Ξημερώματα 21ης Απριλίου 1967 η χώρα βρέθηκε πραξικοπηματικά κάτω από το καθεστώς των συνταγματαρχών. Λίγες μέρες μετά η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη απαγορεύθηκε με το υπ’ αριθμ. 13/1-6-1967 ειδικό διάταγμα του αρχηγού του επιτελείου του Ελληνικού Στρατού Οδυσσέα Αγγελή.
Από εδώ ξεκινάει η παράνοια και το έπος της λογοκρισίας της χούντας.
Οι απαγορεύσεις και ο… Κουταλιανός
Από τη λογοκρισία της χούντας όμως, δεν ταλαιπωρήθηκε μόνο ο Μίκης Θεοδωράκης. Δεκάδες ήταν τα τραγούδια που κυκλοφόρησαν πριν την επιβολή της δικτατορίας και στη συνέχεια λογοκρίθηκαν και αποσύρθηκαν από την αγορά ή κάποια άλλα στα οποία η Επιτροπή Λογοκρισίας επέβαλλε την τροποποίηση των στίχων, προκειμένου να φτάσουν στα studio ηχογράφησης.
Εννοείται πως «επικίνδυνα» τραγούδια του παρελθόντος, όπως ρεμπέτικα, εξαφανίστηκαν από δισκοπωλεία και ραδιόφωνα.
Ανάμεσα στα τραγούδια, για παράδειγμα, που λογοκρίθηκαν ήταν το «Πάει ο καιρός» (Μάνος Χατζιδάκις – Νίκος Γκάτσος),
«Ο μπαρμπα-Θάνος» (Σταύρος Κουγιουμτζής – Κώστας Βάρναλης),
«Χαράματα» (Γιάννης Μαρκόπουλος – Μέντης Μποσταντζόγλου ή Μποστ),
«Προσμονή» (Βασίλης Αρχιτεκτονίδης – Παναγιώτης Καλαποθαράκος),
«Χαμένη Πασχαλιά» (Βασίλης Κουμπής – Δημήτρης Ιατρόπουλος), «Θα κλείσω τα μάτια» (Άκης Πάνου), «Ξεγυμνώστε τα σπαθιά» (Γιάννης Μαρκόπουλος – Λευτέρης Παπαδόπουλος),
«Μια νύχτα στα Μεσόγεια» (Γιάννης Μαρκόπουλος – Κ.Χ. Μύρης),
«Ο μπαρμπα-Γιώργος» (Μίμης Πλέσσας – Κώστας Βίρβος),
«Ο δραγουμάνος του βεζίρη» (Λουκιανός Κηλαηδόνης – Λευτέρης Παπαδόπουλος),
«Γιορτή ζεϊμπέκηδων» (Απόστολος Καλδάρας – Πυθαγόρας).
Το καθένα φυσικά για τους δικούς του λόγους.
Οι λογοκριτές μπήκαν σε ένα τριπάκι να ψάχνουν να βρουν τι θέλει να πει ο ποιητής και δεν ήταν λίγες οι φορές που ψάχνοντας αγνοούσαν τα προφανή. Έτσι ξέφυγαν τραγούδια με σαφή πολιτικά μηνύματα.
Όπως ήταν «Ο Κουταλιανός» (Μ. Λοΐζος, Λ. Παπαδόπουλος, Γ. Καλατζής, 1972). Αν και ο Παναγής Κουταλιανός ήταν υπαρκτό πρόσωπο, μασίστας που έζησε στα τέλη του 19ου αιώνα, το τραγούδι παρομοίωνε ως «Κουταλιανό» τον ψευδεπίγραφο πρωθυπουργό, Πρόεδρο Δημοκρατίας και αντιβασιλέα Γεώργιο Παπαδόπουλο. «Κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι… τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος / αχ πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός», έγραψε ο ποιητής αναφερόμενος στη σχέση του δικτάτορα με τη σύζυγό του Δέσποινα.
