Η Σινώπη ήταν πόλη της αρχαίας Παφλαγονίας. Κατά τη μυθολογία, οφείλει τ’ όνομά της σε μια από τις βασίλισσες των Αμαζόνων ή στη νύμφη Σινώπη, κόρη του ποταμού Ασωπού. Σύμφωνα ωστόσο με τους μύθους, ιδρυτής της ήταν ο Αργοναύτης Αυτόλυκος, αλλά η περιοχή ήταν επίσης γνωστή στους Φοίνικες θαλασσοπόρους που εμπορεύονταν με τους προελληνικούς λαούς, τους Ασσύριους ή Λευκόσυρους.
Η Σινώπη καταγράφεται ως πατρίδα του κυνικού φιλόσοφου Διογένη.
Ίδρυση της Σινώπης
Η Σινώπη είναι η πρώτη αποικία που ίδρυσαν οι Μιλήσιοι, κατά τον εποικιστικό τους πλου στα νερά του Ευξείνου Πόντου, τον 8ο αιώνα π. Χ.. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι αρχαίοι ιστορικοί, οι Μιλήσιοι ίδρυσαν τη Σινώπη, αφού ήρθαν σε συμφωνία με τους γηγενείς κατοίκους της. Αφού, λοιπόν, οργανώθηκε σε ελληνική πολιτεία, αποτέλεσε η ίδια τη Μητρόπολη των άλλων ελληνικών πόλεων που ιδρύθηκαν στα παράλια του Ευξείνου Πόντου, όπως Τραπεζούς, Κερασούς, Κοτύωρα, Αμισός, Οινόη, Φαδισάνη (Φάτσα), Αθήνα, Βαθύς Λιμήν.
Η Σινώπη υπήρξε για την εποχή της το σημαντικότερο λιμάνι. Τόσο η στρατηγική της θέση, οι ισχυροί δεσμοί της με τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, του Αιγαίου και της Αττικής, καθώς και οι δεσμοί της με τις αποικίες που η ίδια ίδρυσε στα παράλια του Ευξείνου Πόντου, την κατέστησαν ισχυρότατη και ηγεμονεύουσα πόλη της ευρύτερης περιοχής. Στα τέλη, δε, του 5ου αιώνα, αποτέλεσε και μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας.
Κλασσική, Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδος
Διατηρώντας όλα τα χαρακτηριστικά της Ιωνικής Μιλήτου και της Αθήνας, η Σινώπη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα από τα σημαντικά κέντρα του ελληνισμού, κατά την κλασσική και ελληνιστική περίοδο. Έτσι, αναπτύσσονται οι τέχνες, η αγγειοπλαστική, η αργυροχρυσοχοΐα, η μεταλλουργία και η ναυπηγική, μιας και αποτέλεσε το πρώτο ασφαλές λιμάνι στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου.
Στη Σινώπη ιδρύθηκε και νομισματοκοπείο. Αργυρά και άλλα νομίσματα που σώζονται μέχρι τις μέρες μας, εκθέματα του αρχαιολογικού μουσείου της πόλης, το πιστοποιούν.
Η Σινώπη διατήρησε την ανεξαρτησία της μέχρι το 368π.Χ. Το 220 π. Χ. την πολιόρκησε ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης Δ΄, αλλά έσπευσαν σε βοήθειά της οι Ρόδιοι, που ήταν σύμμαχοί της. Το 183 π. Χ. την κατέλαβε ο διάδοχος του Μιθριδάτη Δ΄, Φαρνάκης ο Α΄ και μάλιστα την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Τόσο ο Φαρνάκης, όσο και οι διάδοχοί του στόλισαν τη Σινώπη με θαυμάσια κτήρια και ναούς. Ιδιαίτερη προσοχή τόσο στην πολεοδομία όσο και στον καλλωπισμό των κτηρίων της Σινώπης έδειξε ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ο Ευπάτορας ή Μέγας, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και τάφηκε εκεί. Το 70 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο, που και αυτός της παραχώρησε αυτονομία. Το 44 π.Χ. έγινε οριστικά ρωμαϊκή αποικία με Ρωμαίους εποίκους, υπαγόμενη στο τμήμα της Βιθυνίας, ενώ αργότερα υπήχθη στον Γαλατικό Πόντο.
