«Μέχρι τότε γραφόμουνα παντού ορφανός. Ότι ζει ο πατέρας μου το έμαθα στα 17. Ήρθε τότε ένα γράμμα και έμαθα ότι είναι στη Ρουμανία. Είχε φύγει με το αντάρτικο. Δεν είχαμε ποτέ μια ιδιαίτερη σχέση. Αφού αποφάσισε και το έκανε, ας το πάρει μέχρι τέλος. Αυτή είναι η θεωρία που πιστεύω και εγώ. Στην πράξη δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω. Δεν θέλω να του ρίξω βάρος. Είναι πόσο αντέχει ο άνθρωπος».
Με λίγες ατάκες ο Δημήτρης Μητροπάνος έδωσε το στίγμα της παιδικής του ζωής. Αντί βιογραφικού, που λένε.
Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1948. Η ζωή του στην αφετηρία της δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε ευνοϊκή. Δύσκολα χρόνια, αλλά αν ο άνθρωπος που τα βιώνει θέλει να προχωρήσει, οι δυσκολίες μπορεί να γίνουν και όπλο του.
«Από καταβολής του λαϊκού τραγουδιού οι τραγουδιστές είναι από τη μέση τάξη και κάτω. Φαντάζεσαι να τραγουδήσει τη “Φτωχολογιά” ένας γιος εφοπλιστή; Γι’ αυτόν θα είναι ένα άγνωστο πράγμα», είχε δηλώσει.
Το τυχαίο που γίνεται μοίρα
Και στα 16 του ήρθε η καρμική στιγμή που αλλάζουν όλα: «Ήρθα στην Αθήνα το 1964. Έφυγα από τα Τρίκαλα γιατί δεν γινόταν να μείνω άλλο εκεί. Ήρθα για σπουδές, αλλά ακολούθησα άλλον δρόμο.
»Εξαιτίας και κοινωνικών φρονημάτων δεν μπορούσα να σπουδάσω. Ούτε στο Δημόσιο μπορούσα να μπω. Τότε τραγούδησα σε μια συνεστίαση της δουλειάς του θείου μου και με άκουσε ο Μπιθικώτσης. Με φώναξε και μου είπε να ακολουθήσω το επάγγελμα».
Η αρχή, ο Ζαμπέτας και η χούντα
Ο μέγας Μπιθικώτσης τον πήγε στην ιστορική Columbia. Και εκεί ο διευθυντής της Tάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Zαμπέτα. Στην ουσία ο συνθέτης τον ανέλαβε. Ύστερα από λίγο δούλεψε στα «Ξημερώματα» δίπλα του. Έμενε ως τα μεσάνυχτα και μετά έφευγε γιατί το πρωί έπρεπε να πάει σχολείο.
Πολλά χρόνια αργότερα ο Δημήτρης Μητροπάνος ανέφερε: «Έχω πει ότι χρωστάω μόνο στον Γιώργο Ζαμπέτα. Αυτός μου έδωσε τα πρώτα μου τραγούδια και από αυτόν διαμορφώθηκε η στάση μου απέναντι σε οτιδήποτε. Ήταν κανονικός άνθρωπος, χωρίς το μυαλό πάνω από το κεφάλι. Το βασικό που έλεγε ήταν: “Σβήσαν τα φώτα; Να είσαι κανονικός άνθρωπος”. Βασίστηκα σε αυτό και απ’ ό,τι πιστεύω δεν την ψώνισα».
Παράλληλα είχε ενταχθεί στη Νεολαία Λαμπράκη. Εκεί γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Mεγάλη Δευτέρα του 1966 τραγούδησε για πρώτη φορά σε συναυλία του.
Και ξεκίνησε η πορεία του στην δισκογραφία, με όχι και ιδιαίτερα γουρλίδικη στιγμή. Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ήταν η «Χαμένη πασχαλιά».
Δεν πρόλαβε να βγει καλά-καλά, έγινε η 21η Απριλίου, ήταν και Πάσχα, το απαγόρευσαν αμέσως.
