Η Τουρκία μετά το 2016 ακολούθησε μια εξωστρεφή πολιτική, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο μας.
Στο πλαίσιο αυτό η Τουρκία εισέβαλε στην ΑΟΖ της Κύπρου και την ελληνική –με βάση το διεθνές δίκαιο– υφαλοκρηπίδα, στο πλαίσιο αυτό υπέγραψε το τουρκολυβικό μνημόνιο, στο πλαίσιο αυτό στοχεύει στην άλωση ολόκληρης της Κύπρου και την διά της περικύκλωσης σταδιακή άλωση των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, μέσω του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Σε ό,τι αφορά την εκδήλωση της επιθετικότητας εις βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας, οι κυβερνήσεις της Λευκωσίας και των Αθηνών, μεταξύ άλλων προσέφυγαν και στην ΕΕ, διεκδικώντας την αλληλεγγύη των Βρυξελλών και έχοντας ως στόχο την λήψη απόφασης για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία.
Το σκεπτικό της ελληνικής διπλωματίας ήταν να αποφασιστούν οι κυρώσεις και είτε να επιβληθούν άμεσα είτε να στέκουν ως «Δαμόκλειος Σπάθη» πάνω από την Τουρκία, σε περίπτωση που επιχειρούσε να συνεχίσει τις προκλήσεις και τις παράνομες ενέργειες εις βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας.
Οι ενέργειες αυτές της Αθήνας και της Λευκωσίας στην ουσία τορπιλίστηκαν από την τριμερή συνάντηση ανάμεσα στην Ελλάδα, στην Τουρκία και στη Γερμανία που πραγματοποιήθηκε, στον απόηχο της απόφασης της κυβέρνησης Ερντογάν για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τη Δευτέρα 13 Ιουλίου, λίγα εικοσιτετράωρα πριν την έναρξη της Συνόδου Κορυφής του Ιουλίου 2021, στην οποία οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα συζητούσαν το θέμα της επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία.
Στην εν λόγω συνάντηση συμμετείχαν η διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού Ελένη Σουρανή, ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ιμπραχίμ Καλίν και ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής της Άνγκελα Μέρκελ, Γιαν Χέκερ.
Τότε και ενώ η συνάντηση αυτή είχε κρατηθεί μυστική από ελληνικής και γερμανικής πλευράς, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ακριβώς μια μέρα μετά, αποκάλυψε στους εκπροσώπους τη μυστική συνάντηση.
Είπε συγκεκριμένα:
«Εμείς είμαστε έτοιμοι για διάλογο με όλους στην ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Άλλωστε με την Ελλάδα, έπειτα από την τηλεφωνική επικοινωνία του Προέδρου μας με τον κ. Μητσοτάκη, έχουμε ξεκινήσει και πάλι εδώ ένα διάλογο. Γνωρίζετε ο σύμβουλος του προέδρου και εκπρόσωπός του Ιμπραχίμ Καλίν και κάποιοι συνάδελφοί μας του ΥΠΕΞ ήταν στο Βερολίνο και πραγματοποίησαν τριμερή συνάντηση με Ελλάδα, Γερμανία και Τουρκία.
…Ο Ιμπραχίμ Καλίν και οι συνάδελφοί μας μάς πήραν και μας ενημέρωσαν. Τελικά αν υπάρχει θέληση μπορεί να γίνει διάλογος.
…με διάλογο μπορούμε να επιλύσουμε αυτά τα ζητήματα. Εμείς συμφωνούμε για συνεργασία και διαμοιρασμό αλλά είμαστε εναντίον στη μονομερή επιβολή κυρώσεων. Δεν θα λυγίσουμε σε αυτό. Έχουμε και αποφασιστικότητα και καλή πρόθεση αλλά και με αυτή την έννοια έχουμε και ευελιξία στο θέμα της συνεργασίας».
Αυτό ήταν.
Όταν αποκαλύπτεται επίσημα ότι η Ελλάδα έχει ξεκινήσει διάλογο με την Τουρκία, δεν είναι δυνατόν να μιλάει κανείς για κυρώσεις, γιατί κάτι τέτοιο, θα τορπίλιζε το διάλογο.
Έτσι, ακυρώσαμε μόνοι μας τον εαυτό μας, τον Ιούλιο του 2021.
Στη συνέχεια αρχίζει η περιπέτεια με τα μπες βγες του Oruç Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, που τα «βγες» είχαν πάντα ως στόχο να εκτονώσουν την κατάσταση για την αποφυγή κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας από την ΕΕ.
Σημειώνεται ότι η Τουρκία δεν υπολογίζει τόσο την οικονομική διάσταση των κυρώσεων, όσο την πολιτική.
Αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τις κυρώσεις, γιατί δεν θέλει να δει τις υπογραφές 27 χωρών να δικαιώνουν την Κύπρο και την Ελλάδα και να καταδικάζουν έμπρακτα την Τουρκία.
Το τελευταίο παιχνίδι με τα «μπες-βγες» έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου 2020, για να ακολουθήσει στις 23 Σεπτεμβρίου, και πάλι λίγες μέρες πριν τη Σύνοδο Κορυφής στο Βερολίνο, η ανακοίνωση της επανεκκίνησης των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας .
