Σε υψόμετρο 350 μέτρα από την επιφάνεια της Μαύρης Θάλασσας, εν τω μέσω της εύφορης κοιλάδας του Λύκου (Kelkit) ποταμού, βρίσκεται η Νεοκαισάρεια, που ανήκει διοικητικά στο νομό Τοκάτης.
Υπήρξε πάντα ένα σημαντικό στρατιωτικό και οικονομικό σημείο που συνέδεε την Κεντρική Ανατολία με τη Μαύρη Θάλασσα και το Ιράν με την Κωνσταντινούπολη.
Το κλίμα της, ελαφρώς ζεστό και βροχερό το χειμώνα και ζεστό το καλοκαίρι, η εύφορη κοιλάδα της που αρδεύεται από τον Λύκο ποταμό και τους παραποτάμους του –μόνο το 3% της επιφάνειάς της δεν είναι καλλιεργήσιμο–, τα πυκνά δάση από οξιές, πεύκα, λεύκες και ιτιές που την περιβάλλουν, η μεγάλη παραγωγή καρυδιών, καθώς και τα πολλά οπορωφόρα δέντρα της κοιλάδας της, αποτελούσαν παράγοντες που την έκαναν ελκυστική στους κατά καιρούς διεκδικητές των εδαφών της.
Κυβερνήθηκε από Χετταίους, Έλληνες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Σελτζούκους και Οθωμανούς. Υπήρξε σημαντικό κέντρο της Ορθοδοξίας και γενέτειρα του μεγάλου πατέρα και διδασκάλου της Εκκλησίας μας Αγίου Βασιλείου, που ήταν και ένας από τους τρεις μεγάλους ιεράρχες.
Ιστορία της πόλης
Η περιοχή βρισκόταν εντός των συνόρων της πολιτείας των Χετταίων πριν από την Ελληνιστική Περίοδο λόγω του πλούσιου υπεδάφους της. Στη συνέχεια τέθηκε υπό την κυριαρχία του Βασιλείου του Πόντου, του οποίου η πρωτεύουσα ήταν η Αμάσεια. Σε σύντομο χρονικό διάστημα επέκτεινε την επικράτειά του και ίδρυσε νέες πόλεις.
Μία από αυτές τις πόλεις ήταν και τα Κάβειρα, στα βόρεια της σημερινής Νεοκαισάρειας, στους πρόποδες του σημερινού βουνού Καρά Ντάγ (Karadağ). Κατά την περίοδο της βασιλείας του Μιθριδάτη ΣΤ’ τα Κάβειρα παρουσίαζαν μεγάλη ανάπτυξη, μιας και η οχυρωμένη πόλη τους έλεγχε κυριολεκτικά την κοιλάδα του Λύκου ποταμού.
Ο Στράβων αναφέρει πως ο Μιθριδάτης είχε ένα περίλαμπρο παλάτι στα Κάβειρα, πλαισιωμένο από πλούσιους κήπους και νερόμυλους.
Το 63 π.Χ. ο Πομπήιος νίκησε τον Μιθριδάτη και προσάρτησε τα εδάφη του Βασιλείου του Πόντου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επιπλέον, ίδρυσε πολλές νέες πόλεις, αναδιοργάνωσε τα Κάβειρα και τα ονόμασε Διόσπολις (πόλη του Διός).
Το 37 π.Χ. αποτέλεσε πρωτεύουσα του Πολεμωνιακού Πόντου, ενώ το 8 π.Χ., μετά το θάνατο του βασιλιά Πολέμωνα του Α΄, ανέλαβε τη διοίκηση η σύζυγός του Πυθοδωρίδα, που κατέστησε τη Διόσπολιν ως βασιλική κατοικία και άλλαξε το όνομα της πόλης σε Σεβαστή, προς τιμήν του Αυτοκράτορα Αυγούστου.
Με τ’ όνομα Νεοκαισάρεια μνημονεύεται πρώτη φορά από τον Πλίνιο, Ρωμαίο ιστορικό, ενώ είναι γενικά αποδεκτό ότι η πόλη πήρε αυτό το όνομα κατά την περίοδο του Τιβερίου.
Στα χρόνια του Βυζαντίου εξακολουθούσε ν’ ακμάζει και να θεωρείται μία από τις σημαντικότερες πόλεις της αυτοκρατορίας. Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι καταστράφηκε δύο φορές από σεισμούς, το 344 και το 499 μ.Χ.
