Ο έλεγχος της πορείας κλιμάκωσης-αποκλιμάκωσης συνιστά προάγγελο επιτυχίας όσον αφορά την προσπάθεια υλοποίησης των τελικών στρατηγικών στόχων. Με άλλα λόγια, η κατοχή του ρόλου του ενεργητικού μέρους, που διαμορφώνει την κατάσταση και δεν είναι παθητικός δέκτης, επιτρέπει την καλλιέργεια των συνθήκων κατά τρόπο ο οποίος ευνοεί καθοριστικά την τελική επικράτηση.
Σε αυτό το παίγνιο, η Τουρκία δείχνει να είναι τουλάχιστον λιγότερο παθητική εν σχέσει με την Ελλάδα.
Οι κρούσεις μας για την έναρξη του επόμενου γύρου των λεγόμενων «διερευνητικών επαφών» στην Αθήνα έλαβαν την απάντηση «γιαβάς-γιαβάς», ενώ αντιστρόφως της αποδοχής της άμεσης έναρξης του προηγούμενου γύρου είχαν προηγηθεί δηλώσεις ότι «η Ελλάδα κωλυσιεργεί και υπονομεύει την ειρήνη και τη σταθερότητα»!
Αναντίρρητα, τούτο αποτελεί δείγμα πλήρους ελέγχου του πλαισίου των σχέσεων από την Τουρκία… δίχως να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, μιας και έχει οδηγηθεί σε μια πρωτόγνωρη για την ίδια υπερεξάπλωση προβάλλοντας ισχύ σε πολλαπλά θέατρα πολέμου, η οικονομία της βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση και οι πηγές εσωτερικής αποσταθεροποίησης ολοένα και πολλαπλασιάζονται.
Οι αιτίες της στάσης μας εντοπίζονται στη στρατηγική του κατευνασμού, ενώ η συγκράτηση της Τουρκίας ερμηνεύεται μέσω των πιέσεων των πόλων ισχύος του διεθνούς συστήματος για την αποφυγή διατάραξης της ισορροπίας ισχύος αλλά και της μεγάλης επιχειρησιακής ικανότητας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία φαίνεται ότι δεν εντυπωσίασε και δεν αιφνιδίασε μόνο τους Τούρκους, μετά από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης.
Σε κάθε περίπτωση και με δεδομένο ότι η μη συνύφανση των στρατιωτικών δυνατοτήτων με ένα ισχυρό πλέγμα προστασίας της πολιτικής στρατηγικής οδηγεί συχνά σε αυτοχειρία, ο κατευνασμός επανακατατίθεται στο τραπέζι ως πρόβλημα στρατηγικού ανορθολογισμού και μυωπικής έποψης του περιφερειακού συστήματος ασφαλείας. Οι ρίζες του κατευνασμού είναι πολλές, άλλες εγγενείς άμα τη γενέσει του ελληνικού κράτους και άλλες έχουν εδραιωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες ως απόρροια της πεποίθησης ότι τα ζητήματα ασφαλείας αποτελούν τροχοπέδη στην πορεία μας προς το μέλλον της «ειρηνικής συνύπαρξης» και της «εξάλειψης των πολέμων»!
Όλα αυτά παρά τα ενδεικτικά γεγονότα ότι το «πολεμοχαρές Βέλγιο» κατέβαλε 6,5 δισ. δολάρια το 2018 για την απόκτηση 34 πολεμικών αεροσκαφών F-35, οι «εθνικιστές Ιταλοί» έχουν αποκτήσει 10 «ειδικά υπερ-εξοπλισμένες» φρεγάτες τύπου FREMM και η «ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ενοποίησης και πολυαγαπημένη μας Γερμανία» συμφώνησε μόλις το Νοέμβριο του 2020 (και όχι του 1939) για την παραλαβή 38 πολεμικών αεροσκαφών τύπου Eurofighter για τη Luftwaffe έναντι 5,4 δισ. ευρώ. Είναι αυτό ένα διεθνές περιβάλλον που δε θα δικαιολογούσε το φόβο της Ελλάδας έναντι αυτής της Τουρκίας; Κάθε άλλο, απλά όπως θα περιέγραφε ο Παναγιώτης Κονδύλης:
«Η πράξη ή διαδικασία της απόφασης κατά μέγα μέρος χάνεται μέσα στην ανεξιχνίαστη βιοψυχική ρίζα της ύπαρξης. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να διαπιστώσουμε εμπειρικά ότι καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι σε θέση να παρακάμψει ή να υπερπηδήσει ορισμένες δομικές σταθερές. Στην προσωπική πράξη η διαδικασία της απόφασης, όπως και στη συλλογική, συμμετέχει ολόκληρη η ύπαρξη, ως συνειδητό και ασυνείδητο, ως ψυχόρμητο και ως συλλογιστικός Λόγος. Η πράξη ή διαδικασία τούτη συγκεκριμενοποιείται μέσα από μικρά και μεγάλα συμβάντα, μέσα από μικρά ή μεγάλα βήματα και τοποθετήσεις, μέσα από μικρές ή μεγάλες συμπάθειες και αντιπάθειες – τόσο μακροπρόθεσμα όσο και στην κάθε στιγμή. Αναρίθμητες ορατές και αόρατες σμίλες μορφοποιούν τη θεμελιώδη στάση, η οποία στη συνέχεια γίνεται πρόδηλη μέσα στις επιμέρους αποφάσεις».
Η λήψη των αποφάσεων στρατηγικού χαρακτήρα πραγματοποιείται εν μέσω μιας κοσμογονίας αντιλήψεων, προσλαμβανουσών και δεδομένων, που δεν επιτρέπουν πάντοτε την ψύχραιμη θέαση των διακρατικών συσχετισμών και των εκπεφρασμένων απειλών. Αντιλήψεις, προσλαμβάνουσες και δεδομένα, που εδράζονται στην ευρύτερα ιδωμένη ιδιοσυστασία του ελληνικού πολιτικού συστήματος και στην όξυνση των προκείμενων χαρακτηριστικών κατά τα τελευταία έτη.