Κατά περίεργο τρόπο, δεν λογοκρίθηκε το «Αχ, χελιδόνι μου» (Μ. Λοΐζος, Λ. Παπαδόπουλος, Γ. Νταλάρας, 1971). Τι πιο σαφές από τους στίχους «Αχ, χελιδόνι μου πώς να πετάξεις / σ’ αυτόν το μαύρο τον ουρανό / αίμα σταλάζει το δειλινό / και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις / αχ, χελιδόνι μου» για το μήνυμα και τον συμβολισμό του τραγουδιού.
Την «τιμητική» τους είχαν και οι Μίμης Πλέσσας – Λευτέρης Παπαδόπουλος με το Δρόμο. Απαγορεύτηκε όλος ο δίσκος και τα δώδεκα τραγούδια του.
Το φαινόμενο Αλίκη
Θυμάστε το Κορίτσι του λούνα παρκ; Αυτό το ανώδυνο φιλμ ήταν από τα πρώτα παραλίγο θύματα της χουντικής λογοκρισίας. Η αιτία ήταν πως η Αλίκη ως κορίτσι του λούνα παρκ, μίλαγε την αργκό και δικαιολογημένα σεναριακά. Όμως αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την αρχαία ελληνική και καθαρεύουσα που ήθελε να περάσει η χούντα.
https://www.youtube.com/watch?v=QOGcYh3GNYI
Και αν εδώ πρυτάνευσε η λογική και το άστρο της Αλίκης, δεν συνέβη το ίδιο με μια προγενέστερη επιτυχία της. Η κόρη μου η σοσιαλίστρια αν και είχε κυκλοφορήσει νωρίτερα, εντούτοις υπέστη «κόψιμο» εκ νέου. Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Τα φιλμ τότε έβγαιναν, αλλά είχαν επιτυχία συνέχιζαν να προβάλλονται σε αίθουσες και 2 και 3 και 5 χρόνια. Ειδικά στα θερινά, που δεν υπήρχαν πρεμιέρες νέων ταινιών ή στην επαρχία παιζόντουσαν σερί.
https://www.youtube.com/watch?v=2Icx1nApg0k
Και φτάνουμε στο 1972 και στο Η Αλίκη δικτάτωρ. Είναι απορίας άξιον πως βγήκε αυτό το φιλμ στις αίθουσες μέσα στη χούντα. Κάποια λογοκρισία υπήρξε αρχικά στο σενάριο, όμως ακόμα και έτσι το φιλμ είναι μακράν ότι πιο αντιστασιακό βγήκε μέσα στην χούντα. Η αιτία ίσως να κρύβεται και εδώ στην δημοφιλία της Αλίκης.
Η χούντα είχε υποστεί δημόσια κατακραυγή με τη στέρηση της ιθαγένειας της Μελίνας Μερκούρη. Οπότε μια σύγκρουση με την «Νο1» σταρ του τόπου, θα έπληττε ακόμα περισσότερο τη δημοφιλία του καθεστώτος. Για αυτό και η ταινία… κυκλοφόρησε κανονικά.
Χούντα και κινηματογράφος
Φυσικά σε όποια ταινία έπαιζε η Μελίνα Μερκούρη, παλαιότερη ή νεότερη δεν παίχτηκε ποτέ επί 7ετίας. Το ίδιο ισχύει και για τα φιλμ του Ζιλ Ντασέν. Και μπορεί όλος ο πλανήτης να ζούσε τον θρίαμβο του Ζ του Κώστα Γαβρά, όμως εμείς εδώ το είδαμε στην μεταπολίτευση. Και δεν ήταν το μόνο φιλμ
Οι βοσκοί της συμφοράς σε σκηνοθεσία Νίκου Παπατάκη αν και γυρίστηκε προ χούντας, προβλήθηκε μετά. Ο σκηνοθέτης, αριστερής ιδεολογίας, μαζί με την τότε σύζυγό του και πρωταγωνίστρια του φιλμ, Όλγα Καρλάτου, έφυγαν με κινηματογραφικό τρόπο από τη χώρα, παίρνοντας φυσικά μαζί τους και το φιλμ που είχαν γυρίσει.
