίας, Γερμανοί, Γάλλοι και Αυστριακοί είχαν από νωρίς αντιληφθεί ότι αυτό το έθνος δεν είναι και τόσο «ευγενές», ώστε να του παραχωρήσουμε το σπίτι μας. Και ήταν αυτό ακριβώς το οποίο υπενθύμισε η από μακρού οφειλόμενη αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τον Αμερικανό πρόεδρο Joe Biden. Ότι μιλάμε για μια χώρα (προσέξτε, χώρα, όχι απλώς κράτος) της οποίας η πολιτισμική ετερότητα προς τη Δύση είναι δεδομένη και όποιος δεν το αντιλαμβάνεται κινδυνεύει να πάθει αυτό που έπαθαν, έστω τελικά επιζώντες, οι Αρμένιοι.
Το οποίο εγώ προσωπικά συνειδητοποίησα –αρκετά συμβολικά– όταν επισκέφθηκα το μουσείο και το μνημείο της Γενοκτονίας στο Γερεβάν. Είναι ένα βαθιά συγκινητικό μέρος, αλλά κατά κάποιον τρόπο η γεωγραφία του υπενθυμίζει την τελική του αντίφαση. Γιατί βρίσκεται υπερυψωμένο σε έναν λόφο και, καθώς βλέπεις στα πόδια σου να απλώνεται, φτωχό στην εμφάνιση, το Γερεβάν, στο βάθος (και εγώ ήμουν τυχερός, γιατί η μέρα ήταν πεντακάθαρη) φαίνεται επιβλητικότατο το (συμβολικό για την αρμενική συνείδηση) όρος Αραράτ – μόνο που το Αραράτ βρίσκεται στην Τουρκία και υπενθυμίζει μόνιμα ότι κάτι σημαντικό από την αρμενική ψυχή χάθηκε εκεί.
Και αυτή είναι η διαφορά με τη Γερμανία, για όσους κάνουν συγκρίσεις με το Ολοκαύτωμα, θέλοντας να πουν ότι είναι καιρός να κοιτάξουμε μπροστά. Γιατί και στη Γερμανία πήρε καιρό ώστε να γίνει αντιληπτό ότι το πρόβλημα δεν ήταν μόνο με τον ναζισμό και την πολιτική του αλλά και με την ίδια τη χώρα, η οποία συνειδητοποίησε αργά και επώδυνα ότι ήταν οι ίδιοι οι Γερμανοί και όχι απλώς η επίσημη κυβέρνηση που είχαν την ευθύνη την οποία και ειλικρινά αποδέχθηκαν. (Το υπέροχο βιβλίο του καθηγητή του Χάρβαρντ Daniel Goldhagen Πρόθυμοι δήμιου: Οι εκτελεστές του Χίτλερ το αναδεικνύει εύγλωττα αυτό.)
Γιατί καμία γενοκτονία δεν γίνεται εάν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν συνεργεί έμπρακτα, όπως έγινε στη Γερμανία αλλά και στην Καμπότζη και στη Ρουάντα και, φυσικά, στην Τουρκία.
Όμως, αντίθετα με τη Γερμανία, αυτό το «ευγενές έθνος» ακόμα φαντασιώνει. Και, ακόμα χειρότερα, μαζί του, κάθε φορά που επαναλαμβάνουμε την α-νοησία ότι η θέση της Τουρκίας είναι στην Ευρώπη (ή ότι είμαστε με τους Τούρκους πολιτισμικά κοντά και άλλα φληναφήματα κατευνασμού), φαντασιώνουμε και εμείς.
Α. Π. Δημόπουλος
Πολιτικός επιστήμων, Πανεπιστήμιο Cambridge.