Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 παρακολουθώ με ενδιαφέρον τη χαρά που κάνει η ελληνική κυβέρνηση κάθε φορά που Αμερικανός επίσημος συνομιλεί με τον Έλληνα… ομόλογό του. (Το «ομόλογος» κατά την διπλωματική έκφραση για να μην κοροϊδευόμαστε.)
Έτσι, έγινε και όταν ο Δένδιας μίλησε με τον Μπλίνκεν, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας κάλεσε στο τηλέφωνο τον κ. Παναγιωτόπουλο και ο Μπάιντεν μίλησε με τον Μητσοτάκη στις 25 Μαρτίου και του έδωσε τον αριθμό του με την επισήμανση: «Πάρε με στο τηλέφωνο αν με χρειαστείς».
Αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι 200 χρόνια μετά τη δημιουργία «ανεξάρτητου» ελληνικού κράτους ο Έλληνας πρωθυπουργός αναζητά ακόμη προστάτη για τη χώρα –και αυτό μόνο απαρατήρητο δεν μπορεί να περάσει–, το ερώτημα είναι πού θα χρειαστεί τον Μπάιντεν ο Μητσοτάκης.
Επειδή δεν μπορεί να κάνει κατάχρηση της εμπιστοσύνης (δεν είναι και ο Ερντογάν να τον διακόπτει από το παιχνίδι του γκολφ όπως έκανε με τον Τραμπ ο Τούρκος πρόεδρος), προφανώς ο κ. Μητσοτάκης θα καλέσει τον Αμερικανό πρόεδρο για μείζονος σημασίας θέμα ασφάλειας. Δηλαδή, σε περίπτωση μιας τουρκικής πρόκλησης με επιθετικά χαρακτηριστικά.
Θέλω να ελπίζω πως ο κ. Μπάιντεν θα βρει τρόπο να νουθετήσει τον Τούρκο ηγέτη να μην προβεί στο απονενοημένο. Διότι σε ανάλογη περίπτωση στα Ίμια, ο τότε πρόεδρος Μπιλ Κλίντον επιχείρησε να μιλήσει με την Τσιλέρ και δεν τα κατάφερε. Η Τσιλέρ είχε διακόψει την επικοινωνία με τον έξω κόσμο και από ελληνικά λάθη –όπως συνήθως συμβαίνει– γκριζαρίστηκε μια ελληνική περιοχή.
Και να σκεφτεί κανείς ότι τότε η εξάρτηση της Τουρκίας από τις ΗΠΑ ήταν πιο άμεση. Σήμερα, ό,τι και να πούμε, η Τουρκία έχει πετύχει έναν βαθμό αυτονομίας από τη Δύση και τους Αμερικανούς. Με κόστος, αλλά την πέτυχε.
Ακόμη και αν ο Ερντογάν έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του (και πιστεύω πως τον ολοκλήρωσε), η Τουρκία είναι διαφορετικό πράγμα από τον Ερντογάν. Και αν υπάρχει ιθύνων νους στην Αθήνα που διαμορφώνει πολιτική, καλό είναι να αρχίσει να σκέφτεται ποια θα είναι η Τουρκία μετά τον Ερντογάν και πώς θα την αντιμετωπίσουν οι Δυνάμεις (ΗΠΑ, Ευρώπη, Κίνα, Ρωσία). Και, φυσικά, ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας στο νέο περιβάλλον που αναδύεται.
Η Ελλάδα δεν έχει, δυστυχώς, το εκτόπισμα να μείνει χωρίς προστάτες. Δεν το θέλουν και οι εκάστοτε κυβερνήσεις της.
Η διαφορά ενός συνηθισμένου πρωθυπουργού –σαν και αυτούς που καταναλώνουμε τα πολλά τελευταία χρόνια–, από μια ηγετική πολιτική παρουσία είναι ότι οι αναλώσιμοι πρωθυπουργοί κινούνται με το πνεύμα να μην κάνουν κάτι και προκαλέσουν. Ολίγιστοι και μοιραίοι, φοβούνται να αναλάβουν στους ώμους τους τις τύχες της χώρας και του λαού της. Επιδιώκουν ο λαός να τους σηκώσει στους ώμους του.
