Και όμως το Λάβαρο της Ελληνικής Επανάστασης, έχει ιστορία που χάνεται τρεις αιώνες πριν την έναρξή της και μάλιστα σύμφωνα με το αρχείο της Μονής (κώδιξ 1703) αποτελούσε προσφορά των Ελλήνων της Σμύρνης κατά τα τέλη του 16ου αιώνα!
Πώς ξεκίνησαν όλα
Ο Καβαλιώτης ιστορικός Κυριάκος Λυκουρίνος, αναφέρει πως η Σμύρνη ήταν ξακουστή για τις περίφημες κεντήστρες της. Και από εδώ ξεκινάει η ιστορία.
Το παλαιό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας πυρπολήθηκε από τους Τούρκους και καταστράφηκε ολοσχερώς το 1585 και ξαναχτίστηκε στην ίδια θέση το έτος 1600. Όταν έγινε η καταστροφή του, εκεί στο1585, μοναχοί πήγαν ως τη Σμύρνη, προκειμένου να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από τους εύπορους Σμυρναίους.
Τότε οι κοπέλες της Σμύρνης προσφέρθηκαν να φιλοτεχνήσουν την παράσταση της «Κοίμησης της Θεοτόκου», τη μνήμη της οποίας τιμούσε και τιμά η Μονή. Το έργο ανέλαβε η κεντήστρα Χρύσω με βοηθούς της έναν αγιογράφο και οκτώ κόρες αριστοκρατικών οικογενειών της Σμύρνης.
Οι γυναίκες ρίχτηκαν με θέρμη στην δουλειά και μάλιστα σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι κεντήστρες άναβαν το καντήλι στο εικονοστάσι και κατά τη διάρκεια του κεντήματος έψελναν συνεχώς τροπάρια. Τέλος όταν έκλεινε η κάθε μέρα, θυμιάτιζαν.
Το λάβαρο τελικά τελείωσε ύστερα από τρεις μήνες. Χρειάστηκε τόσο μεγάλο διάστημα να γίνει, καθώς απεικονίζονταν σ’ αυτό περισσότερες από 50 μορφές αγίων. Με το που τελείωσε το κόλλησαν προσεκτικά, σε ένα εκλεκτής υφής ύφασμα, κλαδωτό δαμασκό, κόκκινου χρώματος.
Το αποτέλεσμα που αντίκρισαν ήταν θαυμαστό. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο μεταξωτό ύφασμα κιτρινωπής απόχρωσης, μήκους 1,20 και πλάτους 0,95 μ.. Στο κέντρο εικονίζεται η Παναγία σε οριζόντια θέση. Πάνω από τη νεκρική της κλίνη ο Χριστός κρατά στα χέρια του σπαργανωμένο βρέφος, που συμβολίζει την ψυχή της Θεοτόκου. Τη σκηνή περιβάλλουν μορφές αγίων και στο επάνω μέρος της εικόνας εικονίζονται άγγελοι που υποδέχονται την ψυχή της Παναγίας.
Το φωτοστέφανο της Κοιμώμενης Παναγίας και ολόκληρο το μήκος του κεντήματος, στολίστηκαν με μαργαριτάρια, προσφορά των κοριτσιών, από τα μεταξωτά κορδόνια, που συγκρατούσαν τα μακριά μαλλιά τους.
Στο κάτω μέρος του, τοποθετήθηκαν κρεμαστά, χρυσοκέντητα κρόσσια. Τέλος κρεμάστηκε σε κοντάρι, από καλοδουλεμένο ακριβό ξύλο, την κορυφή του οποίου κοσμούσε σταυρός.
Το λάβαρο ήταν έτοιμο, για το μακρύ ταξίδι του.
Πριν παραδοθεί όμως στους μοναχούς, μεταφέρθηκε στην εκκλησία, όπου το ευλόγησε ο ιερέας, που συνεχάρη τις κοπέλες για τη θρησκευτική τους αφοσίωσή και παρέμεινε στο ιερό του ναού, για 40 μέρες. Κατόπιν παραδόθηκε στους μοναχούς, σε επίσημη τελετή.
Μεταφορές, αρπαγές και φθορές
Το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, λειτούργησε ξανά το 1600. Φυσικά το λάβαρο κοσμούσε το χώρο. Έναν αιώνα αργότερα και συγκεκριμένα το 1735, μεταφέρθηκε στο νέο μοναστήρι και ο ηγούμενος Τιμόθεος το τοποθέτησε στην Ωραία πύλη του Ιερού για να το θαυμάζουν όλοι οι εκκλησιαζόμενοι. Όμως το πέρασμα των χρόνων, οι κλιματολογικές συνθήκες και οι καπνοί από τα κεριά είχαν προκαλέσει αλλοιώσεις στο ιερό κειμήλιο. Έτσι στα μέσα του 18ου αιώνα πήρε ξανά το δρόμο για την Ιωνία.
Οι έμπειρες κεντήστρες της Σμύρνης αποκατέστησαν τις φθορές με τέτοιο θαυμαστό τρόπο, ώστε, λέγεται, το λάβαρο έδειχνε ολοκαίνουργιο.
Το 1772 καταγράφεται η πρώτη υφαρπαγή του στην Μολδοβλαχία, από όπου το εξαγόρασαν οι μοναχοί. Το 1780, ύστερα από νέα κλοπή μεταφέρθηκε στην Ήπειρο από όπου και πάλι επέστρεψε κατόπιν εξαγοράς. Το 1826 και κατά την πυρπόληση του μοναστηριού από τον Ιμπραήμ το λάβαρο διασώθηκε τελευταία στιγμή χάριν των μοναχών Αθανασίου και Δανιήλ οι οποίοι το μετέφεραν στο νησί Κάμηλο της Ιθάκης.
Για την ιστορία, η τελευταία συντήρησή του πραγματοποιήθηκε το 1993 και σήμερα φυλάσσεται σε ειδική θήκη στη Μονή της Αγίας Λαύρας.
Αιώνιο σύμβολο
Σύμφωνα με τους ιστορικούς στο Λάβαρο αυτό όρκισε τα παλικάρια ο Δεσπότης, κηρύσσοντας την Επανάσταση.
Με το ξέσπασμα της το λάβαρο χρησιμοποιήθηκε για να εμπνεύσει ενθουσιασμό στους αγωνιστές. Έτσι έγινε η πρώτη πολεμική σημαία των επαναστατών. Το κρατούσαν στην πολιορκία των Καλαβρύτων κι εκεί δέχτηκε τουρκικό βόλι, σημάδι που είναι εμφανές στο κεφάλι του αριστερού αγγέλου της εικόνας.»