Ανεξάντλητες είναι οι πηγές, στις οποίες οφείλει κάποιος να εμβαθύνει αν επιθυμεί να έχει μια πλήρη εικόνα για τα αίτια και τα αιτιατά της Ελληνικής Επανάστασης. Σίγουρα ελάχιστοι έχουν επιτύχει να προχωρήσουν σε μια συνολική περιγραφή των γεγονότων και της σημασίας τους, ενώ επίσης αναμφίλεκτο είναι το γεγονός ότι η προσέγγιση οφείλει να είναι διεπιστημονική με γνώμονα φυσικά την Ιστορία, αλλά μεταξύ άλλων και τη Στρατηγική Ανάλυση, τη Γεωπολιτική, τις Διεθνείς Σχέσεις.
Η γενική θέση της ιστοριογραφίας είναι ότι οφείλουμε την ελευθερία μας στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και πραγματικά γεννώνται ορισμένες λογικές απορίες, δίχως φυσικά να υποτιμάται η τεράστια σημασία του εν λόγω πολεμικού γεγονότος.
Οι απορίες γεννώνται μάλλον επειδή υποτιμώνται τα υπόλοιπα δεδομένα και όχι επειδή οφθαλμοφανώς υπογραμμίζεται ο τεράστιος αντίκτυπος της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου.
Πρώτον, γιατί υποτιμάται το αξιόμαχο και οι επιτυχίες του επαναστατημένου ελληνισμού στο πεδίο των μαχών επί 6,5 έτη έως και τη Ναυμαχία; Ο σκοπός δεν είναι να παρατεθούν λεπτομερώς όλα τα πολεμικά γεγονότα, αλλά αποτελεί ή δεν αποτελεί πραγματικότητα η αρνητική διάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι της Επανάστασης τα πρώτα χρόνια και η διατήρηση της φλόγας με πολύ αίμα και πολλές θυσίες; Στη στάση του γνωστού μας Μέττερνιχ αποτυπωνόταν η όλη οπτική της Ιεράς Συμμαχίας έναντι των επαναστατικών γεγονότων, ενώ η ίδια η μεταλλαγή της στρατηγικής συμπεριφοράς των Μεγάλων Δυνάμεων επήλθε έπειτα από ορισμένα χρόνια και ενόσω οι Έλληνες πολεμούσαν μόνοι τους.
Δεύτερον, πώς επήλθε η προκείμενη μεταλλαγή της στάσης τους; Μέσω της διπλωματίας, με γνωστότερη και ηγετική προσωπικότητα τον Ιωάννη Καποδίστρια, ενώ και μέσω του φιλελληνισμού κινητοποιήθηκαν τα διπλωματικά αντανακλαστικά των Μεγάλων Δυνάμεων. Αφού παραμερίσουμε ότι και για την καλλιέργεια του φιλελληνισμού έλαβαν χώρα πολλές θυσίες (Χίος, Ψαρά, Μεσολόγγι, κοκ.), προκύπτουν οι επιμέρους απορίες:
Ποιος είπε ότι ένα εθνοαπελευθερωτικό εγχείρημα πρέπει να αγνοεί τη διπλωματία; Ποιος είπε ότι δεν υπάρχει διπλωματική διάσταση σε κάθε προσπάθεια εκπλήρωσης ενός αιτήματος μιας συλλογικότητας στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής; Νομίζω ότι είναι αντιληπτό το παράλογο του επιχειρήματος να αναμένεται από ένα επαναστατημένο έθνος να έχει τη συμπεριφορά του «Γαλατικού Χωριού του Αστερίξ».
Προφανώς και υπήρξε η διπλωματική πτυχή της εν γένει προσπάθειας, οι Έλληνες αποδείχθηκαν αρκετά ικανοί και στο άθλημα της διεθνούς πολιτικής ελέω Καποδίστρια και ήταν και αυτή μια θεμιτή επιτυχία, την οποία πολύ θα επιθυμούσε να έχει ο Σουλτάνος όταν ζητούσε από τον Άγγλο Πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στράγκφορδ «να μετακληθούν από τη Μάλτα μερικά αγγλικά πολεμικά πλοία για να καθαρίσουν το Αιγαίο από τον επαναστατικό ελληνικό στόλο» (Γ. Κορδάτος).