Το 1068 την κατέλαβαν οι Σελτζούκοι και τη λεηλάτησαν και το 1398 πέρασε στους Οθωμανούς.
Μητρόπολη Νεοκαισάρειας
Οι απαρχές του χριστιανισμού στη Νεοκαισάρεια ανάγονται στον 3ο μ.Χ. αιώνα και ασφαλώς οφείλονται στον Άγιο Γρηγόριο τον θαυματουργό, ο οποίος διετέλεσε Επίσκοπος Νεοκαισάρειας από το 240 μέχρι το 275.
Στην εκκλησιαστική διαίρεση που έγινε επί Λέοντος Σοφού (886-912) με τη Μητρόπολη της Νεοκαισάρειας συνδέθηκαν οι επισκοπές δέκα πόλεων: Κερασούντας, Κομάνων, Άρδασσας, Πολεμωνίου, Ριζαίου, Μαρτυροπόλεως, Αλύας, Υψηλού, Κόκκου και Ευνίκου.
Κατά την οθωμανική περίοδο η έδρα της μητρόπολης μεταφέρθηκε στην Τοκάτη, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα, λόγω της συρρίκνωσης του χριστιανικού πληθυσμού, στα Κοτύωρα.
Μεταξύ των ετών 314 και 325 μ.Χ. συγκροτήθηκε στη Νεοκαισάρεια Σύνοδος όπου πήραν μέρος 24 επίσκοποι, με επικεφαλής τον επίσκοπο Αντιοχείας Βιτάλιο. Κατά τη διάρκειά της εκδόθηκαν 15 κανόνες, οι οποίοι επικυρώθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο.
Στη Νεοκαισάρεια γεννήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος ο θαυματουργός που καταγόταν από εύπορη και εξέχουσα οικογένεια παγανιστών. Αρχικά σκόπευε να σπουδάσει στην περίφημη νομική σχολή της Βηρυτού, αλλά όταν γνώρισε τον Ωριγένη αποφάσισε, όπως και ο αδελφός του Αθηνόδωρος, να εγκαταλείψει την ιδέα της νομικής σχολής, να μεταστραφεί στον χριστιανισμό και να γίνει μαθητής του στην Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας.
Στον Πόντο επέστρεψε γύρω στο 238, όπου χειροτονήθηκε ως επίσκοπος. Αρχικά το εκκλησίασμά του αποτελούνταν από μόνο 17 χριστιανούς, ενώ μετά το θάνατό του, χάρη στον ιεραποστολικό του ζήλο, στην πόλη είχαν απομείνει μόνο 17 παγανιστές.
Αποκαλείται θαυματουργός διότι επιτέλεσε πολλά θαύματα. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Νοεμβρίου.
Στη Νεοκαισάρεια γεννήθηκε και ο Μέγας Βασίλειος, πατέρας της εκκλησίας του Χριστού, ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας, μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Ως χριστιανός επίσκοπος της Καισάρειας στην Καππαδοκία υποστήριξε το Σύμβολο της Πίστεως και αντιτάχθηκε στις αιρέσεις των πρωτοχριστιανικών χρόνων, μεταξύ των οποίων και του Αρειανισμού.
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του Αγίου αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος ευαγών ιδρυμάτων, της Βασιλειάδος, όπου έβρισκαν καταφύγιο οι φτωχοί, ιατρική περίθαλψη οι άρρωστοι και επαγγελματική κατάρτιση οι ανειδίκευτοι.
Η μνήμη του τιμάται από την ορθόδοξη εκκλησία την 1η Ιανουαρίου.
Η ελληνική κοινότητα Νεοκαισάρειας
Σύμφωνα με τον Σάββα Ιωαννίδη, το 1870 η Νεοκαισάρεια είχε 600 σπίτια τουρκικά, 300 αρμενικά και 40 ελληνικά.
Συνολικά η επαρχία Νεοκαισάρειας τα τελευταία χρόνια πριν από τον ξεριζωμό περιλάμβανε τη Νεοκαισάρεια, τα Κοτύωρα, την Οινόη, τη Φάτσα, και την Ινέπολη· ο πληθυσμός ανερχόταν σε 68.000 κατοίκους.
Σε όλη την επαρχία υπήρχαν 24 ελληνικά χωριά, 300 ναοί, 160 ελληνικά σχολεία και 20 παρθεναγωγεία.