Έτσι ο πρώτος του ουσιαστικά δίσκος ήταν με τον Ζαμπέτα. «Θεσσαλονίκη» και «Μεταξουργείο». Και αμέσως μετά ο «Ξενύχτης»:
Και το «Σπύρο μου, Σπυράκη μου»:
Αλλά και στο νυχτερινό μαγαζί όπου ήταν μαζί με τον Ζαμπέτα, όταν αποχώρησε ο Πάνος Τζανετής, ο Δημήτρης Μητροπάνος έγινε πρώτος τραγουδιστής του σχήματος.
Ο Άγιος Φεβρουάριος και τα Κύθηρα
Το 1971 παρουσιάστηκε στο στρατό. Χαρακτηρισμένος αριστερός, χούντα γαρ, τον έστειλαν μετάθεση σε ένα στρατόπεδο στην Αλεξανδρούπολη.
«Στη μονάδα που ήμουν ήταν όλοι χαρακτηρισμένοι. Δεν αποτελώ, λοιπόν, τίποτα το ιδιαίτερο. Τον Απρίλιο του 1971 πήγα στην Αλεξανδρούπολη και πήρα άδεια για πρώτη φορά τον Νοέμβριο. Κι αυτή με… μέσον. Για να κατέβω να τραγουδήσω τον Άγιο Φεβρουάριο», είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή του.
Και ναι μεν πήρε άδεια, αλλά αντί για ηχογράφηση βρέθηκε στο πλευρό της αδελφής του που αρρώστησε. Και έτρεχε μόνο γι’ αυτό.
Τελικά με τη βοήθεια του Γιώργου Κατσαρού –του συνθέτη που πάντοτε μνημόνευε και μόνο καλά λόγια είχε να πει–, ξαναπήρε άδεια και ηχογραφήθηκε ο δίσκος.
Τον Ιανουάριο του 1973 απολύθηκε από το στρατό και μετά… «Παθαίνω μια ιστορία με το λαιμό μου και κάνω εγχείρηση πολύποδα – η ταλαιπωρία του στρατού βγήκε εκεί. Και μόλις γίνομαι καλά κάνουμε με τον Κατσαρό τα “Κύθηρα”. Μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός. Έτυχε και ήρθαν καλές δουλειές χωρίς να ψάξω και χωρίς να ‘χω άγχος αν θα βρω δουλειά. Διότι, ήξερα εγώ τότε να κάνω επιλογές; Απλά ευτύχησα τα πρώτα μου τραγούδια να κάνουν επιτυχία, άρα υπάρχει το “καλώς” από την εταιρεία για τα επόμενα»
Στην κόψη του κύματος
Μεταπολίτευση. Ονόματα που μεσουρανούσαν λίγους μήνες πριν, χάνονται από το χάρτη. Ευτυχώς ο Δημήτρης Μητροπάνος δεν ανήκε σε αυτούς. Τα λαϊκά είναι το φόρτε του, και η επιτυχία διαδέχεται η μία την άλλη. Έπεισε, μάλιστα, τον Γιώργο Χατζηνάσιο να του γράψει ένα αμιγώς λαϊκό τραγούδι, τα «Συναξάρια».
https://www.youtube.com/watch?v=lyCw4CsdIZo
Συνεργάστηκε κυρίως με τον Τάκη Μουσαφίρη ενώ ταυτόχρονα άλλαξε και η προσωπική του ζωή.
«Το 1979 παντρεύομαι. Το 1980 πήρα ένα σπίτι στα Μελίσσια. Έμεινα εκεί σαν παντρεμένος, αλλά και μετά, όταν χώρισα, το ’86-’87. Είναι η πρώτη φορά τότε που μένω μόνος. Οι δικοί μου μένουν ακόμα στο Παλαιό Φάληρο. Νιώθω απαίσια… Δεν έχω μάθει να ζω μόνος. Ξυπνούσα και δεν ήθελα να πω καλημέρα σε κανέναν. Πες ότι δεν δούλευα, πήγαινα στο σπίτι και κατά τις 12:00, μ’ έπιανε η τρέλα κι έπαιρνα τους δρόμους.