Από τη στιγμή που έγινε αυτό, θα ήταν ανόητο να περιμένει κανείς την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, στη Σύνοδο Κορυφής της 1ης και 2ας Οκτωβρίου.
Στα μέσα Οκτωβρίου, το Oruç Reis ξαναβγήκε στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και μετά από σχεδόν ενάμιση μήνα παράνομων ερευνών, και πάλι λίγες ημέρες πριν τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, στις 30 Νοεμβρίου, επέστρεψε στο λιμάνι της Αττάλειας.
Στη Σύνοδο Κορυφής στις 10-11 Δεκεμβρίου 2020, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατέληξε μεταξύ άλλων στα εξής συμπεράσματα για την Τουρκία:
«Δυστυχώς, η Τουρκία προχώρησε σε μονομερείς ενέργειες και προκλήσεις και έχει κλιμακώσει τη ρητορική της κατά της ΕΕ, κρατών μελών της ΕΕ και ευρωπαίων ηγετών. Οι τουρκικές μονομερείς και προκλητικές δραστηριότητες στην ανατολική Μεσόγειο συνεχίζονται, μεταξύ άλλων και στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κύπρου.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σημείωσε την απόσυρση του τουρκικού σκάφους Oruç Reis και ενέμεινε στη θέση του για συνεχή αποκλιμάκωση ώστε να καταστεί δυνατή η ταχεία επανέναρξη των άμεσων διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Επίσης, οι ηγέτες της ΕΕ επιβεβαίωσαν εκ νέου ότι αποτελεί στρατηγικό συμφέρον για την ΕΕ η ανάπτυξη μιας συνεργατικής και αμοιβαία επωφελούς σχέσης με την Τουρκία και τόνισαν ότι είναι σημαντικό να παραμείνουν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας.
Η προσφορά ενός θετικού θεματολογίου ΕΕ-Τουρκίας εξακολουθεί να ισχύει, εφόσον η Τουρκία επιδείξει ετοιμότητα να προωθήσει μια πραγματική εταιρική σχέση με την Ένωση και τα κράτη μέλη της και να επιλύσει τις διαφορές μέσω του διαλόγου και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Η ΕΕ παραμένει προσηλωμένη στην υπεράσπιση των συμφερόντων της και των συμφερόντων των κρατών μελών της, καθώς και στην προάσπιση της περιφερειακής σταθερότητας. Εν προκειμένω, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε το Συμβούλιο να εγκρίνει πρόσθετες καταχωρίσεις βάσει της απόφασής του της 11ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω των παράνομων γεωτρήσεων της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, κάλεσε τον Ύπατο Εκπρόσωπο και την Επιτροπή να υποβάλουν έκθεση σχετικά με τις εξελίξεις όσον αφορά τις πολιτικές, οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, καθώς και σχετικά με τα μέσα και τις επιλογές για την ακολουθητέα πορεία, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της προαναφερόμενης απόφασης, προς εξέταση το αργότερο κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου του 2021.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καταδίκασε τις μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας στα Βαρώσια και ζήτησε την πλήρη τήρηση των συναφών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Επιπλέον, δήλωσε ότι στηρίζει την ταχεία επανέναρξη των διαπραγματεύσεων και παραμένει πλήρως προσηλωμένο σε μια συνολική διευθέτηση του κυπριακού ζητήματος, στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και σύμφωνα με τις αρχές της ΕΕ.
Οι ηγέτες της ΕΕ ζήτησαν από τον Ύπατο Εκπρόσωπο να προωθήσει την πρόταση περί πολυμερούς διάσκεψης για την ανατολική Μεσόγειο. Η ΕΕ θα επιδιώξει να συντονίσει με τις ΗΠΑ τα θέματα που αφορούν την Τουρκία και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο.»
Παραθέσαμε τα συμπεράσματα που αφορούν την Τουρκία, γιατί σ’ αυτά μπορεί να δει κανείς ότι το τρένο των κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας χάθηκε, δυστυχώς και με την στάση που τήρησε η Ελλάδα, υποκύπτοντας στα σχέδια της Γερμανίας.
Η αποδοχή της επανέναρξης των διερευνητικών, χωρίς να έχουμε θέσει ως απαραίτητη προϋπόθεση, πέραν της απόσυρσης του Oruç Reis, την ακύρωση του τουρκολυβικού μνημονίου και του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», δεν ήταν μόνο το συγχωροχάρτι που δώσαμε, για να περάσει η Τουρκία «αβρόχοις ποσί» από τη Σύνοδο της 25ης Μαρτίου.
Χωρίς τον κίνδυνο κυρώσεων και χωρίς τους όρους που προαναφέραμε, δώσαμε τη δυνατότητα στους συμμάχους της Τουρκίας στην ΕΕ να αναζητούν τα θέματα της θετικής ατζέντας για την Τουρκία και στον Ερντογάν να συνεχίσει τις προκλήσεις εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Η άσκηση «Γαλάζια Πατρίδα 2021» ήταν η τελευταία πρόκληση, μέρος του ομώνυμου δόγματος με το οποίο διεκδικεί το μισό Αιγαίο.
Καλό είναι όσοι σχεδιάζουν την ελληνική εξωτερική πολιτική, να είναι πιο προσεκτικοί, για να μην δίνει η Ελλάδα την εντύπωση ότι ακυρώνει τον ίδιο της τον εαυτό.