Τρεις μέρες, από τις 6 έως τις 9 Απριλίου 1941, κράτησε η Μάχη των Οχυρών (ή αλλιώς Μάχη της Γραμμής Μεταξά), η πρώτη της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα. Διεξήχθη στα ανατολικά του Αξιού, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, και έληξε με νίκη των γερμανικών δυνάμεων και την παράδοση των οχυρών στις 10 Απριλίου, μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας.
Η Γραμμή Μεταξά είναι μια σειρά από ανεξάρτητα οχυρά κατά μήκος των συνόρων, πάνω στις πιθανές διόδους εισβολής. Αν και χτίστηκαν με πενιχρά μέσα, αξιοποιήθηκε στο έπακρο η μορφολογία του εδάφους και ο τότε ελληνικός οπλισμός.
Κάθε φρούριο ανήκε στη μεραρχία ή ταξιαρχία που έλεγχε τον αντίστοιχο τομέα των συνόρων.
Πιο… διάσημο ανάμεσα στα 21 αμυντικά συγκροτήματα είναι το Ρούπελ, με συνολικό ανάπτυγμα καταφυγίων 1.849 μέτρα και μήκος στοών 4.251 μέτρα – είναι άλλωστε το μεγαλύτερο. Σε υψόμετρο 1.339 μ., το βλέμμα ατενίζει ανεμπόδιστα το μεγαλύτερο μέρος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, κατά μήκος του όρους Άγκιστρο, κοντά στον ποταμό Στρυμόνα.
Η αξίωση του αντισυνταγματάρχη Δουράτσου
Η 10η Απριλίου 1941 είναι μια ημερομηνία καθοριστική όχι μόνο για τη μοίρα των οχυρών αλλά και της Ελλάδας. Είναι η μέρα της παράδοσης των οχυρών από τον διοικητή τους, αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, στους Γερμανούς κατακτητές, αξιώνοντας ταυτόχρονα: «Κανείς Γερμανός να μην ανέβει στο οχυρό ωσότου και οι τελευταίοι αποχωρήσουν». Όπως και συνέβη.
Ο Γερμανός συνταγματάρχης που παρέλαβε το οχυρό συνεχάρη τον διοικητή εκφράζοντας το θαυμασμό και την εκτίμησή του για την αντίσταση και τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών.
Τόνισε, μάλιστα, ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσο ηρωικό στρατό. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα που απέδωσε τιμές. Στη συνέχεια, αξιωματικοί και στρατιώτες αναχώρησαν πεζοί για το Σιδηρόκαστρο και τις Σέρρες.
«Τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται»
Τα ιστορικά λόγια του αντισυνταγματάρχη Δουράτσου «Τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται», βρίσκονται στην είσοδο της στοάς του Ρούπελ που σήμερα είναι επισκέψιμο.
Είχαν προηγηθεί για μέρες σφοδροί βομβαρδισμοί από την πλευρά των Γερμανών, που όμως δεν είχαν κάμψει το ηθικό των υπερασπιστών των οχυρών.
Να σημειωθεί πως στο Ρούπελ υπήρχαν μόνο 27 αξιωματικοί και 950 οπλίτες. Γύρω από το οχυρό υπήρχαν μόλις οκτώ πυροβόλα, μοιρασμένα στις πυροβολαρχίες του λοχαγού Κοζώνη και του ήρωα λοχαγού Κυριακίδη, σε καλά κρυμμένες τοποθεσίες. Οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις ήταν πάνοπλες, με εξοπλισμό που υπερτερούσε όχι μόνο αριθμητικά αλλά και τεχνολογικά έναντι των Ελλήνων.
Τα οχυρά δεν καταλήφθηκαν ποτέ χάρη στον ηρωισμό των Ελλήνων υπερασπιστών που μέχρι την τελευταία στιγμή πολεμούσαν με αυτοθυσία. Παραδόθηκαν όταν η διοίκηση των οχυρών είχε πληροφορήθηκε τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τους Γερμανούς.