Βυζάντιο και Οθωμανική περίοδος
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η Σινώπη δεν είχε σπουδαία σημασία, ανήκε στο Θέμα των Αρμενιακών. Μετά την Δ’ Σταυροφορία (1201-1204) έγινε μήλον της Έριδος μεταξύ της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και των Σελτζούκων Τούρκων του Ικονίου, που την κατέκτησαν πρώτη φορά το 1214. Ανακαταλήφθηκε πάλι από τον Ανδρόνικο Α΄ τον Κομνηνό, το 1224. Αργότερα, η Σινώπη αποτέλεσε ημιανεξάρτητο τουρκομανικό εμιράτο, που το διοικούσε η οικογένεια των Ισφεντιάρογλου. Το 1462, ο τελευταίος εμίρης της Σινώπης, παρέδωσε την πόλη στον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β΄, ο οποίος κι ανάγκασε πολλούς από τους Έλληνες κατοίκους της πόλης να μετεγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη, για να πυκνώσει ο πληθυσμός της.
Η ελληνική κοινότητα της Σινώπης
Η Σινώπη χτισμένη πάνω σε χερσόνησο περικλειόταν από αρχαίο τείχος με πύλη.
Πριν το 1914 κατοικούνταν από 9.000 μουσουλμάνους και 5.000 Έλληνες. Η ελληνική συνοικία της πόλης βρισκόταν έξω από το Κάστρο, καθεστώς που είχε εφαρμοστεί από τα χρόνια της παράδοσης της πόλης στον Μωάμεθ Β΄. ενώ οι Τούρκοι ζούσαν εντός των τειχών.
Οι Έλληνες ασχολούνταν με το εμπόριο και τις τέχνες, ενώ οι Τούρκοι ήταν κυρίως γαιοκτήμονες και δημόσιοι υπάλληλοι.
Το βράδυ έκλειναν οι πύλες και κάθε πρωί, όσοι Έλληνες είχαν μαγαζιά ή άλλες δουλειές στην τουρκική συνοικία, περίμεναν ν’ ανοίξουν οι πύλες, για να εισέλθουν.
Το Φεβρουάριο του 1895 μεγάλη πυρκαγιά έκαψε την ελληνική συνοικία, η οποία ξαναχτίστηκε αργότερα, ωραιότερη. Η κοινότητα συντηρούσε Αστική σχολή, οκτατάξιο σχολαρχείο-Αρρεναγωγείο και πεντατάξιο Παρθεναγωγείο. Η μόνη μεγάλη εκκλησία ήταν η Ευαγγελίστρια, αλλά πολλές ήταν οι μικρές και παλιές εκκλησίες της πόλης, όπως ο Άγιος Γιάννης, ο Άγιος Κωνσταντίνος κι ο Άγιος Θόδωρος.
Έξω από τα τείχη υπήρχε το εκκλησάκι του Αγίου Βασιλείου, εντός του Κάστρου η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, ενώ στην τοποθεσία Παλάτια, όπου ήταν και τ’ ανάκτορα του Μιθριδάτη, υπήρχε μια μικρή εκκλησία, που ήταν αφιερωμένη στη Θεοτόκο και κατ’ άλλους στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Πρόκειται για μια εκκλησία βυζαντινής περιόδου, που χτίστηκε το 660μ.Χ
Η Εκκλησία της Σινώπης
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση πρώτος που κήρυξε το χριστιανισμό στη πόλη ήταν ο Απόστολος Ανδρέας ο οποίος χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπο της, τον Φιλόλογο. Κατά τον μεσαίωνα η Σινώπη αποτέλεσε επισκοπή υπαγόμενη στη Μητρόπολη Ελενοπόντου, στους δε νεότερους χρόνους στη Μητρόπολη Αμάσειας. Στη Σινώπη έζησαν και μαρτύρησαν ο Ιερομάρτυρας Άγιος Φωκάς ο Θαυματουργός (22 Σεπτεμβρίου), ο Άγιος Φωκάς ο κηπουρός (21 Σεπτεμβρίου) και η Παρθενομάρτυς Αγία Ελένη η εκ Σινώπης (1η Νοεμβρίου).
Η πόλη σήμερα
Σήμερα η Σινώπη είναι μια όμορφη επαρχιακή πόλη και αποτελεί ένα από τα πλέον γνωστά παραθεριστικά κέντρα της Τουρκίας. Το παραδοσιακό της χρώμα έχει χαθεί, μιας και ανάμεσα στα παλιά σπίτια και στους πύργους υψώνονται συγκροτήματα πολυκατοικιών.
Παρόλα αυτά, η Σινώπη μπορεί να χαρακτηριστεί πόλη-μνημείο. Ο επισκέπτης το διαπιστώνει αυτό αντικρίζοντας πρωτίστως τα τείχη που την περιβάλλουν και σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση. Επίσης το κάστρο της Σινώπης, που χρονολογείται από τον 7ο αιώνα π.Χ, στέκει αλώβητο από τον χρόνο στο λιμάνι, στην καρδιά της πόλης.
Ο ναός της Θεοτόκου ή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που σήμερα ονομάζεται Balatar Kilisesi, δηλαδή εκκλησία του παλατιού, σώζεται ημικατεστραμμένος μέσα σε ερείπια που θεωρούνται μέρος του συμπλέγματος του Παλατιού του Μιθριδάτη.
