Με την ξενάγηση στη νέα Εθνική Πινακοθήκη του προέδρου της Κύπρου, του πρωθυπουργού της Ρωσίας, του πρίγκιπα της Ουαλίας και του προέδρου του Λούβρου ξεκινούν το απόγευμα οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.
Μόλις χαλαρώσουν τα μέτρα για την πανδημία, το… αναγεννημένο πολιτιστικό ίδρυμα θα ανοίξει για τους επισκέπτες με την περιοδική έκθεση «Το 1821 στη ζωγραφική. Η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν Πινακοθήκην της».
Ως σύγχρονο μουσείο Τέχνης, με ιστορία 120 χρόνων, τώρα περιλαμβάνει 1.000 πίνακες στη μόνιμη συλλογή, από τους 20.000 που είναι στην κατοχή του και φυλάσσονται στις αποθήκες. Το έργο που έχει επιλεγεί ως καλωσόρισμα στο κοινό είναι η «Λαϊκή Αγορά» (1979-1982) του Παναγιώτη Τέτση, που αναβλύζει τη χαρά της ζωής και της δημιουργίας, σε μια έκρηξη χρωμάτων.
Το έργο επέκτασης της Εθνικής Πινακοθήκης ξεκίνησε το 2011 και ολοκληρώθηκε το 2021. Ήδη από το 1998 το κτήριο που σχεδίασαν οι αρχιτέκτονες Παύλος Μυλωνάς και Δημήτρης Φατούρος έχει κηρυχθεί νεότερο μνημείο, ένα κατεξοχήν δείγμα του μοντερνισμού.
Το 2013 οι εργασίες σταμάτησαν όταν προέκυψε πρόβλημα με τον υδροφόρο ορίζοντα του Ιλισού, και χρειάστηκαν συμπληρωματική μελέτη και ακόμα 5,5 εκατ. ευρώ για να διασφαλιστεί η στατικότητα του κτηρίου. Το συνολικό κόστος ξεπέρασε τα 59 εκατ. ευρώ. Ευεργέτης της Πινακοθήκης είναι το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με δωρεά 13 εκατ. ευρώ.
Το 2012, έναν χρόνο προτού τα έργα μεταφερθούν για φύλαξη σε αποθήκες στη Μαγούλα, εκλάπη το «Γυνακείο Κεφάλι» (1939) του Πάμπλο Πικάσο, το οποίο δώρισε ο καλλιτέχνης στον ελληνικό λαό για την προσφορά του στην αντίσταση κατά των Γερμανών.
Επίσης, εκλάπησαν το έργο «Μύλος» (1905) του Ολλανδού Πιέτ Μοντριάν και ένα σχέδιο σε χαρτί θρησκευτικής απεικόνισης (αρχές 17ου αι.) που αποδίδεται στον Ιταλό Γκουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο).
Μετά την επέκταση η Πινακοθήκη απέκτησε επιπλέον εκθεσιακούς χώρους 2.230 τετραγωνικών μέτρων, σύγχρονες αποθήκες έργων τέχνης 1.645 τ.μ., αμφιθέατρο 350 θέσεων και χώρο εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Επίσης εκσυγχρονίστηκαν τα εργαστήρια συντήρησης και η βιβλιοθήκη.
Από το χώρο των δύο καφέ-εστιατορίων υπάρχει πανοραμική θέα προς την Ακρόπολη, το λόφο του Λυκαβηττού και τον κόλπο του Σαρωνικού.
Η ιστορία της Εθνικής Πινακοθήκης
Η δημιουργία ενός μουσείου που θα συγκέντρωνε τις ταυτόσημες με την εμβέλεια της Ελλάδας καλλιτεχνικές και αρχαιολογικές συλλογές γεννήθηκε ταυτόχρονα με τη γέννηση του ελληνικού κράτους, το 1830 και έπειτα.
Ο πρώτος πυρήνας της Πινακoθήκης δημιουργήθηκε το 1878 στο Πολυτεχνείο, και άνοιξε τις πύλες του για το κοινό με 117 έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, με σκοπό να λειτουργήσει ως παιδαγωγικό παράρτημα του Σχολείου των Τεχνών.
Το 1896 ο νομικός και φιλότεχνος Αλέξανδρος Σούτσος άφησε με τη διαθήκη του τη συλλογή και την περιουσία του στο κράτος με σκοπό τη δημιουργία ενός «Μουσείου Καλών Τεχνών».
Η Εθνική Πινακοθήκη ιδρύθηκε επισήμως τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 10 Απριλίου 1900, με πρώτο έφορο τον ζωγράφο Γεώργιο Ιακωβίδη. Οι πρώτες συλλογές αριθμούσαν 258 έργα και προέρχονταν από το Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο, ενώ το 1901 προστέθηκαν και τα 107 έργα της δωρεάς του Αλέξανδρου Σούτσου.
Το 1918 ανέλαβε την Πινακοθήκη ο λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο οποίος κατάφερε να εμπλουτίσει τη συλλογή με σημαντικά έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων η «Συναυλία των Αγγέλων» του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.
Η Πινακοθήκη στεγάστηκε αρχικά στο κεντρικό κτήριο του Πολυτεχνείου, σ’ ένα μικρό χώρο όπου παρέμεινε μέχρι το 1941. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές φυλάχθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο απ’ όπου τις παρέλαβε ο Μαρίνος Καλλιγάς. Ο ιστορικός τέχνης και βυζαντινολόγος ανέλαβε διευθυντής το 1949.
Κατά τη θητεία του σημαντικές αγορές εμπλούτισαν της συλλογές και το 1954 το κληροδότημα του Αλέξανδρου Σούτσου εντάχθηκε στο μουσείο. Με τον τρόπο αυτό άνοιξε ο δρόμος για εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα στέγασης.
Η Εθνική Πινακοθήκη σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες καθηγητές Νίκο Μουτσόπουλο, Παύλο Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρο (ο πρώτος μελετητής αποχώρησε) κατά τα πρότυπα του μοντερνισμού. Το πρώτο από τα σημερινά κτήρια θεμελιώθηκε το 1964 και εγκαινιάστηκε το 1968.
Το 1976 ολοκληρώθηκε και το δεύτερο κτήριο υπό τον τότε διευθυντή Δημήτρη Παπαστάμο, ενώ τα επίσημα εγκαίνια τελέστηκαν πανηγυρικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Από το 1992 διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης είναι η καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα.