Ο σπουδαίος Τούρκος ιστορικός και κοινωνιολόγος Taner Akçam παραθέτει τα λόγια του Joseph Pomiankowski, στρατιωτικού ακολούθου στην πρεσβείας της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1909 και 1919: «Μεγάλος αριθμός Τούρκων διανοουμένων είχε εκφράσει ειλικρινά το αίσθημα ότι ο λόγος για τον οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία απώλεσε πολλές επαρχίες στην Ευρώπη και στην Ασία τα τελευταία χρόνια –και γενικότερα τους δύο τελευταίους αιώνες– εντοπίζεται πρωτίστως στην υπερβολικά ανθρωπιστική συμπεριφορά [sic] των προηγούμενων σουλτάνων. Αυτό που θα έπρεπε να είχαμε κάνει ήταν είτε να εξισλαμίσουμε με τη βία τον πληθυσμό των επαρχιών, είτε να τους εξοντώσουμε ολοκληρωτικά».
Άλλωστε η φράση ότι «μετά τον πόλεμο ούτε ένας Αρμένιος δεν θα έχει απομείνει στην Τουρκία» μαρτυρούσε τις αληθινές προθέσεις των Τούρκων αξιωματούχων, όπως αποτυπώθηκαν –μεταξύ άλλων– και στα ψηφίσματα του Οθωμανικού Κοινοβουλίου του 1914.
Η στρατηγική εξόντωσης των αλλοεθνών, οι οποίοι στη φάση της διαμόρφωσης της τουρκικής εθνικής ταυτότητας τύγχανε να είναι κατ’ ουσίαν οι αλλόθρησκοι, περιελάμβανε φυσικά και τους Έλληνες, με τα λόγια του Henry Morgenthau να είναι χαρακτηριστικά: «Ο Bedri Μπέης, ο διοικητής της Αστυνομίας στην Κωνσταντινούπολη, είπε ο ίδιος σε έναν από τους γραμματείς μου ότι οι Τούρκοι είχαν εκδιώξει τους Έλληνες με τέτοια επιτυχία ώστε είχαν αποφασίσει να εφαρμόσουν την ίδια μέθοδο και για όλες τις άλλες φυλές της Αυτοκρατορίας».
Η εν λόγω στρατηγική τεκμαίρει εξ ορισμού τον όρο «γενοκτονία», ο οποίος αφορά τη μαζική εξόντωση εθνοτικών ομάδων κατά τρόπο συντεταγμένο και κατ’ εφαρμογή πολιτικής απόφασης.
Για να γίνει σαφές και να διαφοροποιηθεί ευκρινώς από την εθνομηδενιστική συνθηματολογία: Δεν αφορά 5, 10 ή 100 επαίσχυντα εγκλήματα τα οποία πραγματοποιήθηκαν μεμονωμένα από θερμόαιμους στρατιώτες ή και αξιωματικούς. Η γενοκτονία αναφέρεται στη συστηματική και οργανωμένη εξόντωση και γι’ αυτό το λόγο γι’ αυτήν απολογούνται ολόκληρα εθνοκράτη και όχι μόνο κάποια συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα.
Η γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής αποτέλεσε μέρος του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος, το οποίο συνίσταται στην τύχη των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη συμπαρομαρτούσα διαμόρφωση των σφαιρών επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων εξ αφορμής και επ’ ευκαιρία του επί αιώνες διαπιστωμένου «μωσαϊκού» εθνών και θρησκειών.
Έως και σήμερα η Τουρκία ταλανίζεται από την έλλειψη εσωτερικής συνοχής και την αδυναμία εξασφάλισης της πίστης και της νομιμοφροσύνης του ανθρωπολογικού υποκειμένου προς το κράτος της Άγκυρας.
Προς τούτο, οι Κούρδοι είναι «τρομοκράτες» και δεν αναγνωρίζονται ως ένας ετεροπροσδιοριζόμενος λαός που επιθυμεί την αυτοδιάθεσή του. Το επίσημο τουρκικό κράτος δεν επιχειρηματολογεί περί του βαθμού σεβασμού των μειονοτικών δικαιωμάτων των Κούρδων, αλλά δεν τους αναγνωρίζει ως κάτι διακριτό και τους θεωρεί συλλήβδην «εγκληματίες».
