Το απόεμα έπρεπεν όλα εμείς τα παιδιά –και οι μεγάλοι– να πάμε να προσκυνήσουμε τα Επιτάφια: τσ’ Αγίας Κατερίνας, τ’ Άη Δημητριού, τ’ Άη Γιωργιού, τσ’ Αγίας Φωτεινής και όσων άλλων εκκλησιών ημπορούσαμε – και να περάσουμε κι από κάτω.
Αυτό το πέρασμα από κάτω, σχεδόν γονατιστοί, από τον Επιτάφιο ήταν μεγάλη δουλειά, για μεγάλους και μικρούς.
Όμως το συμπλήρωμα της Μεγάλης εκείνης Μέρας ήταν το κατανυκτικό γύρισμα των Επιταφίων, η περιφορά δηλαδή των Επιταφίων στις 9 το βράδυ.
Το Επιτάφιο ήταν κουβούκλιο κλειστό, στολισμένο με πολλά πούλουδα, με κέρινο ή από άλλη πολύτιμη κάποτε ύλη ομοίωμα του σώματος του Χριστού, μέσα σε λευκά και μωβ ατλάζια, κεντημένα με ασήμι…
Πολύ ωραίο επίσης και συγκινητικό ήταν το γύρισμα του Επιταφίου στο Γραικικό Νοσοκομείο τ’ Άη Χαράλαμπου, που το γύριζαν μέσα από τους διαδρόμους και τους θαλάμους των ασθενών.
Και το αποκορύφωμα πιο του εντυπωσιασμού των παιδιών ήταν η μουνταρία, η αρπαγή των κεριών του Επιταφίου και των λουλουδιών, που γινότανε από τα παλληκάρια που τον παρακολουθούσαν όταν ο Επιτάφιος ηγύριζε κι έμπαινε στην εκκλησία.
Το γεγονός αυτό, παρόλο που πολλοί το επέκριναν, πως δεν ήταν τάχα σωστό και πολιτισμένο, το χαρακτήριζαν και σαν ασέβεια, γινότανε μολαταύτα, γιατί το είχανε για μεγάλο γούρι να μπορέσουν να μουντάρουνε, να αρπάξουν από τον Επιτάφιο κερί και πούλουδα και να τα πάνε στο σπίτι για το καλό και να τα κάνουνε μάλιστα και φυλαχτό.