Από το 2009 πραγματοποιούνται, σε εξέλιξη, αρχαιολογικές ανασκαφές από το Πανεπιστήμιο Mimar Sinan υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Gülgün Köroğlu, του τμήματος Ιστορίας της Τέχνης του πανεπιστημίου.
Τόσο το Αρρεναγωγείο όσο και το Παρθεναγωγείο της Σινώπης, τα δυο τριώροφα δίδυμα κτίσματα, σώζονται σε άριστη κατάσταση, μιας και σήμερα χρησιμοποιούνται το Παρθεναγωγείο ως σχολείο, ενώ το Αρρεναγωγείο ως πολιτιστικό κέντρο. Πάνω ψηλά, από την είσοδο του Αρρεναγωγείου σώζεται η επιγραφή του δωρητή της Σχολής «Σχολή ιδρυθείσα δαπάναις Γεωργ. Ι. Τσουβαλτζή 1899».
Αρχαιολογικό και Εθνογραφικό Μουσείο
Το αρχαιολογικό μουσείο της Σινώπης είναι το παλαιότερο της Τουρκίας, μιας και η συγκρότησή του ξεκίνησε το 1921 κι άρχισε να λειτουργεί το 1932, ενώ στο σημερινό κτήριο μεταφέρθηκε το 1970.
Στο μουσείο εκτίθενται συλλογές προϊστορικών ευρημάτων, κλασική συλλογή με ευρήματα από την χετταϊκή μέχρι και την βυζαντινή εποχή, καθώς κι αγάλματα ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου. Εκτίθεται και συλλογή βυζαντινών εικόνων, από εκκλησιές της περιοχής, που θεωρείται από τις πλέον αξιόλογες στην Τουρκία. Στον κήπο του μουσείου εκτίθενται πέτρινα και μαρμάρινα αρχιτεκτονικά έργα, γλυπτά και ψηφιδωτά.
Επίσης στον κήπο υπάρχουν τα απομεινάρια ενός ελληνιστικού ναού προς τιμήν του αιγυπτιακού θεού Σέραπη, που ανακαλύφθηκε το 1951. Αυτός ήταν και ο λόγος που μεταφέρθηκε το 1970 το αρχαιολογικό μουσείο στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης.
Παρακείμενα του αρχαιολογικού μουσείου λειτουργεί Εθνογραφικό Μουσείο, που στεγάζεται σ’ ένα παλιό αρχοντικό του 18ου αι. Στο μουσείο υπάρχουν εκθέματα από τη ζωή και τη λαογραφία του τόπου, από την Οθωμανική περίοδο μέχρι σήμερα.
Διογένης ο Κυνικός
Ο Διογένης γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου μεταξύ 399 με 404 π.Χ. Ένας θρύλος μάλιστα αναφέρει ότι γεννήθηκε την ημέρα που πέθανε ο Σωκράτης (399π.Χ.).
- Ήρθε νέος στην Αθήνα, γιατί διώχθηκε από τη Σινώπη ως παραχαράκτης, ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι ο πατέρας του ήταν παραχαράκτης κι αναγκάστηκε ο ίδιος να εκπατριστεί.
Στην Αθήνα μαθήτευσε κοντά στον Αντισθένη, τον ιδρυτή της κυνικής φιλοσοφίας, που γρήγορα όμως τον επισκίασε. Η κυνικοί φιλόσοφοι καταπολέμησαν την ηδονή και κήρυξαν την ολιγάρκεια.
Έτσι, ο Διογένης κάνοντας πράξη την θεωρεία, ζούσε σ’ ένα πιθάρι, κυκλοφορούσε ξυπόλητος κι μισόγυμνος κι έτρωγε ελάχιστα. Πέρασε τη ζωή του μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου.. Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, πέθανε στην Κόρινθο, τη μέρα που ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε στη Βαβυλώνα, το 323π.Χ.
Κανένα από τα έργα του Διογένη του Σινωπέα δεν διασώθηκε, έμειναν, όμως στην ιστορία τα αποφθέγματά του, καθώς και η πνευματώδης κι ανατρεπτικά σκληρή κριτική του απέναντι στα κακώς κείμενα της εποχής.
Ό τρόπος πού διακήρυττε τις πεποιθήσεις του ήταν αληθινά παραστατικός. Για να δείξει πόσο δύσκολο είναι να συναντήσεις στην καθημερινή ζωή έναν αληθινό άνθρωπο, κυκλοφορούσε στο φως της μέρας κρατώντας ένα αναμμένο, φανάρι. Κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το κρατούσε, απαντούσε ότι αναζητά έναν Άνθρωπο.