Η συγκαιρινή διαχείριση του Κουρδικού εξηγεί πολλά όσον αφορά την άρνηση της Τουρκίας να κοιτάξει κατάματα το –οθωμανικό και τουρκικό– παρελθόν της.
Οπωσδήποτε υπάρχει η προσπάθεια αποφυγής των νομικής φύσης συνεπειών, όπως λ.χ. αποζημιώσεις απογόνων των θυμάτων. Εντούτοις, το βασικό πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι οι εν λόγω γενοκτονικές πολιτικές απηχούν την ίδια την ιδιοσυστασία της γένεσης και της πορείας του τουρκικού εθνοκράτους, το οποίο δημιουργήθηκε μέσω της εκ των άνω συγκόλλησης ετεροπροσδιορισμών.
Με άλλα λόγια, οι βίαιοι εξισλαμισμοί και οι γενοκτονίες συνιστούν το θεμέλιο λίθο για μια «τουρκική εθνική ταυτότητα» κατά τα λοιπά τεχνητή και δημιουργηθείσα ακριβώς προκειμένου το τουρκικό κράτος να είναι βιώσιμο. Η ενδεχόμενη αμφισβήτηση αυτού του παρελθόντος θέτει σε αμφισβήτηση ολόκληρο το οικοδόμημα, το οποίο είναι υπό μακροϊστορικούς όρους νέο.
Μήπως δεν είχαμε αντίστοιχες πρακτικές στην «πεφωτισμένη» Εσπερία; Προφανώς παρατηρούνται τέτοιες πρακτικές στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική με γνώμονα την ομογενοποίηση των εσωτερικών των αναδυόμενων τότε κρατών, ενώ επ’ αυτού μας πληροφορεί αναλυτικά ο Adam Watson μέσω του έργου του Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Watson αναφέρει επίσης ότι τις συχνές βιαιοπραγίες και λεηλασίες της μεσαιωνικής Ευρώπης «συνήθως τις καταδίκαζαν οι υπεύθυνοι άνθρωποι της αριστοκρατίας και του κλήρου», έχοντας ως βασικό μέλημα να δικαιολογήσουν το πολεμικό γεγονός και να το εναρμονίσουν παντοιοτρόπως με ένα συγκεκριμένο κώδικα «αξιών» (βλ. Just War Theory). Διαμέσου αυτής της διαδικασίας του –έστω επίπλαστου– «εξαγνισμού», τα εν λόγω κράτη πέτυχαν να δημιουργήσουν ένα κρατικό αφήγημα ή τρόπον τινά έναν «κώδικα ηθικής», ο οποίος είναι ο άξονας της εθνοκεντρικής προσέγγισής τους και της ιστορικής αναφοράς τους.
Στην περίπτωση της Τουρκίας μια τέτοια προσπάθεια μάλλον θα οδηγείτο σε τέλμα και αυτό σχετίζεται με τη χρονική εγγύτητα στα γεγονότα, τις ζωντανές μνήμες λόγω πλήθους τεκμηρίων και της δύναμης της εικόνας (φωτογραφικά και κινηματογραφικά τεκμήρια), αλλά κυρίως την άρρηκτη σχέση της παρούσας κρατικής δομής με εκείνη που διέπραξε αυτά τα εγκλήματα.
Ενδεχομένως καθ’ υπερβολή αξίζει να επισημανθεί ότι ενώ στις περιπτώσεις της Κεντρικής Ευρώπης κάποιος πρέπει να ανατρέξει λ.χ. στον Οίκο των Αψβούργων, στην περίπτωση της Τουρκίας δεν έχει παρά να εντρυφήσει στο παρόν εθνοκρατικό καθεστώς, το οποίο συνιστά συνέχεια του εν λόγω ιστορικού κεκτημένου.
Η Τουρκία αδυνατεί να κοιτάξει κατάματα την ιστορία γιατί θα τότε θα κοιτάξει το σημερινό αποκρουστικό εαυτό της, τις σημερινές γενοκτονικές πρακτικές εις βάρος των Κούρδων στα νοτιοανατολικά σύνορά αλλά και εντός του συριακού εδάφους, την καταπάτηση κάθε έννοιας ανθρώπινου δικαιώματος και την καταπίεση ακόμη και ολιγομελών πλέον κοινοτήτων, όπως η ελληνική της Πόλης.