«Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» όπως έγραψε ο ποιητής, αλλά οι επαναστατημένοι Έλληνες του 1821 χρειάζονταν επίσης μπαρούτι, όπλα, τρόφιμα. Μάλιστα, όπως αποδείχθηκε, η επανάσταση δεν ήταν… φτηνή υπόθεση.
Η Φιλική Εταιρεία ήταν αυτή που επωμίστηκε αρχικά το κόστος. Στο στάδιο της προετοιμασίας κατάφερε να συγκεντρώσει μέσω εράνων στη Ρωσία και στις παραδουνάβιες χώρες ένα σημαντικό ποσό.
Η μυστική οργάνωση, στην αρχηγία της οποίας ήταν από το 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, από τη φαναριώτικη οικογένεια με ποντιακές ρίζες στο Υψήλ’ του Όφη, ανατολικά της Τραπεζούντας, είχε μέλη και πλούσιους ομογενείς που έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη, όπως ο Παναγιώτης Σέκερης και ο Γεώργιος Λεβέντης, οι οποίοι τελικά πέθαναν πάμπτωχοι στην απελευθερωμένη πλέον Ελλάδα.
Όταν όμως τα χρήματα του εράνου εξαντλήθηκαν προτού ακόμα υψωθεί η σημαία στο Ιάσιο, όλοι στράφηκαν στον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη ζητώντας να βρει μία λύση ώστε να γεμίσει το Επαναστατικό Ταμείο.
Έτσι, αφού εκποίησε ένα μεγάλο μέρος της οικογενειακής περιουσίας, διέθεσε για τις πολεμικές δαπάνες 5 εκατ. γρόσια, ένα τεράστιο για την εποχή ποσό.
Μεγάλη αρωγός η Ελισάβετ Υψηλάντη
Η Ελισάβετ Υψηλάντη, η επονομαζόμενη «Πρωτομάνα των Φιλικών», εκτός από τη βοήθεια που προσέφερε για την προετοιμασία του αγώνα, διέθεσε και ό,τι είχε απομείνει από την οικογενειακή περιουσία και δεν είχε δημευθεί από τον σουλτάνο. Πουλήθηκαν ακίνητα και κοσμήματα και μαζί με μετρητά εστάλησαν στους επαναστάτες.
Μάνα του Αλέξανδρου, «διέθεσε» και άλλους τέσσερις γιους: τον Δημήτριο, τον Νικόλαο, τον Γεώργιο και τον Γρηγόριο, που λίγο ή πολύ συμμετείχαν στην επανάσταση.
Όταν πέθανε ο Δημήτριος Υψηλάντης, η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση διά του προέδρου της Εθνοσυνέλευσης Πανούτσου Νοταρά ανήγγειλε με επιστολή το θάνατό του στην Ελισάβετ, που βρισκόταν στην Βέλικα Κόσνιτσα της σημερινής Κροατίας.
Η απαντητική επιστολή είναι συγκινητική. Γράφει ότι οι γιοι της άκουσαν τη φωνή «της πάσχουσας πατρίδος», και κατά χρέος έτρεξαν κοντά της. Το πλήρες κείμενο της επιστολής της Ελισάβετ Υψηλάντη:
Εν τη παρά τον Νίστρον Μεγάλη Κοσνίτση,
24 Ιανουαρίου 1833
Όταν η πάσχουσα πατρίς επροσκάλεσε τα αληθή τέκνα της, οι υιοί μου κατά χρέος έτρεξαν αμέσως προς την φωνήν της. Χαίρουσα εις τα πατριωτικά των φρονήματα, τους επρόπεμψα με τας ευχάς των αρχαίων Ελληνίδων. Εφύλαξαν τον λόγον των. Η τύχη του πολέμου εσεβάσθη τον πατριωτισμόν των, αλλ’ επέπρωτο εις τους κόλπους της ειρήνης να στερηθώ πρότερον τον πρωτότοκόν μου Αλέξανδρον, τώρα προ ολίγου τον Δημήτριόν μου, όστις κατά τούτο εστάθη ευτυχέστερος, ότι είδε στεφανωμένους τους αγώνας του με την τελείαν ανεξαρτησίαν της φίλης πατρίδος και ετάφη εις αυτήν, δια την οποίαν δεν εφείσθη το αίμα του, από τους συναγωνιστάς ομογενείς του. Αυτό μόνον ημπόρεσε να επιθέση μάλαγμα εις την πληγήν των μητρικών σπλάχνων μου, πληγήν βαθυτάτην μ’ όλην την προς την γλυκυτάτην πατρίδα αφωσίωσίν μου.
Είσθε κύριε, πατήρ τέκνων και ελπίζω να μη με καταδικάσετε. Έτι μάλλον συνεισέφερεν εις ανακούφισιν της κατωδύνου ψυχής μου η από 21 Αυγούστου του παρελθόντος έτους σημειουμένης, προ ενός δε μόλις μηνός περιελθούσα εις χείρας μου επιστολή Σας, βεβαιώσασά με ότι η αποβίωσις του φιλτάτου μου Δημητρίου επέσπασε την γενικήν συμπάθειαν του Έθνους.
Είθε καν η εκατόμβη αυτή των πρώτων μελών της οικογενείας μου και τόσων ανδρείων ομογενών, γενομένη δεκτή εις τον θρόνον του υπερτάτου όντος, να φέρη την παύσιν των παρελθόντων δεινών και αρχήν ακαταπαύστου ευδαιμονίας της κοινής μητρός. Δι’ αυτήν χρεωστούν και τα λοιπά μέλη της οικογενείας μου να θυσιάσωσιν την εσχάτην ρανίδα του αίματός των.
Υμείς δε, Κύριε, δεχόμενος την αισθητικωτάτην ευγνωμοσύνην μου δι’ όσα παραμυθητικά και πιστοποιητικά της αγαθής του Έθνους διαθέσεως μ’ εγράψατε, εκφράσετε αυτήν και εις εκείνο εκ μέρους όλης της οικογενείας μου και ιδίως της υποσημειουμένης πατριώτιδος.
Ελισάβετ Υψηλάντη.