Η ελληνική γλώσσα που μιλούσαν οι κάτοικοι της περιοχής είχε μια ιδιαίτερη τραχύτητα, που δε συναντιόταν σε άλλες περιοχές του Πόντου.
Η πόλη της Νεοκαισάρειας πριν από τον ξεριζωμό είχε περίπου 300 Έλληνες, που δεν εκτοπίστηκαν όπως οι κάτοικοι άλλων ποντιακών πόλεων, αλλά την είδαν να μεταβάλλεται σ’ ένα απέραντο κέντρο εκτοπισμένων μελλοθάνατων.
Ο παλαιός Δρόμος του Μεταξιού είχε μεταβληθεί σε στράτα εξόντωσης ανθρώπων που οδηγούσε στα βάθη της μικρασιατικής ενδοχώρας. Μετά την Ανταλλαγήψοι κάτοικοι της Νεοκαισάρειας εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της βόρειας Ελλάδας.
Η πόλη σήμερα
Η σημερινή πόλη ονομάζεται Niksar και είναι χτισμένη πάνω στην παλιά Νεοκαισάρεια. Η ταχεία ανάπτυξη των σύγχρονων οικισμών είναι ένας βασικός λόγος για την καταστροφή του αρχαιολογικού ιστού που βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη πόλη και διαθέτει, συμφώνα με μελέτες, πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα που ανήκουν στη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο.
Με άδεια του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, το 2011 πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές στην περιοχή Karşıbağ. Στο φως ήρθε μια χριστιανική εκκλησία που εικάζεται ότι ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γρηγόριο τον θαυματουργό.
Επίσης στο κέντρο της πόλης βρέθηκε τούνελ που χρησιμοποιήθηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ως οπλοστάσιο και επικοινωνούσε υπογείως με το κάστρο, καθώς και με την εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου.
Το κάστρο
Το κάστρο ορθώνεται σε λόφο στα βόρεια της κοιλάδας που σχηματίστηκε από τον παραπόταμο του ποταμού Λύκου, Τσανακτσή (Çanakçı), που διαρρέει την πόλη.
Χτίστηκε στα χρόνια των Μιθριδατών, αλλά διευρύνθηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο και ενισχύθηκε κατά την οθωμανική.
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα κάστρα που κατασκευάστηκαν στην Ανατολία και το δεύτερο μεγαλύτερο στην Τουρκία. Αποτελείται από τρία τείχη και το συνολικό μήκος των οποίων είναι 4,5 χιλιόμετρα.
Στην ακρόπολη εντός του κάστρου υπάρχουν δύο λουτρά, δύο τζαμιά, ερείπια φυλακών, βυζαντινή εκκλησία και η πρώτη ιερατική σχολή της Ανατολίας (Madrasah), που χτίστηκε την περίοδο των Δανισμενιδών, όταν η Νεοκαισάρεια υπήρξε πρωτεύουσα του κρατιδίου τους.
Η εκκλησία του κάστρου
Στο βόρειο τμήμα του κάστρου, σε πλαγιά, υπάρχει μια εκκλησία βυζαντινής περιόδου. Το κτίσμα της είναι πανομοιότυπο με τις εκκλησίες που υπάρχουν στην περιοχή του Ανατολικού Πόντου.
Οι αδελφοί Franz και Eugene Cumont, Βέλγοι αρχαιολόγοι και ιστορικοί, κατά την αρχαιολογική αποστολή που διεξήγαγαν στον Πόντο το 1900 ανέφεραν στο έργο τους πως η βυζαντινή εκκλησία στο κάστρο της Νεοκαισάρειας ήταν του Αγίου Νικολάου και πως είχε χρησιμοποιηθεί από την ελληνική κοινότητα της πόλης.
Γέφυρα Leylekli
Η ιστορική μονότοξη γέφυρα Leylekli (leylek σημαίνει πελαργός) εκτιμάται ότι χτίστηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.
Πήρε τ’ όνομά της από τη μορφή ενός πελαργού που κρατά ένα φίδι στο στόμα του, γλυπτό που βρίσκεται σε σημείο εμφανές πάνω στη γέφυρα. Είναι επίσης γνωστή και ως η γέφυρα φιδιών και έχει μήκος 20 μέτρα. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, που διαρρέεται από τον παραπόταμο του Λύκου(Kelkit), Τσανακτσή (Çanakçı).
Θωμαΐς Κιζιρίδου