Τα λιγοστά αντικείμενα των στρατιωτών και μια ελληνική σημαία με το βασιλικό στέμμα, που φυλάσσονται στην είσοδο της στοάς του οχυρού διοίκησης, δίνουν μικρά μόνο ψήγματα των μεγάλων αλλά δύσκολων στιγμών που έζησαν στην καθημερινότητά τους οι Έλληνες στρατιώτες, υπερασπιζόμενοι το οχυρό και την πατρίδα.
Η ιστορία της ελληνικής σημαίας
Ένα μοναδικό κειμήλιο-ντοκουμέντο από το θρυλικό Ρούπελ είναι η ελληνική σημαία που κράτησε ο Γερμανός στρατιώτης Φριτς Κοπ, ο οποίος έλαβε μέρος στην επίθεση κατά του οχυρού.
Όπως περιγράφει ο ίδιος σε επιστολή του προς τη βασίλισσα Φρειδερίκη, στις 18 Απριλίου 1955, κατέβασε τη σημαία από ιστό του οχυρού Προφήτες του συγκροτήματος Ρούπελ και στη συνέχεια την πήρε μαζί του, έχοντας τη ακόμη και στις επιχειρήσεις στη Ρωσία όπου και τραυματίστηκε.
«Δεν γνωρίζω αν αυτή [σ.σ. η σημαία] έχει αξία ή ποιας σημασίας είναι. Δεν ήθελα όμως να τύχει κακής μεταχείρισης· την πήρα και την έκρυψα στα πράγματά μου. Για αρκετό διάστημα–και μάλιστα ενός σημείου μέσα στη Ρωσία–, με ακολούθησε. Μετά τον τραυματισμό μου βρέθηκε στο νοσοκομείο κάτω από το προσκέφαλό μου», ανέφερε ο Φριτς Κοπ στην επιστολή του που συνόδευε τη μισοκομμένη σημαία.
Αφορμή για να επιστρέψει Γερμανός στρατιώτης τη σημαία του Ρούπελ στην Ελλάδα στάθηκε ένα άρθρο που διάβασε στον Τύπο για τη χώρα μας το 1955. Έγραψε συγκεκριμένα: «Κατά την ανάγνωση ενός άρθρου για την Ελλάδα ξανασκέφτηκα τη σημαία αυτή και δεν μπορώ να διώξω τη σκέψη ότι κατέχω ξένη ιδιοκτησία. Επιθυμώ λοιπόν να την επιστρέψω στον νόμιμο ιδιοκτήτη και να θεωρηθεί συγχρόνως τούτο ως δείγμα της βουβής αγάπης μου προς την Ελλάδα και ιδιαίτερα της φύσης της», εξηγούσε.
Ο Φριτς Κοπ κατέληγε: «Ως παλαιός πεζοπόρος, κάθε εκστρατεία ήταν για μένα προσωπικά μόνο μία ευκαιρία να πραγματοποιήσω το παλιό μου όνειρο και να γνωρίσω τα Βαλκάνια. Ελπίζω να μπορέσω ακόμη μία φορά στη ζωή μου διά της ειρηνικής οδού να διασχίσω τα εδάφη της Μακεδονίας».
Η αυτοθυσία του λοχαγού Κυριακίδη
Εκτός από τη σημαία, ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα εκθέματα που βρίσκονται στο Ρούπελ κατέχουν τα προσωπικά αντικείμενα του λοχαγού Αλέξανδρου Κυριακίδη και των στρατιωτών του, όπως βρέθηκαν μέσα στο όρυγμα μαζί με τα οστά τους το 2000.
Ο λοχαγός Κυριακίδης αρνήθηκε να κάνει παύση των βολών του πυροβολικού του κι έτσι έγινε στόχος των γερμανικών στούκας στις 7 Απριλίου 1941. Μαζί με τους στρατιώτες του βρήκε τραγικό θάνατο στη θέση όπου βρισκόταν το καταφύγιο της πυροβολαρχίας.