Το ίδιο συνέβη περίπου και με το Κιέριον του Δήμου Θέου που δεν προβλήθηκε στην Ελλάδα παρά μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας, καθώς ήταν απαγορευμένο από τη λογοκρισία. Αφού το είδαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ήρθε η ώρα να το δουν και οι Έλληνες θεατές, το 1974, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου και βραβεύτηκε. Το στόρι της ταινίας μπορεί να αναφερόταν στο παρελθόν και συγκεκριμένα στην δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ. Όμως οι αναφορές στην ελληνική πραγματικότητα, έβγαζαν μάτι, οπότε… ψαλίδι.
Και φτάνουμε στην Ανοιχτή επιστολή του Γιώργου Σταμπουλόπουλου που είχε μια τρικυμισμένη σταδιοδρομία. Το 1968 η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης απορρίπτει την ταινία που υποβάλλει ο νέος κινηματογραφιστής. Οι συμπαραγωγοί της έκαναν «σαμποτάζ» και εμφανίστηκε κομμένη, σε μια φεστιβαλική εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη και την αμέσως επόμενη χρονιά στους κινηματογράφους με μικρή εμπορική επιτυχία. Μια λαθραία κόπια του φιλμ, ταξιδεύει στο εξωτερικό, κερδίζει το βραβείο των κριτικών στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, το 1968, και παίρνει επαινετικές κριτικές.
Από τα θύματα της χούντας ήταν και η Κόμισα της φάμπρικας. Η ταινία γυρίστηκε το 1967 πριν τη χούντα και για ευνόητους λόγους παίχτηκε 2 χρόνια αργότερα, ενδεχομένως και με κάποια λογοκρισία. Στο να βγει το φιλμ στις αίθουσες συντέλεσε και το γεγονός, ότι ο πρωταγωνιστής του, Στέφανος Ληναίος είχε φύγει από τη χώρα και ζούσε στο Λονδίνο μαζί με τη σύζυγό του Έλλη Φωτίου, όπου ανέβαζαν παραστάσεις παρουσιάζοντας και κριτικάροντας την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.
https://www.youtube.com/watch?v=Aag6lLz_Ow4
Από το σανίδι, στην Γυάρο
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης (ο οποίος παρέμενε στις τάξεις της Αριστεράς, παρά την κριτική που ασκούσε κατά καιρούς) με την κατάλυση του δημοκρατικού καθεστώτος στις 21 Απριλίου του 1967 πέρασε πολύ δύσκολα. Η χούντα προσπάθησε να απομακρύνει κάθε «αντιδραστικό» στοιχείο, όπως ανέφερε τους αντιφρονούντες, με τον Αλεξανδράκη να βρίσκεται μεταξύ άλλων στη μαύρη λίστα των Συνταγματαρχών.
Την εποχή εκείνη, δεν μπορούσε να εργαστεί –οι θιασάρχες δέχονταν απειλές προκειμένου να μείνει μακριά από το θέατρο– με αποτέλεσμα τα οικονομικά προβλήματα να είναι τόσο μεγάλα ώστε να αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης.
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της Μάρως Κοντού, η οποία αναφερόμενη στην κωμωδία Μια Ιταλίδα από τη Κυψέλη, είπε σε συνέντευξή της, ότι το 1968 του απαγόρευσαν την έξοδο από τη χώρα, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να κάνει τα κινηματογραφικά γυρίσματα στη Ρώμη.
Δύο πρόσωπα τόλμησαν να σπάσουν το «εμπάργκο» που είχε επιβάλλει η Χούντα και να του δώσουν δουλειά, ο Φίνος και η Κατερίνα Ανδρεάδη.
Και μην νομίζετε ότι μόνο το «βαρύ» ρεπερτόριο του θεάτρου είχε το πρόβλημα. Η επιθεώρηση ήταν τότε στην ακμή της και πολλοί μέσω της σάτιρας, ήταν το βράδυ στην σκηνή του θεάτρου και την επομένη στην Μακρόνησο. Κλασικό παράδειγμα ο Σταύρος Παράβας.