Αναφερόμενοι στην Ελλάδα δεν μιλάμε για βαθμούς ανεξαρτησίας αλλά για το πώς θα μπορέσει να διασφαλίσει την ακεραιότητά της. Καλώς ή κακώς επέλεξε το άρμα της δύσης. Και όταν λέμε δύση εννοούμε τις ΗΠΑ. Διότι η Ευρώπη, ως γεωπολιτικός παράγοντας δεν υφίσταται.
Είναι τόση η γεωπολιτική απουσία της Ευρώπης και η διάθεσή της να διαδραματίσει γεωπολιτικό ρόλο που αδιαφορεί για τις απειλές που δέχονται κράτη-μέλη της από εξωτερικές δυνάμεις.
Αλλά και η Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεται ούτε στο ελάχιστο τις δυνατότητες που της δίνει η συμμετοχή της σε μια ένωση κρατών. Εκτός και αν της έχει απαγορευτεί.
Σε ένα άρθρο στα Νέα ο συντάκτης του Παναγιώτης Ιωακειμίδης πρότεινε η ελληνική κυβέρνηση αν συμφωνήσει στην αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης της Τουρκίας με την ΕΕ να ζητήσει ως αντάλλαγμα την άρση του casus belli.Μια σωστή πρόταση. «Παίρνεις αλλά και δίνεις», το μήνυμα προς την Άγκυρα. Και φυσικά, η τελωνειακή ένωση Ευρώπης- Τουρκίας θα αφορά όλα τα μέλη της Ένωσης. Και την Κύπρο. Διαφορετικά δεν θα υφίσταται.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και η οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου πρέπει να είναι στις άμεσες προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Το κλίμα, γενικώς, είναι ευνοϊκό για κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας μετά την κόπωση όλων των δυνάμεων από τις τουρκικές προκλήσεις (η Τουρκία κούρασε) και την υπόδειξη που έχει γίνει στην Άγκυρα για αναδίπλωση.
Στο παρασκήνιο συντελούνται διεργασίες που φέρνουν σε δύσκολη θέση την Τουρκία.
Μια από αυτές είναι και η παρουσία της στη Λιβύη, όπου δεν παρακολουθούμε μόνο την αποχώρηση μισθοφόρων της Άγκυρας, αλλά και αναμένουμε επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού τον οποίο θα συνοδεύει ο υπουργός Εξωτερικών. (Κάτι που δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας.)
Αλλά ο βαθμός ανεξαρτησίας δεν είναι το μόνο ζητούμενο για την Ελλάδα μετά από 200 χρόνια «ανεξάρτητου» βίου. Είναι, κυρίως, η νοοτροπία της Αθήνας. Κάτι που ενοχλεί. Κάτι ξένο προς αυτό που ονομάζουμε «ελληνικός τρόπος».
Κλείνω με μια ιστορία η οποία με απασχόλησε δημοσιογραφικά τις τελευταίες ημέρες στην διαδικτυακή τηλεόραση Anixnefseis web tv.
Το 2002 βρέθηκα σε ένα χωριό των Σκοπίων, το Πέχτσεβο, για να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ3. Στο χωριό κατοικούσαν –και κατοικούν μέχρι σήμερα– άνθρωποι ελληνικής καταγωγής, χαμένοι στο χρόνο και στο χώρο.
Είχαν φτάσει στο Πέχτσεβο από την Καλλίπολη μετά το διωγμό που υπέστησαν από την βαρβαρότητα των Τούρκων ύστερα από την ομώνυμη μάχη. Ούτε και οι ίδιοι κατάλαβαν πώς βρέθηκαν στην περιοχή που ζουν.
Είχα την τύχη να μιλήσω με τον γηραιότερο του χωριού, 102 ετών τότε. Από όσα συγκλονιστικά μου είπε συγκράτησα ένα: «Ένα χωριό, ένα χωριό δεν βρέθηκε και για μας στην Ελλάδα…»
Ξέρετε πόσα τμήματα του ελληνισμού είπαν με απόγνωση αυτή την φράση τα 200 αυτά χρόνια; Ξέρετε πόσος ελληνισμός ένιωσε προδομένος από την πολιτική της Αθήνας;
Αυτό το στίγμα του νεοελληνικού κράτους είναι απαράδεκτο. Και αυτό δεν έχει να κάνει με την Τουρκία. Αυτό είναι ο κακός εαυτός μας.