»Δεν ήθελα να κάθομαι στο σπίτι χωρίς να έχω κάποιον να συζητάω. Από την άλλη, είμαι κοτζάμ άντρας, 40 χρονών πια. Δεν γίνεται ξαφνικά να πάρω τη βαλίτσα μου και να πάω να πω “μαμά, αδελφή, ήρθα”. Να ‘ρθει να μείνει μαζί μου η μάνα μου δεν γινόταν, γιατί πώς να μένει μόνη της τα βράδια όταν εγώ δούλευα;
»Κρατάω μια στάση παθητική τελείως. Γύρω στα δυόμισι χρόνια. Κι όταν δεν έχεις μια ισορροπία δεν είναι φυσικό να μην λειτουργείς και τόσο καλά γενικότερα;», είχε πει κάνοντας τον απολογισμό του.
Αλλαγές παντού
Η αρχή της δεκαετίας του 1990 τον βρήκε εγκλωβισμένο. Επιτυχία είχε, αλλά ήθελε αλλαγές στη ζωή του. Ξανά τα προβλήματα με το λαιμό του, ξανά χειρουργείο. Είναι πρώτο όνομα στα παραλιακά κυρίως μαγαζιά, αλλά αισθάνεται να ασφυκτιά.
Κάποια στιγμή έμαθε για ένα τραγούδι του Λάκη Παπαδόπουλου, το «Για να σ’ εκδικηθώ».
«Μόλις το άκουσα, είπα: “Ρε συ Λάκη, κρίμα να το πεις εσύ, θα πάει χαμένο”. Και μου απάντησε: “Πες το εσύ”. Και το είπα. Καλά τραγούδια θέλω να λέω», είχε αναφέρει σε συνέντευξή του.
Και τα καλά τραγούδια ήρθαν. Σε άλλη εταιρεία και στη σωστή τους ώρα. Ο Ηλίας Μπενέτος έγινε ο παραγωγός που τον πήγε σε άλλους δρόμους, ο Μάριος Τόκας ο συνθέτης που του ετοίμασε την «Εθνική μας μοναξιά».
Ο Μητροπάνος ενθουσιάστηκε, κατάλαβε ότι εκεί υπάρχει θησαυρός.
Ο μέγας Μητροπάνος
Δεύτερος γάμος και δύο κόρες τον έκαναν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο. Αλλά και οι συνεργασίες του ήταν η μία καλύτερη και διαφορετική από την άλλη. Όπως η τόσο εμβληματική «Ρόζα».
Αν και ο Θάνος Μικρούτσικος είχε τους στίχους του Άλκη Αλκαίου από το 1976, το κυκλοφόρησε 20 χρόνια αργότερα. Νωρίτερα το είχε ηχογραφήσει με τη Χαρούλα Αλεξίου, αλλά, όπως είχε γράψει ο ίδιος ο συνθέτης στη βιογραφία του, δεν ενθουσίασε κανέναν από τους δύο και δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Έχοντας κερδίσει το σεβασμό όλων, ο Δημήτρης Μητροπάνος δεν έψαχνε το πιθανό σουξέ, αλλά τα καλά τραγούδια. Και αυτά τον δικαιώνουν.
Πέρα από μόδες, εξώφυλλα και συνεντεύξεις έχει κερδίσει το κοινό του πρωτίστως με τις επιλογές και την προσωπικότητα του. Και είναι ένα κοινό, που πιάνει από παππού έως και εγγονό.
Το νήμα της ζωής του κόπηκε στις 17 Απριλίου του 2012, στις 11 το πρωί, σε ηλικία 64 ετών.
Αν ζούσε σήμερα ο Δημήτρης Μητροπάνος, σίγουρα δεν θα ήταν ο άνθρωπος που θα ζούσε με το παρελθόν του. Απλός, αλλά και δυναμικός, γήινος και μοναδικός, σπουδαίος μέσα στην καθημερινότητά του, έχει περάσει στο πάνθεον των Ελλήνων τραγουδιστών απλά και μόνο τραγουδώντας.
Σπύρος Δευτεραίος