Η αρχική αποτύπωση των διπλωματικών επιτυχιών κατέστη πραγματικότητα στις 6 Ιουλίου 1827 (λίγους μήνες πριν τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου), όταν υπογράφηκε η Συνθήκη του Λονδίνου, που προέβλεπε αυτονομία και όχι ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, το οποίο θα ήταν φόρου υποτελές στον σουλτάνο.
Τρίτον, όταν αναφερόμαστε στο «ανήθικο»(!) της πολεμικής εμπλοκής των Μεγάλων Δυνάμεων μέσω τόσο της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου όσο και της δράσης του εκστρατευτικού σώματος του Μαιζών στην Πελοπόννησο, γιατί αποσιωπούμε ότι τα κύρια εκστρατευτικά σώματα της Υψηλής Πύλης έχουν ηττηθεί και πλέον έχει υπάρξει κινητοποίηση από το Σουλτάνο των Αιγυπτίων; Ο Ιμπραήμ αποστέλλεται από τον πατέρα του αρχικά στην Κρήτη και έπειτα στην Πελοπόννησο, κατόπιν συμφωνίας με τον Οθωμανό Σουλτάνο.
Η Αίγυπτος συνιστούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ωστόσο αυτονομημένο με δικό του ισχυρότατο – κατά τα γαλλικά πρότυπα – στρατό και ναυτικό. Μάλιστα, το 1831 ο Ιμπραήμ πολέμησε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Συρία και αν δεν παρενέβαιναν οι Ρώσοι, θα είχε συντρίψει την Υψηλή Πύλη. Συνεπώς, η Αίγυπτος δεν ήταν κάποιου είδους πασαλίκι παρόμοιο με εκείνο, επί παραδείγματι, της Θεσσαλονίκης με σαντζάκια πλήρως υποταγμένα στις βουλήσεις του Οθωμανού Σουλτάνου, αλλά είχε αυξημένη αυτονομία.
Η κινητοποίηση των αιγυπτιακών συντελεστών ισχύος συνιστούσε μέρος της οθωμανικής προσπάθειας εξωτερικής εξισορρόπησης της Ελληνικής Επανάστασης και μάλιστα έναντι ανταλλαγμάτων, ενώ προς αυτή την κατεύθυνση περιττεύει να υπενθυμισθεί και ο ρόλος αλβανικών σωμάτων, όπως εκείνα τα οποία συνέστησαν το φόβο και τον τρόμο των Ελλήνων κατά τις ημέρες πριν την επίσης σημαντικότατη Ναυμαχία της Αγκάλης και λίγο πριν τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Τέταρτον, τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου ακολούθησαν δύο ακόμη χρόνια εξαιρετικά κρίσιμων μαχών, οι οποίες ήταν μάλιστα από τις πλέον αιματηρές. Πλέον γνωστή ήταν η Μάχη της Πέτρας υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη ενώ, όπως συχνά τόνιζε ο αείμνηστος Σαράντος Καργάκος: «Η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε με έναν Υψηλάντη και ολοκληρώθηκε με έναν Υψηλάντη».
Συνεπώς, η προσήλωσή μας στην αντίληψη ότι «τα παιχνίδια της ιστορίας μάς ευνόησαν», όταν αναφερόμαστε στο κατά τα λοιπά σημαντικότατο αυτό πολεμικό γεγονός, αποτελεί μερική αποτύπωση της πραγματικότητας, ενώ σίγουρα δεν μπορεί να προβάλλεται ως ο αποκλειστικός και αυτόφυτος παράγων της ανεξαρτησίας μας, όσο και αν αυτό εξυπηρετεί τους σκοπούς της διαιώνισης της εξαρτησιακής λογικής του σύγχρονου ελληνικού κράτους διά της επιβεβαίωσης της έξωθεν δέσμευσης της όποιας «εγχώριας αστικής τάξης».