Το 1974 επί δικτατορίας Ιωαννίδη, στο θέατρο Ρεξ ανέβαινε η παράσταση Επτά χρόνια φαγούρα. Στη διάρκεια της γενικής πρόβας, ο ηθοποιός ζήτησε από τον θεατρικό συγγραφέα να του γράψει μια αντιδικτατορική μαντινάδα. Ο σεναριογράφος του είπε ότι μπορεί να τη γράψει, αλλά θα είναι εκτός κειμένων, που έχουν εγκριθεί από τους λογοκριτές. Ο Παράβας είπε ότι θα έπαιρνε αυτός την ευθύνη για τις ατάκες εκτός κειμένου.
Η μαντινάδα είχε ως εξής: «Όποιος καλά μας κυβερνά, θα είναι και δικός μας, γύψο – κοντούς – τρελούς και τανκς, δε θέλει ο λαός μας. Είπα πολλά και λάλησα και πρέπει να το στρίψω, μη τύχει και με βάλουνε και μένα μες στον γύψο».
Ο Παράβας στην παράσταση έπαιζε τον κρητικό λυράρη. Όταν βγήκε, είπε τη μαντινάδα. Και στην επόμενη παράσταση την ξαναείπε.
«Σταύρο, πρόσεχε. Θα μας κάψεις όλους» του έλεγαν οι άλλοι ηθοποιοί και οι εργαζόμενοι του θεάτρου. Ένα Σάββατο τον επισκέφθηκαν δύο στρατονόμοι με πολιτικά. Νόμιζε ότι ήθελαν αυτόγραφο. Σύντομα κατάλαβε ότι έκανε λάθος. Τον πήραν και έφυγαν. Στην έξοδο ο θυρωρός ρώτησε: «Που τον πάτε;». – «Εδώ δίπλα, θα γυρίσει σε λίγο, σε έξι μήνες» απάντησαν ειρωνικά.
Ο Σταύρος Παράβας παρέμεινε στη Γυάρο μέχρι και την πτώση της χούντας. Ήταν ένας από τους τελευταίους 44 εξόριστους που έφυγαν από το κολαστήριο.
«Το μεγάλο μας τσίρκο»
Ήταν τον Ιούνιο του ’73, όταν ο Κώστας Καζάκος και η Τζένη Καρέζη ανέβασαν την παράσταση Το Μεγάλο μας Τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στην οποία συμμετείχε και ο Νίκος Ξυλούρης. Επρόκειτο για ένα έργο με έντονο πολιτικό περιεχόμενο, που, αν και πέρασε από τη λογοκρισία, κατάφερε να γίνει σύμβολο κατά της χούντας.
Εδώ αξίζει να πούμε ότι η λογοκρισία υπήρχε και προ της χούντας. Κάθε έργο ή κινηματογραφικό ή θεατρικό έπρεπε να περάσει πρωτίστως ως κείμενο από επιτροπή λογοκρισίας, για να κριθεί αν θα βγει κατάλληλο ή ακατάλληλο. Στην χούντα ήταν αν θα γίνει ή όχι . Κατά ομολογία του Κώστα Καζάκου, τα κείμενα από Το Μεγάλο μας Τσίρκο ήταν ελαφρώς αλλαγμένα, εξού και πήραν έγκριση.
Κάθε βράδυ γινόταν κοσμοσυρροή στο «Αθήναιον», που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που σημείωναν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών.
Τον Οκτώβριο του 1973, η παράσταση μεταφέρθηκε στο «Ακροπόλ». Όμως οι αρχές συνέλαβαν το ζευγάρι όπου και κρατήθηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Όταν τους άφησαν ελεύθερους, η παράσταση ξανάνοιξε στο χειμερινό «Ακροπόλ», όπου την πρώτη βραδιά τους έραιναν με κόκκινα τριαντάφυλλα και γαρίφαλα. Συνεχίστηκε ολόκληρο τον χειμώνα του 1974 με σταθερή την προσέλευση του κόσμου, αλλά το καλοκαίρι δεν τους ανανέωσαν την άδεια. Την επομένη, που έπεσε η χούντα, και συγκεκριμένα στις 23 Ιουλίου 1974 έγινε μια θριαμβευτική επαναφορά του έργου, με προσθήκες όλων όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν ελεύθερα μέχρι εκείνη τη στιγμή.